Βίκυ Μοσχολιού: Το παντοτινό «αστέρι» που γεννήθηκε 78 χρόνια πριν…


“Έχω ζήσει μεγάλη δόξα. Στις πρεμιέρες μου έκλειναν οι δρόμοι…Τα τραγούδια, όλα αυτά που είπα, ήταν μεγάλες στιγμές” είχε εξομολογηθεί σε συνέντευξή της η αείμνηστη Βίκυ Μοσχολιού. Η τραγουδίστρια με την βραχνάδα στη φωνή, έμελλε να γράψει μεγάλη ιστορία στα μονοπάτια του τραγουδιού. Η ερμηνεία της θα αγγίζει πάντα τις καρδιές μας.

Αν ζούσε, θα γινόταν (17/5) αύριο 78 χρόνων. Δυστυχώς έφυγε νωρίς. Ήταν μόνο 62. Από τα 20 της χρόνια όμως, ξεκίνησε το ταξίδι της στη μουσική, γράφοντας ιστορία.

Η φωνή της θα μείνει αθάνατη στον χρόνο να μας συγκινεί… Να μας ταξιδεύει σε μια εποχή που μεγαλούργησαν στιχουργοί, συνθέτες και ερμηνευτές.

Σε εκείνη την περίοδο που θα μείνει με χρυσά γράμματα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.

“Ευχαριστώ τον Θεό, που μου έδωσε αυτό το δώρο, την φωνή… Ευχαριστώ τους συνθέτες που μου έδωσαν αυτά τα υπέροχα τραγούδια” είχε πει σε συνέντευξή της.

Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης την χαρακτήρισε ως «Κοτοπούλη του ελληνικού τραγουδιού», διακρίνοντας έτσι την βαθιά θεατρικότητα και υποκριτική ευελιξία την οποία κατείχε η τραγουδίστρια.

Αν και δεν συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι, συναντήθηκαν στο Λονδίνο για την βιντεοσκόπηση μίας εκπομπής για το BBC. Ήταν τα χρόνια της δικτατορίας. Πήγε μαζί με τον Γιώργο Κατσαρό στο Λονδίνο και ερμήνευσε τα τραγούδια του μεγάλου μουσικοσυνθέτη.

Η σημαδιακή στιγμή στη καριέρα της

Όλα ξεκίνησαν…το 1964, όταν o σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος γύριζε την ταινία «Λόλα». Xρειαζόταν μία τραγουδίστρια για να ερμηνεύσει το τραγούδι της σκηνής, στην οποία ο Άρης (Νίκος Κούρκουλος), το πιο γρήγορο μαχαίρι της Τρούμπας, αποφυλακίζεται και επιστρέφει για να ξαναπάρει το κορίτσι του, τη Λόλα (Τζένη Καρέζη) και να εκδικηθεί τους μάγκες που τον είχαν «καρφώσει».

Η Βίκυ Μοσχολιού τότε ήταν μια άσημη τραγουδίστρια, και δούλευε σε ένα μαγαζί της Λ. Συγγρού στην «Τριάνα».

Εκείνη την εποχή οι τραγουδίστριες δεν είχαν κεντρικό ρόλο στο πάλκο, αλλά κάθονταν στην καρέκλα δίπλα στα άλλα μέλη της λαϊκής ορχήστρας για να πουν ένα-δυο τραγούδια.

Σε αυτό το μαγαζί ένα χάραμα, μετά το νυχτερινό γύρισμα, βρέθηκε ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος μαζί με τον φροντιστή της Φίνος Φιλμ, Παντελή Παλιεράκη.

Κάθισαν στο μπαρ και παρήγγειλαν ένα ποτό. Έπεσαν ακριβώς στη στιγμή, που πάνω στο πάλκο τραγουδούσε η άγνωστη Μοσχολιού.

