Κεν Λόουτς: Ο εκφραστής του κοινωνικού ρεαλισμού στο Σινεμά


Γεννημένος στις 17 Ιουνίου του 1936, στο Γουόρικσερ της Αγγλίας, ο Κεν Λόουτς παραμένει διαχρονικά ένας κορυφαίος κινηματογραφιστής, πολιτικοποιημένος και ανθρωπιστής, όντας πιστός στις αρχές του. Ο σπουδαίος Βρετανός σκηνοθέτης – ίσως ο κορυφαίος εκφραστής του κοινωνικού ρεαλισμού στον Κινηματογράφο – καταφέρνει μέσα από τις ταινίες του να μεταφέρει την εκάστοτε πολιτική κατάσταση και τον κοινωνικό προβληματισμό που τον διακρίνει, στην μεγάλη οθόνη, χαρίζοντας μας ένα Σινεμά υψηλών απαιτήσεων, που προβληματίζει και θέτει ερωτήματα στον θεατή.

«Το σινεμά μάς κάνει καμιά φορά να βλέπουμε καθαρότερα τον κόσμο κι ο κόσμος μας αυτή τη στιγμή κινδυνεύει, από τις ιδέες που αποκαλούμε νεοφιλελευθερισμό που απειλεί να μας φτάσει στην καταστροφή, στη δυστυχία εκατομμυρίων ανθρώπων, από την Ελλάδα ως τη Βραζιλία. Το σινεμά έχει πολλές παραδόσεις. Μία είναι το σινεμά της διαμαρτυρίας, αυτό που δείχνει τους ανθρώπους ενάντια στην εξουσία. Ελπίζω η ταινία μας να συνεχίζει αυτήν την παράδοση. Κινδυνεύουμε να απελπιστούμε κι όταν υπάρχει τόση απελπισία, η ακροδεξιά το εκμεταλλεύεται – πρέπει να πιστέψουμε ότι ένας διαφορετικός κόσμος είναι εφικτός κι απαραίτητος.» – Κεν Λόουτς

Γεννημένος στη Μεγάλη Βρετανία και με σπουδές Νομικής στην Οξφόρδη, ο Κεν Λόουτς ασχολήθηκε αρχικά με το θέατρο, παίζοντας σε περιπλανώμενους θιάσους. Ακολούθησε η τηλεόραση, όπου και συμμετείχε στην παραγωγή φημισμένων δραματικών ντοκιμαντέρ με κορυφαίο το «Cathy Come Home», το οποίο έκανε τέτοια αίσθηση, ώστε προκάλεσε την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου για τους άστεγους. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ήταν η «Poor Cow» (1967) και στη συνέχεια οι «Kes» (1969) και «Hidden Agenda», που απέσπασε το Ειδικό Βραβείο Επιτροπής στις Κάννες το 1990.

Ο Κεν Λόουτς, κύριος εκπρόσωπος του βρετανικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού, δεν υπέκυψε ποτέ στις σειρήνες του Χόλιγουντ, διατηρώντας έτσι το προσωπικό του ύφος, που βρήκε τεράστια ανταπόκριση στην Ευρώπη. Ανάμεσα στις πιο γνωστές ταινίες του είναι οι «Raining Stones» (Ειδικό Βραβείο Επιτροπής-Κάννες 1993), «Ladybird Ladybird», «Land and Freedom» (Οικουμενικό Βραβείο Επιτροπής – Κάννες 1995), «Carla’s Song», «My Name is Joe», «Bread and Roses», κ.α.

Οι πιο πρόσφατες σκηνοθετικές του δουλειές είναι οι ταινίες «Sweet Sixteen», που διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Καννών 2002, «Ae Fond Kiss», υποψήφια για Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου 2004 και «Tickets» που σκηνοθέτησε μαζί με τους Όλμι και Κιαροστάμι, καθώς βέβαια και το εξαιρετικό έργο, «Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι»(The Wind That Shakes the Barley – 2006).

