16 Μαΐου 2025

Ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν από τη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ


Μια νέα εποχή φθηνής ρευστότητας ξεκινά για την ελληνική οικονομία, μετά τη χθεσινή απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να μειώσει τα βασικά της επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης, με ενδεχόμενο περαιτέρω μειώσεων μέχρι το τέλος του έτους. Η απόφαση αυτή αναμένεται να αναδιαμορφώσει το τραπεζικό τοπίο, δημιουργώντας νέες ισορροπίες και επηρεάζοντας άμεσα τόσο τις τράπεζες όσο και τους πολίτες.

Φθηνότερο χρήμα, νέες προοπτικές

Η μείωση των επιτοκίων μεταφράζεται σε φθηνότερη χρηματοδότηση για τις τράπεζες, δίνοντάς τους το περιθώριο να ενισχύσουν τις χορηγήσεις προς επιχειρήσεις και ιδιώτες. Όπως τονίζουν τραπεζικοί κύκλοι, είναι η πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες που οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε θέση να στηρίξουν ουσιαστικά την πραγματική οικονομία με προνομιακούς όρους.

Το ζητούμενο πλέον είναι η ζήτηση για δάνεια, η οποία παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Αν όμως αυτή ενισχυθεί, οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν πλήρως τις νέες συνθήκες.

Οι τράπεζες ανάμεσα σε απώλειες και ευκαιρίες

Η μείωση των επιτοκίων έχει διπλή όψη για τα πιστωτικά ιδρύματα. Από τη μία, θα οδηγήσει σε περιορισμό των εσόδων από τόκους, ειδικά καθώς η πλειοψηφία των υφιστάμενων δανείων έχει κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο ακολουθεί τους δείκτες Euribor. Εκτιμάται ότι κάθε μείωση 25 μονάδων βάσης περιορίζει τα ετήσια έσοδα από τόκους κατά 100-120 εκατ. ευρώ συνολικά για τους τέσσερις συστημικούς ομίλους, οδηγώντας σε πιθανή κάμψη της τάξης του 5%-10%.

Από την άλλη, η μείωση του κόστους δανεισμού ενισχύει τις προοπτικές αύξησης των χορηγήσεων, ενώ ανοίγει τον δρόμο για την ενίσχυση της δραστηριότητας στον τομέα της διαχείρισης περιουσίας. Με τις αποδόσεις των καταθέσεων να μειώνονται, οι τράπεζες αναμένεται να προωθήσουν δυναμικά επενδυτικά προϊόντα με υψηλότερες αποδόσεις και μεγαλύτερο ρίσκο, ώστε να καλύψουν τη ζήτηση για παθητικό εισόδημα.

Τι αλλάζει για καταθέτες και δανειολήπτες

Οι επιπτώσεις της νέας νομισματικής πολιτικής θα γίνουν αισθητές και σε καταθέτες και σε δανειολήπτες, με αντίθετη όμως κατεύθυνση.

Καταθέσεις:

Οι αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων και των κρατικών εντόκων τίτλων θα συνεχίσουν να υποχωρούν. Επιτόκια άνω του 2% χωρίς κίνδυνο θεωρούνται πλέον εξαιρετικά σπάνια. Οι αποταμιευτές που επιθυμούν καλύτερες αποδόσεις θα πρέπει να στραφούν σε επενδυτικά προϊόντα, αποδεχόμενοι μεγαλύτερο ρίσκο. Οι τράπεζες ήδη σχεδιάζουν νέα προϊόντα που συνδυάζουν απόδοση και ασφάλεια, προσαρμοσμένα στο επενδυτικό προφίλ του κάθε πελάτη.

Στεγαστικά δάνεια:

Για όσους έχουν δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο, η μείωση των δεικτών Euribor σημαίνει μικρότερες μηνιαίες δόσεις. Ήδη τα επιτόκια έχουν πέσει από το 2,9% στο περίπου 2,2%, και αναμένεται περαιτέρω μείωση. Για κάθε 100.000 ευρώ υπολοίπου, η ελάφρυνση μπορεί να φτάσει τα 10-15 ευρώ μηνιαίως ανά 20 μονάδες βάσης μείωσης.

Οι τράπεζες ενδέχεται να προσαρμόσουν τα επιτόκια και στα νέα δάνεια, καθιστώντας τα κυμαινόμενα προϊόντα πιο ελκυστικά. Ωστόσο, σταθερά επιτόκια κάτω από το 3% δεν θεωρούνται πιθανό σενάριο προς το παρόν, αν και κάποιες μικρές μειώσεις δεν αποκλείονται.

Επιχειρηματικά δάνεια:

Ανάλογη εικόνα παρατηρείται και στην επιχειρηματική πίστη, με τα περισσότερα δάνεια να είναι ήδη συνδεδεμένα με τα Euribor. Οι δόσεις μειώνονται, ενώ αναμένεται μεγαλύτερη ευελιξία και χαμηλότερα επιτόκια στα νέα δάνεια, ενισχύοντας τις προοπτικές ανάπτυξης.

Εν κατακλείδι θα λέγαμε πως η μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο για την ελληνική οικονομία. Ενώ οι τράπεζες καλούνται να διαχειριστούν μειωμένα έσοδα από τόκους, αποκτούν ταυτόχρονα νέα εργαλεία για να ενισχύσουν τη δραστηριότητά τους και να ενδυναμώσουν την παρουσία τους σε τομείς όπως οι χορηγήσεις και η επενδυτική διαχείριση. Την ίδια στιγμή, οι πολίτες θα επωφεληθούν από πιο προσιτές δανειοδοτήσεις, αλλά θα πρέπει να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις για τις αποταμιεύσεις τους.


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