Η Βίκυ Μοσχολιού τότε ήταν μια άσημη τραγουδίστρια, και δούλευε σε ένα μαγαζί της Λ. Συγγρού στην «Τριάνα»

-Ποια είναι αυτή; Ρώτησε ο Δημόπουλος τον Παλιεράκη.

-Δεν ξέρω…

-Να μου τη φέρεις αύριο στο γραφείο μου, είπε ο Δημόπουλος.

Σε δέκα μέρες έγινε η ηχογράφηση του τραγουδιού του Σταύρου Ξαρχάκου «Χάθηκε το φεγγάρι» σε στίχους Βαγγέλη Γκούφα και ερμηνεύτρια τη Βίκυ Μοσχολιού.

Το τραγούδι ήταν έτοιμο, αλλά έπρεπε να γυριστεί και η σκηνή.

Το ντεκόρ είχε στηθεί στο προαύλιο των στούντιο της Φίνος Φιλμς, έξω από το τσιμεντάδικο «Άτλας» με την ψηλή καμινάδα.

Ήταν ένα σκηνικό στους Αγ. Αναργύρους, που έμοιαζε πολύ με έναν τυπικό δρόμο της Τρούμπας. Τα γυρίσματα έπρεπε να γίνουν νύχτα, επειδή το ντεκόρ, λόγω μεγέθους, δεν μπορούσε να χωρέσει στο μικρό τότε πλατό της Φίνος.

Τη νύχτα όμως, η Μοσχολιού δούλευε. Έτσι, προγραμματίστηκε το γύρισμα να γίνει στις πέντε το πρωί, όταν σχόλαγε από την «Τριάνα».

Ο σκηνοθέτης πήρε τη Μοσχολιού από το χέρι και την ανέβασε από μια εσωτερική σκάλα. Έφτασαν σε ένα ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο. Βέβαια, σπίτι και παράθυρο δεν ήταν αληθινά, αλλά τεχνητά, μέρος της σκηνογραφίας.

Κυρ Ντίνο δεν έχει ταβάνι το σπίτι; ρώτησε η Βίκυ, κοιτάζοντας έκπληκτη το ντεκόρ, που απ’ έξω ήταν σοβαντισμένο, αλλά από μέσα ήταν κόντρα-πλακέ.

-Όχι, απάντησε ο Δημόπουλος, που πρώτη φορά άκουσε κάποιον να τον αποκαλεί «κυρ Ντίνο». Εσύ θα κάθεσαι εδώ, στο παράθυρο και θα κοιτάς απέναντι.

-Που θα κοιτάω;

-Απέναντι, μακριά, όπου θέλεις…

-Την καμινάδα;

– Άμα θες, την καμινάδα.

-Και τι θα κάνω;

– Θα κουνάς τα χείλη σου, ακούγοντας τη φωνή σου από το μαγνητόφωνο.

– Και δεν θα τραγουδάω;

-Θα κάνεις πως τραγουδάς.

– Κατάλαβα…

Πρώτη πρόβα με λάθη. Δεύτερη πρόβα επίσης. Στην τρίτη πρόβα, άρχισε να χιονίζει.

Η Μοσχολιού ανεβασμένη εκεί, πάνω στο παράθυρο, 6.30 το πρωί, άρχισε να τουρτουρίζει.

-Κυρ Ντίνο, κρυώνω. Θ’ αργήσουμε;

Το γύρισμα διακόπηκε για την άλλη μέρα. Δεύτερη μέρα, τέταρτη προσπάθεια στις πέντε το πρωί, αλλά η πρωινή βροχή είχε διαφορετική γνώμη.

Τελικά, το πλάνο ολοκληρώθηκε την τρίτη νύχτα, τη στιγμή που πίσω από τον Υμηττό σπίθιζε το πρώτο χλωμό χαμόγελο του χειμωνιάτικου ήλιου της Αθήνας του ΄64.

Άξιζε όμως τον κόπο. Τρία ξενύχτια για ένα πλάνο.