«Οι ταινίες ενισχύουν το κατεστημένο, γιατί αυτές είναι οι παραγωγές που γίνονται κυρίως. Οι μεγάλες ταινίες, με τους μεγάλους προϋπολογισμούς και την εκτενή προώθηση. Ή ενισχύουν το κατεστημένο ή είναι βαλβίδα μιας κάποιας εκτόνωσης. Πάντα ίσχυε αυτό. Το μέσο είναι ικανό για πολύ περισσότερα, αλλά το εμπορικό σινεμά  και οι άνθρωποι που το υπηρετούν δεν ασχολούνται με αυτό.Από την άλλη, οι ταινίες θέτουν ερωτήματα, προκαλούν. Τουλάχιστον, οι ταινίες δίνουν αξία στην εμπειρία των απλών ανθρώπων. Είναι μέσα από το καθημερινό δράμα, μέσα από τις συγκρούσεις, τους αγώνες και τις χαρές  που βλέπουμε τις δυνατότητες του μέλλοντος.» – Κεν Λόουτς

Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου Αφιερώματος, παρουσιάζουμε πέντε (5) χαρακτηριστικές ταινίες του σπουδαίου Βρετανού σκηνοθέτη:

«Γη και Ελευθερία» (Land and Freedom – 1995)

Άνοιξη του 1936. Ένας νεαρός Άγγλος κομμουνιστής αφήνει το Λίβερπουλ για να καταταγεί στις Διεθνείς Ταξιαρχίες του δημοκρατικού στρατού στο μέτωπο της Αραγονίας και βιώνει τις ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των αναρχικών του POUM και των δημοκρατικών των Διεθνών Ταξιαρχών.

Η ταινία του Λόουτς, «Γη και Ελευθερία», μας εισάγει στο ταραχώδες πεδίο του ισπανικού εμφυλίου, όπου πρωταγωνιστεί ένας άνεργος Άγγλος που αφήνει πίσω τη μνηστή του για να πολεμήσει κατά του φασισμού. Από τις γνωστότερες ταινίες του πολιτικά ευαισθητοποιημένου Κεν Λόουτς, κέρδισε το βραβείο Κριτικών FIPRESCI, καθώς και το βραβείο της Επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών.

Το φιλμ διαποτίζεται από αισθήματα αισιοδοξίας, ενθουσιασμού και αδελφοσύνης αλλά και προδοσίας – γιατί γεννιέται συχνά το ερώτημα εάν προδόθηκε ο σκοπός της επανάστασης. Οι δημοκρατικοί έχασαν τον πόλεμο, το 1939, όταν η Βρετανία και η Γαλλία αποφάσισαν από κοινού να μην αναμιχθούν περαιτέρω, παρόλο που τόσο ο Χίτλερ, όσο και ο Μουσολίνι, βοηθούσαν ανοιχτά τους φασίστες. Ο Βρετανός σκηνοθέτης μιλά για τον ισπανικό εμφύλιο και τις άγνωστες πτυχές του. Για τις αμαρτίες των κομμουνιστών ηγετών, αλλά και τους ανώνυμους εθελοντές απ’ όλη την Ευρώπη που στήριξαν με τη φλόγα τους την επανάσταση…

«Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι» (The Wind That Shakes the Barley – 2006)

Ιρλανδία, 1920: εθελοντές εργάτες από όλη τη χώρα κάνουν αντάρτικο κατά των Βρετανών. Με αίσθηση καθήκοντος και αγάπη για τη χώρα του, ο Ντέμιαν εγκαταλείπει την αστική του ιατρική καριέρα και ρίχνεται κι αυτός στον αγώνα για την ελευθέρια. Όμως η μερική αυτονομία που επιβάλλουν οι Βρετανοί πυροδοτεί αντιθέσεις. Εμφύλιος πόλεμος ξεσπά και οι οικογένειες που πάλεψαν ενωμένες, βρίσκονται τώρα να πολεμούν μεταξύ τους σαν ορκισμένοι εχθροί, δοκιμάζοντας στο έπακρο την πίστη τους.

«Αυτό που συνέβη στην Ιρλανδία το 1920-1922 ανήκει στις ιστορίες που δεν χάνουν ποτέ το ενδιαφέρον τους, όπως ο ισπανικός εμφύλιος, καταλυτικές στιγμές της Ιστορίας…», επισημαίνει ο πολυβραβευμένος Βρετανός δημιουργός Κεν Λόουτς (‘Γλυκά Δεκάξι’, ‘Το Όνομά μου Είναι Τζο’, ‘Ψωμί και Τριαντάφυλλα’), δίνοντας στην ταινία του οικουμενική και διαχρονική διάσταση. Πάντα σε συνεργασία με τον Πολ Λάβερτι στο σενάριο και με πρωταγωνιστή τον Κίλιαν Mέρφι (’Breakfast on Pluto’) μία πολεμική… αντιπολεμική ταινία για τους Δαβίδ και Γολιάθ της ζωής. Το διαχρονικό αριστούργημα του Λόουτς, το οποίο τιμήθηκε το 2006 με τον Χρυσό Φοίνικα του 59ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών.

