Εθνική Πινακοθήκη: Την Τετάρτη στον ανακριτή ο 49χρονος – Τι είπε στην προανακριτική του απολογία


Ανακουφισμένος για την αποκάλυψη της αλήθειας και μετανιωμένος για την πράξη του φέρεται να εμφανίστηκε ο 49χρονος που ομολόγησε ότι έκλεψε πίνακες του Πικάσο και του Μοντριάν από την Εθνική Πινακοθήκη πριν από 9 χρόνια.

Ο κατηγορούμενος θα οδηγηθεί αύριο το πρωί στον ανακριτή Αθανάσιο Μαρνέρη. Η κατηγορία που αντιμετωπίζει είναι διακεκριμένη περίπτωση κλοπής κατά συναυτουργία, τετελεσμένη και σε απόπειρα πραγμάτων καλλιτεχνικής σημασίας που βρίσκονταν σε συλλογή εκτεθειμένα σε κοινή θέα και σε δημόσιο κτίριο.

«Έχω μετανιώσει σκληρά. Δηλώνω την πλήρη μεταμέλεια μου. Ξέρω ότι θα τιμωρηθώ αλλά ζητώ επιείκεια» φέρεται να είπε στους αστυνομικούς ο 49χρονος κατηγορούμενος, λέγοντας πως ξέσπασε σε κλάματα όταν οι αστυνομικοί βρήκαν τους πίνακες έπειτα από υπόδειξη του. «Έπεσα στο έδαφος ευχαριστώντας τους. Τόσο μεγάλος ήταν ο καημός μου να τους επιστρέψω» είπε σύμφωνα με πληροφορίες στην προανακριτική του κατάθεση.

Περιγράφοντας το πως διέπραξε τη κλοπή, είπε στους αστυνομικούς ότι θέλει να αποκαλύψει τα πάντα γιατί… έχει χάσει τον ύπνο του, ενώ ζήτησε να δείξουν κατανόηση γιατί έχουν περάσει 9,5 χρόνια και έχει περάσει κάποια προβλήματα υγείας.

«Σκοπός μου είναι να συνεργαστώ απόλυτα με τις αρμόδιες αρχές ώστε να ανακτηθούν πλήρως οι πίνακες. Έχω μετανιώσει πάρα πολύ για την πράξη μου. Από πάντα με ενδιέφεραν τα έργα τέχνης. Έκανα συνεχείς επισκέψεις στην Εθνική Πινακοθήκη και απέκτησα οικειότητα με τα έργα και τον χώρο μέχρι που πίστεψα ότι ένα από αυτά μπορεί να γίνει δικό μου. Αυτές οι σκέψεις με βασάνιζαν δυο χρόνια περίπου και με οδήγησαν να κάνω το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου» φέρεται να είπε στην προανακριτική του κατάθεση.

Έξι μήνες προετοίμαζε τις κινήσεις του ο 49χρονος, που αποκάλυψε ότι έκανε πολλές επισκέψεις στην πινακοθήκη και λόγω της ενασχόλησης του με τα οικοδομικά υλικά κατάφερε να ερευνήσει και να διακρίνει σε ποια σημεία ο τοίχος ήταν τσιμεντένιος και που υπήρχε γυψοσανίδα. «Καθόμουν ώρες στο εσωτερικό παρατηρώντας όχι μόνο τα έργα τέχνης αλλά και τη διαμόρφωση του χώρου τη συμπεριφορά των φυλάκων, πού υπήρχαν παράθυρα, κάμερες. Επίσης το ίδιο έκανα και στον περιβάλλοντα χώρο. Έπαιρνα καφέ και καθόμουν για ώρες γύρω από την πινακοθήκη. Δεν θυμάμαι πόσες βραδιές καθόμουν κρυμμένος στα φυτά και παρατηρούσα τους φύλακες. Μπορεί να το είχα κάνει και πάνω από 50 φορές μόνο το τελευταίο εξάμηνο πριν από την κλοπή» εξήγησε.

Με αυτό τον τρόπο ο 49χρονος κατάφερε να εντοπίσει τα «κενά» των συστημάτων ασφαλείας της πινακοθήκης, ενώ κατέγραψε τις συνήθειες των φυλάκων, σημειώνοντας ακόμη και το ποιος έβγαινε στον κήπο για να καπνίσει. «Ήξερα ότι είχαν μειωθεί τον τελευταίο καιρό λόγω της οικονομικής κρίσης, ήξερα ότι υπήρχε και συναγερμός. Έτσι, αποφάσισα να κάνω την κλοπή. Δεν είχα αποφασίσει ποιο έργο θα έπαιρνα αλλά μόνο ότι ήθελα να πάρω κάποιο. Πήγα στο Μοναστηράκι, αγόρασα μαύρες αρβύλες, υφασμάτινα γάντια, μαύρο παντελόνι, ένα μαύρο μπλουζάκι, μια μαύρη κουκούλα που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια και ένα μαύρο σάκο.Από τα οικοδομικά μου εργαλεία χρησιμοποίησα ένα σφυρί, ένα σιδερένιο καλέμι και ένα κοπίδι» περιέγραψε.