Τρία ξενύχτια χρειάστηκαν για να γεννηθεί μια απ τις μεγαλύτερες Ελληνίδες ερμηνεύτριες. Γιατί η Βίκυ Μοσχολιού δεν τραγουδούσε. Ερμήνευε…

Αυτή ήταν η τελευταία σκηνή της “Λόλας” και η πρώτη σημαντική εμφάνιση της Μοσχολιού που την έκανε γνωστή σε όλη την Ελλάδα.

Η ερμηνεία της ήταν συγκλονιστική…Αν και το πλάνο ήταν μακρινό, αυτή η χροιά της φωνής της, σε αυτό το υπέροχο τραγούδι, ήταν η αρχή μιας μεγάλης καριέρας.

“Στην πρεμιέρα, ήταν Φεβρουάριος 1964, είχε μαζευτεί κόσμος-λαός…Είχα πάει με τον Μίμη Δομάζο. Ήμασταν αρραβωνιασμένοι τότε. Περιμέναμε στην ουρά. Βλέπαμε την ταινία. Πρώτη φορά είδα τον εαυτό μου στο πανί. Όταν με είδα, ντρεπόμουν. Νόμιζα πως δεν ήμουν καλή. Έκλεινα και τα μάτια του Δομάζου… Άκουγα ψιθύρους γύρω μου. Ποια είναι; H Mουσχούρη; Οχι δεν είναι η Μούσχουρη. Είναι άλλη. Στο δεύτερο στίχο άρχισαν να χειροκροτούν.” είχε πει σε συνέντευξή της στην Έλενα Ακρίτα.

Η σκηνή αυτή, την ημέρα της πρεμιέρας, είχε τόση μεγάλη επιτυχία, που την έβαλαν να παίξει δύο φορές.

Από τότε ξεκίνησαν όλα…

Τα παιδικά χρόνια

Γεννήθηκε στις 17 Μαΐου 1943 στο Μεταξουργείο (Αθήνα). Εζησε τα παιδικά της χρόνια στο Αιγάλεω. Χρόνια στερημένα, αλλά γεμάτα αγάπη και μουσική, καθώς ο πατέρας της δεν αποχωριζόταν το γραμμόφωνο και την πλούσια συλλογή του από λαϊκά δισκάκια της εποχής.

Για να βοηθήσει την οικογένεια της, δεκατριάχρονο κοριτσάκι ακόμα, πιάνει δουλειά σε εργοστάσιο ως κορδελιάστρα.

Πάντα, όμως, είτε ανάμεσα στις κλωστές και τα καρούλια, είτε στις ανθισμένες μυγδαλιές της Αγίας Βαρβάρας, η Βίκυ έχει ένα τραγούδι στο στόμα.

Οι αυστηρών αρχών γονείς της, όμως, δεν της επιτρέπουν να δουλέψει νύχτα.

Ξεκίνησε την καριέρα της το Πάσχα του 1962 στην «Τριάνα» του Χειλά δίπλα στο Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα.

Συνέχισε την πορεία της με συνεργασίες, μεταξύ άλλων, με το Γιώργο Ζαμπέτα, το Γιώργο Κατσαρό, τον Άκη Πάνου, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, το Δήμο Μούτση, τον Βασίλη Τσιτσάνη, το Μίμη Πλέσσα, το Γιάννη Σπανό, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Τάκη Μουσαφίρη, τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον Σπύρο Παπαβασιλείου, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Ζώρζ Μουστακί, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και τον Σταμάτη Κραουνάκη αλλά και με στιχουργούς όπως ο Μάνος Ελευθερίου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, η Λίνα Νικολακοπούλου, ο Νίκος Γκάτσος, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης.