«Η ιστορία αυτή αποκαλύπτει πώς ένας μακροχρόνιος αγώνας για ανεξαρτησία εμποδίστηκε πάνω στην καλύτερη στιγμή του. Η αποικιοκρατική δύναμη, χάνοντας την αυτοκρατορία, κατάφερε παρόλ’ αυτά να κρατήσει ακέραια τα στρατηγικά της συμφέροντα. Αυτή ήταν η επιδεξιότητα ανθρώπων όπως οι Τσόρτσιλ, Λόιντ Τζορτζ, Μπίρκενχεντ… Όταν αναγκάστηκαν από τα γεγονότα να μπουν στη γωνία, όταν δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους να εξακολουθούν να αρνούνται την ανεξαρτησία, βάλθηκαν να χωρίσουν τη χώρα και να δώσουν την υποστήριξή τους σε εκείνους του κινήματος ανεξαρτησίας που ήταν προετοιμασμένοι να αφήσουν την οικονομική εξουσία στα ίδια χέρια με τα οποία η ‘πρώην’ εξουσία μπορούσε να κάνει ‘δουλειά’. Υπάρχει εδώ αυτό το μοτίβο που το βλέπεις να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά- αυτού του είδους η εκμετάλλευση από την άρχουσα τάξη, πώς διαφορετικά συμφέροντα συνασπίζονται υπό την απειλή του κοινού εχθρού και πώς τελικά και αναπόφευκτα αυτές οι αντιφάσεις οδηγούν στο ξεσκέπασμά τους… Είμαι σίγουρος ότι μπορείς να το δεις και σήμερα σε μέρη σαν το Ιράκ, όπου η αντίσταση στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία φέρνει κοντά πολλούς ανθρώπους που, όταν διώξουν τις δύο μεγάλες δυνάμεις, θα δουν ότι είναι περισσότερα αυτά που τους χωρίζουν…» – Κεν Λόουτς
«Το Μερίδιο των Αγγέλων» (The Angels’ Share – 2012)

Όταν ο Ronnie, ένας νεαρός από τη Γλασκώβη, αγκαλιάζει για πρώτη φορά το νεογέννητο γιο του Luke, ορκίζεται να του εξασφαλίσει μια καλύτερη μοίρα από τη δική του. Τα πράγματα όμως είναι δύσκολα καθώς ο νεοφώτιστος πατέρας εκτός από καταδικασμένος σε 300 ώρες κοινωνικής εργασίας για διάφορες αξιόποινες πράξεις, είναι εγκλωβισμένος στον κλοιό της ανεργίας και του περιθωρίου. Για καλή του τύχη όμως ανακαλύπτει ότι διαθέτει μια χαρισματική όσφρηση που του επιτρέπει να διακρίνει την υφή και τα αρώματα του ουίσκι κι έτσι του δίνεται η ευκαιρία που ζητούσε για να αλλάξει τη ζωή του.

Βραβευμένη με το Βραβείο Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών, η ταινία παρακολουθεί τις περιπέτειες ενός μικροαπατεώνα, ο οποίος καταδικάζεται από το δικαστήριο σε κοινωνική εργασία, αλλά το απροσδόκητο ταλέντο του στη γευσιγνωσία θα αποδειχτεί σωτήριο για την επανένταξή του. Πρωταγωνιστούν: Πολ Μπράνιγκαν, Τζον Χένσο, Γκάρι Μέιτλαντ, Τζασμίν Ρίγκινς, Γουίλιαμ Ρουέν, Ρότζερ Άλαμ, Τσάρλι Μακλίν.

«Στην πραγματικότητα, η κωμωδία συνήθως είναι η αλληλεπίδραση των ανθρώπων και οι απόπειρες τους, ή οι παρεξηγήσεις, δεν είναι φάρσα. Κατά μια έννοια είναι μια ιστορία με μερικά χαμόγελα, παρά μια κωμωδία από την αρχή μέχρι το τέλος. Σίγουρα δεν είναι κωμωδία, γιατί έχει μερικές σκοτεινές στιγμές. Οπότε η διαδικασία είναι η ίδια: πρόκειται για την προσπάθεια να ελευθερωθούν οι άνθρωποι, ή να μπορέσουν να ζήσουν ορισμένες εμπειρίες, και αν είναι αστείο καθώς ξετυλίγεται, τότε είναι αστείο. Αν είναι απότομο ή σκληρό τότε έτσι πρέπει να είναι και αν δεν είναι συμπονετικό τότε έτσι πρέπει να είναι. Ο στόχος είναι να υπάρχουν ειλικρινείς αντιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο. Τότε, αν στην πραγματική ζωή θα σε έκαναν να χαμογελάσεις, τότε σε κάνουν να χαμογελάσεις. Αν θα σε έκαναν να κλάψεις, σε κάνουν να κλάψεις ή να θυμώσεις.» – Κεν Λόουτς