Τρεις μήνες μετά την επιβολή της Δικτατορίας του 1967, στις 13 Ιουλίου 1967, η Βίκυ Μοσχολιού μαζί με τον Γρ. Μπιθικώτση τραγούδησαν στο νυκτερινό κέντρο «Δειλινά» (Αθήνα), σε πρώτη δημόσια εκτέλεση, τον Ύμνο της 21ης Απριλίου, «Μέσα στ΄ Απρίλη τη γιορτή», (στίχοι Η. Καραμανέα και μουσική Α. Ρεμούνδου), σε εκδήλωση του τότε Ρ/Σ της ΥΕΝΕΔ υπό την καλλιτεχνική παρουσίαση του Γ. Οικονομίδη.

“Αυτόν που θαύμαζα πάντα πάρα πολύ, ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Με αυτόν ξεκίνησα να τραγουδάω” είχε πει η ίδια.

Επίσης, κατά τη Στρατιωτική δικτατορία συμμετείχε στους χουντικούς εορτασμούς της επετείου της 21ης Απριλίου στο Παναθηναϊκό Στάδιο ανάμεσα σε άλλους ηθοποιούς και τραγουδιστές.

Οι κυριότερες εμφανίσεις της έγιναν στον «Ζυγό» και το «Zoom» της Πλάκας στο πλευρό του Δήμου Μούτση, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας της είχε δώσει συναυλίες, ενώ εμφανίστηκε και στις βασιλικές αυλές της Ελλάδας, της Περσίας και της Ιορδανίας.

Στα τραγούδια της που έγιναν επιτυχίες συγκαταλέγονται τα: «Πάει, πάει», «Αλήτη», «Έτσι είν’ η ζωή», «Τα Ξημερώματα», «Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ», «Θα κλείσω τα μάτια», «Δεν κλαίω για τώρα», «Ναύτης βγήκε στη στεριά», «Τα δειλινά», «Οι μετανάστες», «Άνθρωποι μονάχοι». Δύο επιτυχίες της έδωσαν το όνομά τους σε νυκτερινά κέντρα της Αθήνας, τα «Δειλινά» και τα «Ξημερώματα».

Η τελευταία της δισκογραφική δουλειά ήταν σε τραγούδια των Δημήτρη Παπαδημητρίου, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Δήμητρας Γαλάνη, Γιάννη -Μπάχ- Σπυρόπουλου, Παντελή Θαλασσινού, κ.α.

Ο γάμος με τον Δομάζο

Την Πρωτομαγιά του 1967 παντρεύτηκε τον ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού Μίμη Δομάζο με κουμπάρο τον στρατιωτικό της Χούντας Ιωάννη Λαδά.

«Το φθινόπωρο του ’63 η Βίκυ επέστρεψε στην «Τριάνα» για τη χειμερινή σεζόν με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Γιώργο Ζαμπέτα», γράφει η φίλη και έμπιστή της Αρετή Γκόρντον, στο βιβλίο «Θυμάμαι την Βίκυ Μοσχολιού». «Εκείνη την εποχή μπήκε στη ζωή της ο Δομάζος».

Μόλις 21 χρονών ο Μίμης Δομάζος ήταν το ίνδαλμα των φιλάθλων του Παναθηναϊκού -ένα εξαιρετικό ταλέντο, που είχε καταπλήξει τους πάντες. Δυνατός, όμορφος, γόης και bon vivant. Τη Μοσχολιού, που δεν είχε κλείσει ακόμα τα 20, λίγοι την ήξεραν. Δεν είχε ακόμα δισκογραφία.

«Πήγαν στο μαγαζί μαζί με τον Παπαεμμανουήλ, τον Βαγγέλη Πανάκη, τον Λινοξυλάκη, τα μεγάλα αστέρια της χρυσής εποχής του Παναθηναϊκού και της ζήτησαν να τους κάνει παρέα. Όχι φυσικά για κονσομασιόν! Αυτή ήταν η πρώτη τους γνωριμία. Δυό μέρες αργότερα ξανάρθε ο Μίμης με δυό φίλους του….».

Τη συνάντησή τους, θα περιέγραφε χρόνια αργότερα η ίδια η Βίκυ, στην Έλενα Ακρίτα, στην εκπομπή «Φώτα Πορείας».

«Εγώ ήθελα να πάω να του μιλήσω, αλλά ντρεπόμουν. Στο πρόγραμμά μας ήταν δύο κορίτσια, οι αδερφές Γεωργούλη, που ήταν πολύ πιο θαρραλέες από μένα. Τις πιάνω και τους λέω ότι και εγώ θέλω να κατέβω στο τραπέζι του Μίμη. “Θα κάνω πως πάω αλλού και όταν είμαι κοντά στο τραπέζι σας, θα με φωνάξετε στην παρέα σας”. Έλα όμως που δεν με φωνάζουν και αναγκάζομαι να βγω έξω από το μαγαζί! Μπαίνοντας ξανά στο μαγαζί, επιτέλους με φώναξαν τα κορίτσια να πάω να κάτσω. Ο Μίμης εμένα ήθελε. Είχε καταλάβει τι είχε γίνει και γέλαγε. Από εκεί και πέρα ερχόταν τακτικά στην «Τριάνα».

Και η Βίκυ -πιτσιρίκα, άμαθη, και βαθιά ερωτευμένη- όποτε τον έβλεπε, τα έχανε. Μια βραδιά, λένε, τη σήκωσε ο Ζαμπέτας να τραγουδήσει τα «Παιδιά του Πειραιά». Σηκώθηκε, έστησε το μικρόφωνο και πάνω που άρχισε να τραγουδάει, να και ο Δομάζος στην πόρτα, να την κοιτάει. Ντράπηκε. «Γιώργο, θα καθίσω» είπε στον Ζαμπέτα κι εκείνος της απάντησε: «Άντε με τον μπαλαδόρο σου, άντε τραγούδα!».

Τον άκουσε. Σε λίγους μήνες, θα έκανε το «ντεμπούτο» της, στην ταινία «Λόλα», τραγουδώντας το «Χάθηκε το φεγγάρι», των Ξαρχάκου – Γκούφα και ο κόσμος θα μάθαινε το όνομά της και θα την χειροκροτούσε ενθουσιασμένος μες στα συνοικιακά σινεμά. Η καριέρα της, απογειωνόταν…

To ’66 -και παρότι το σπίτι που έχτιζαν στο Λυκαβηττό, δεν ήταν ακόμα έτοιμο- η Βίκυ και ο Μίμης αποφάσισαν να παντρευτούν. Η είδηση, όπως είναι φυσικό, έγινε πρώτο θέμα στις κοσμικές στήλες εφημερίδων και περιοδικών, που ασχολούνταν μήνες ολόκληρους με τις λεπτομέρειες της προετοιμασίας του ζευγαριού -με εξαίρεση την Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ, η Μοσχολιού και ο Δομάζος ήταν τότε τα μεγαλύτερα λαϊκά είδωλα.

Όλοι ήθελαν μερίδιο από τη λάμψη, τον έρωτα, τη χαρά τους. Με έξαψη, σχεδόν, οι αναγνώστριες μάθαιναν πως τo νυφικό της Βίκυς -ένα όνειρο από λευκή κεντημένη δαντέλα, με μακρύ βέλο- θα ήταν δώρο του περιοδικού «ΝΤΟΜΙΝΟ».

Και ξαφνικά, μια πολιτική τραγωδία: το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Ο γάμος είχε προγραμματιστεί για τον Μάιο, αλλά το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα, ήταν βαρύ, η χώρα ολόκληρη στον «γύψο». Λέγεται, πως όταν η Βίκυ άκουσε ότι η Χούντα θα απαγόρευε τις συγκεντρώσεις, αναρωτήθηκε με αφέλεια «Καλά, εγώ πώς θα παντρευτώ;».

Παρ’όλα αυτά, ο πιο κοσμικός γάμος της χρονιάς έγινε την Πρωτομαγιά του 1967, στην Μητρόπολη Αθηνών, με κουμπάρο τον Τάκη Β.Λαμπρόπουλο, το μεγάλο «αφεντικό» της COLUMBIA.