«Jimmy’s Hall» (2014)

Το 1921, σε μια Ιρλανδία στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου, η αμαρτία του Τζίμι Γκράλτον ήταν να στήσει με δικά του χρήματα, μια αίθουσα χορού σ’ ένα αγροτικό σταυροδρόμι. Το Pearse – Connolly Hall ήταν ένα μέρος όπου οι νέοι της κοινότητας θα μπορούσαν να συγκεντρώνονται, να μαθαίνουν, να διαφωνούν, να ονειρεύονται… πάνω απ’ όλα όμως να χορεύουν και να διασκεδάζουν. Με τη δημοτικότητα της αίθουσας να αυξάνεται, ο χαρακτήρας της κοινοκτημοσύνης και της ανθρώπινης αλληλεγγύης, σε συνδυασμό με το ελεύθερο πνεύμα που προήγαγε, δε θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα από την Εκκλησία και τους πολιτικούς, οι οποίοι αντιδρούν και απαντούν με βία, αναγκάζοντας τον Τζίμι να φύγει από την περιοχή και την αίθουσα να κλείσει.

Μια δεκαετία αργότερα, κατά την κορύφωση της μεγάλης οικονομικής κρίσης, ο Τζίμι επιστρέφει στη γενέτειρά του από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με στόχο να φροντίσει τη μητέρα του και να ζήσει μια ήσυχη ζωή καλλιεργώντας το οικογενειακό χωράφι, μακριά από μπλεξίματα με την εξουσία. Υπολόγιζε όμως χωρίς τους κατοίκους που είχαν μείνει πίσω, παλιούς φίλους αλλά και τη νεολαία που έχει μεγαλώσει με τις αναφορές στο όνομά του. Ο κοινός σκοπός της επαναλειτουργίας της αίθουσας θα ενώσει εκ νέου την κοινότητα, βάζοντάς τόσο τον Τζίμι όσο και την πρωτοβουλία του, ξανά στο στόχαστρο της εκκλησίας και των πολιτικών προυχόντων. Οι έχοντες την εξουσία για μία ακόμα φορά δεν βλέπουν με συμπάθεια το όλο εγχείρημα, φοβούμενοι παράλληλα τη δημοφιλία του Τζίμι και αποφασίζουν να αντιδράσουν με τον μόνο τρόπο που γνωρίζουν, τη βία…

O σπουδαίος δημιουργός, Κεν Λόουτς, μας διηγείται μία συγκλονιστική, αληθινή ιστορία που διαδραματίζεται στην Ιρλανδία του 1921 και στον απόηχο του εμφυλίου. Αν και ταινία εποχής, η αξία του «Jimmy’s Hall» είναι διαχρονική και τα μηνύματα της πιο επίκαιρα από ποτέ. Σε συνεργασία με τον σπουδαίο σεναριογράφο Πολ Λάβερτι, ο Λόουτς παρουσιάζει μία ανθρώπινη και συγκινητική ταινία, με πολιτικά μηνύματα, αναδεικνύοντας παράλληλα τον προσωπικό αγώνα, την αυτοθυσία και την αλληλεγγύη. Μέσα στην «αίθουσα του Jimmy», οι πρωταγωνιστές της ταινίας χορεύουν σε ήχους τζαζ και σουίνγκ, γελούν και διασκεδάζουν, εκφράζοντας έτσι την ελευθερία του πνεύματος, αλλά και της ζωής.

Στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο Tvxs.gr, o Πολ Λάβερτι (Paul Laverty), είχε δηλώσει σχετικά με την ταινία: «Μέσα από τον Τζίμι Γκράλτον, παρακολουθούμε παράλληλα και πως άλλαξε γενικότερα η Ιρλανδία τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Είναι πραγματικά ένας υπέροχος χαρακτήρας. Ελεύθερο πνεύμα, γεμάτος από ενέργεια που πολέμησε με συνέπεια στα πιστεύω του, για μία ελεύθερη κοινωνία όπου ο καθένας θα έχει το δικαίωμα να εκφράζει την άποψη του χωρίς να διώκεται. Νομίζω ότι αυτή είναι μία πολύ σημαντική και διαχρονική αξία… Και βέβαια με ενδιαφέρει ιδιαίτερα να δω τις αντιδράσεις του Ελληνικού κοινού απέναντι στην ταινία. Μία Ελλάδα που πιέζεται από παντού και όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο.»

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