Όπως αποδείχτηκε, η Βίκυ είχε δίκιο να ανησυχεί. Ώρες πριν ξεκινήσει το μυστήριο, πάνω από 30.000 άνθρωποι -δημοσιογράφοι, θαυμαστές, περίεργοι- κατέκλυσαν την περιοχή, από το Σύνταγμα ως τη Μητρόπολη!

Ανήσυχος μήπως η κατάσταση βγει εκτός ελέγχου, ο παπάς τηλεφώνησε στη Βίκυ και στον Μίμη και τους παρακάλεσε να κάνουν το μυστήριο νωρίτερα -στις 6, αντί για τις 8, όπως ήταν προγραμματισμένο- αλλά η νύφη δεν ήταν ακόμα έτοιμη. Tελικά, ο γάμος δεν έγινε ούτε στις 8, μιας και η Βίκυ- αφού έφτασε με μεγάλη δυσκολία στην εκκλησία- δεν μπορούσε να βγει από το αυτοκίνητο (!), που ήταν περικυκλωμένο ασφυκτικά, από κόσμο.

Ήταν τέτοιο το πλήθος, που παραλίγο νύφη και γαμπρός να μην συναντηθούν. Όταν πλησίασε τον Μίμη -θα διηγούνταν, αργότερα, η Μοσχολιού- το «κύμα» που είχε δημιουργήσει η λαοθάλασσα, πήγαινε εκείνη από την μια μεριά και τον Δομάζο από την άλλη. Ευτυχώς, βρέθηκε δίπλα της ένας φίλος της παλαιστής, ο οποίος της άνοιξε το δρόμο και την πήγε σχεδόν σηκωτή στην εκκλησία, όπου επικρατούσε το αδιαχώρητο. Ο κόσμος, στριμωχνόταν, ανέβαινε σε καρέκλες, άνθρωποι κρέμονταν σαν τσαμπιά, από τον γυναικωνίτη, προκειμένου να δουν τη νύφη (σ.σ. το ζευγάρι, κλήθηκε αργότερα να πληρώσει πάνω από 15.000 δραχμές, ώστε να αποκατασταθούν οι ζημιές που έγιναν στον ναό…). Από το πολύ σπρώξιμο, στη διάρκεια του μυστηρίου, η Βίκυ έχασε τη βέρα της -γεγονός που, όταν μαθεύτηκε, θεωρήθηκε μεγάλη γρουσουζιά. Ευτυχώς, την επόμενη μέρα, κάποιος την βρήκε και της την επέστρεψε.

Όπως είναι ευνόητο, οι 7.000 μπομπονιέρες -λευκές, χαριτωμένες, με ένα κλειδί του σολ και ένα τριφύλλι -δεν έφταναν για όλους. Στο τέλος, τα κορίτσια που τις μοίραζαν, αναγκάστηκαν να αρχίσουν να τις πετάνε στον αέρα, προκειμένου να γλιτώσουν από την μανία του πλήθους! (Από την άλλη κιόλας μέρα, κάποιες πουλιούνταν στο Μοναστηράκι, στη μαύρη αγορά, σε εξωφρενικές τιμές… ). Το γλέντι του γάμου, έγινε στα «Δειλινά», το νυχτερινό κέντρο που τραγουδούσε η νύφη και κράτησε ως το πρωί

Αυτό που κανείς δεν ήξερε -κανείς, εκτός από τους νεόνυμφους- ήταν πως η Βίκυ ήταν ήδη έγκυος. Το μυστικό της αποκαλύφθηκε μερικούς μήνες αργότερα, μες στο καλοκαίρι. Ένα βράδυ, ο Μπιθικώτσης -με τον οποίο τραγουδούσαν τότε μαζί στα «Δειλινά»- κατεβαίνοντας κεφάτος από την πίστα, την είδε ξαφνικά μπροστά του, την άρπαξε και τη σήκωσε στον αέρα. Η Βίκυ, η οποία ήταν τότε ήδη 7 μηνών, φοβήθηκε και άρχισε να φωνάζει: «Το μωρό μου! Το μωρό μου! Άφησέ με κάτω!». Άρχισε να φωνάζει και ο κόσμος, ο Μπιθικώτσης την κατέβασε, εκείνη έπεσε γελώντας στην αγκαλιά του Μίμη κι όλο το μαγαζί ξέσπασε σε ένα ηχηρό χειροκρότημα.

Στις 15 Οκτωβρίου του 1967, η Βίκυ έφερε στον κόσμο την πρώτη κόρη της, την Ράνια της. Τραγουδούσε κάθε βράδυ, μέχρι να γεννήσει και δέκα μέρες μετά τη γέννα επέστρεψε στην πίστα -δεν μπορούσε να διανοηθεί πως το μαγαζί μπορεί να έκλεινε και να έμενε κόσμος άνεργος ή απλήρωτος, εξαιτίας της. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου του 1968, γεννήθηκε η Βαγγελίτσα της. Και στις 14 Μαϊου του 1973 , ένα ακόμα παιδί, -ένας γιός που δεν έζησε. Η Βίκυ μπήκε στο μαιευτήριο στον όγδοο μήνα γιατί είχε πόνους και η μαία προκάλεσε πρόωρο τοκετό. Γεννήθηκε ένα αγοράκι, το οποίο έπρεπε να μπει σε θερμοκοιτίδα. Θερμοκοιτίδα, όμως, δεν υπήρχε τότε σε όλα τα μαιευτήρια -χρειάστηκε να τρέξει ο Δομάζος και να πάρει μία από το Παίδων. Ο χρόνος που μεσολάβησε μέχρι να πάει και να γυρίσει, αποδείχτηκε μοιραίος. Τρείς μέρες αργότερα έχασαν το μωρό τους, αφού πρόλαβαν και το «αεροβάφτισαν» Αλέξανδρο. Ο χαμός του, τους στοίχισε πολύ.

Η είδηση του διαζυγίου τους, το ’78 έσκασε σαν βόμβα, δίνοντας τροφή στα λαϊκά έντυπα, και σε ένα γαϊτανάκι από φήμες και φτηνά κουτσομπολιά -για απιστίες, για καυγάδες που είχαν ως αιτία τον διαφορετικό τρόπο ζωής του ζευγαριού. Η Μοσχολιού και ο Δομάζος, αντιμετώπισαν όλη αυτή την επώδυνη ιστορία με ευγένεια, αξιοπρέπεια και σιωπή. Προχώρησαν τις ζωές τους, έκαναν άλλες σχέσεις -εκείνος ξαναπαντρεύτηκε- έμειναν φίλοι. «Δεν είχαμε προβλήματα. Το μόνο μου πρόβλημα ήταν το δικό μου… Δηλαδή ότι τον αγαπούσα πολύ τον άντρα μου, ήταν η πρώτη μου αγάπη και δεν τον χαιρόμουν» , θα εξηγούσε η Βίκυ το 2002 στο Music Corner «Μια βδομάδα με τον Παναθηναϊκό στο ξενοδοχείο, μετά άλλη μια βδομάδα με την Εθνική στο ξενοδοχείο, δεν προλάβαινα να τον δω…». Κι άλλοτε, τις σπάνιες φορές που αναφερόταν στο γάμο τους, παρατηρούσε με πικρία πως, τελικά, η «κακοσημαδιά» από το πέσιμο της βέρας, βγήκε αληθινή…

Έφυγε από τη ζωή το 2005 από καρκίνο, σε ηλικία 62 ετών στο σπίτι της στους Θρακομακεδόνες.

ΠΗΓΗ: ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ/wikipedia/Βιβλίο- Αυτοβιογραφία της Β. Μοσχολιού με την υπογραφή της Αρετής Γκόρντον και τίτλο «Θυμάμαι την Βίκυ Μοσχολιού».

Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.



Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