Ο κατηγορούμενος διάλεξε -όπως είπε- τυχαία την ημέρα που θα προέβαινε στην κλοπή, ενώ περίπου στις 9 το βράδυ εκείνης της ημέρας ντύθηκε κατάλληλα σε μια ξύλινη αποθήκη κοντά στην πινακοθήκη και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. «Ανέβηκα στο τοιχίο και με τα χέρια μου προσπάθησα να ανοίξω τα φύλλα της μπαλκονόπορτας. Στην δεύτερη ή τρίτη προσπάθεια κατάλαβα ότι οι μπαλκονόπορτες ήταν ανασφάλιστες και θα άνοιγαν αν τραβούσα πιο δυνατά. Μόλις κουνήθηκε λίγο η μπαλκονόπορτα ακούστηκε ένα μπιπ το οποίο κατάλαβα ότι θα καλούσε το φύλακα. Ήξερα ότι εκείνη την ώρα ήταν μόνο ένας φύλακας. Έτσι, ξαναένωσα τα δυο φύλλα που είχαν ανοίξει περίπου δυο εκατοστά και πήγα στο παράθυρο. Έβγαλα το σφυρί, έσπασα το τζάμι δημιουργώντας μια τρύπα γνωρίζοντας ότι έχω χρόνο να το κάνω αφού ήξερα πόσο χρόνο χρειάζεται ο φύλακας για να έρθει. Μετά από λίγο άκουσα και τον φύλακα να βαδίζει στο εσωτερικό».

Η περιγραφή του 49χρονου θυμίζει ταινία, αφού πήδηξε μάντρες, τοίχος, έσπασε τζάμια, κορόιδεψε τον φύλακα και έκανε ακόμη και διάλειμμα! «Αρχικά σκέφτηκα ότι δεν θα καταφέρω να περάσω στο χώρο με τα εκθέματα. Μάζεψα το σάκο, πήδηξα στο εξωτερικό τοιχίο και βγήκα στο πεζοδρόμιο της Βασιλέως Κωνσταντίνου. Βάδισα λίγα μέτρα προς τα κάτω και μπήκα στην αυλή πηδώντας τον τοίχο. Κάθισα σε κάτι τραπεζάκια, δίπλα σε ένα σπιτάκι και κάπνισα μερικά τσιγάρα. Τα αποτσίγαρα τα μάζεψα σε ένα σακουλάκι» περιέγραψε.

Όταν έπειτα από 20 λεπτά επέστρεψε στο σημείο, άνοιξε και πάλι την μπαλκονόπορτα κάνοντας το συναγερμό να χτυπήσει. Ο φύλακας επέστρεψε ξανά αλλά φαίνεται πως δεν μπορούσε να δει την ελαφρώς ανοιχτή μπαλκονόπορτα. «Θεώρησα ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και έβριζε μόνος του γιατί δεν μπορούσε να βρει τι συμβαίνει αφού δεν έβλεπε την μπαλκονόπορτα. Τότε αποφάσισα ότι εκνευρίζοντας τον φύλακα είναι ο καλύτερος τρόπος να πραγματοποιήσω την κλοπή κάνοντας τον να πιστέψει ότι υπάρχει τεχνικό πρόβλημα στις ζώνες του συναγερμού. Έτσι επανέλαβα την ίδια διαδικασία αρκετές φορές. Ανοιγόκλεινα την μπαλκονόπορτα χωρίς να μπαίνω μέσα. Νομίζω ότι τις τελευταίες φορές που ανοιγόκλεισα την μπαλκονόπορτα δεν άκουσα τον φύλακα να έρχεται. Έμεινα στο σημείο μέχρι τις 4 τα ξημερώματα. Εκείνη την στιγμή άνοιξα την μπαλκονόπορτα και μπήκα μέσα αφήνοντας την ανοιχτή».

Ο 49χρονος αποφάσισε κατά τις 4 τα ξημερώματα να πραγματοποιήσει την κλοπή. «Ακούμπησα τα χέρια μου στο έδαφος, εντόπισα το σημείο της ένωσης γυψοσανίδων και ασκώντας πίεση άνοιξε η γυψοσανίδα και έπεσαν μερικοί πίνακες που είχε πάνω της. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι ο φύλακας δεν θα έρθει. Μπήκα μπουσουλώντας στον κυρίως χώρο τράβηξα τον σάκο. Το μέρος που μπήκα ήταν μια αίθουσα που σχεδόν απέναντι είχε σκάλες. Πήγα περπατώντας μέχρι τις σκάλες και άρχισα να τις ανεβαίνω μπουσουλώντας. Μπήκα μπουσουλώντας στην αίθουσα και άρχισα να κουνάω τα χέρια μου ώστε να καταλάβω αν δουλεύουν τα ραντάρ του συναγερμού. Επειδή δεν άκουσα κανέναν συναγερμό υπέθεσα πως ο φύλακας τον είχε απενεργοποιήσει. Σηκώθηκα όρθιος και βρέθηκα μπροστά στον πίνακα του Πικάσο. Τον ξεκρέμασα με την κορνίζα που ήταν βαριά, τον άφησα στην άκρη της σκάλας και πήρα άλλον έναν πίνακα του Μοντριάν ενώ ξεκρέμασα έναν ακόμη» είπε ο κατηγορούμενος συμπληρώνοντας ότι χρειάστηκε 5 με 7 λεπτά για να βγάλει τις κορνίζες γιατί δεν χωρούσαν στο σάκο.

Το «σενάριο της ταινίας» επεφύλασσε στον δράστη της κλοπής μια έκπληξη. Έγινε αντιληπτός από τον φύλακα που άρχισε να του φωνάζει «κλέφτη σταματά». «Δεν γύρισα να τον κοιτάξω καθόλου. Σηκώθηκα και χωρίς να πως τίποτα κάνοντας τρία τέσσερα βήματα χώθηκα στην τρύπα που είχα ανοίξει ανάμεσα στις γυψοσανίδες. Βγήκα στο ταρατσάκι και πέρασα στο πεζοδρόμιο. Τη στιγμή εκείνη μου φαίνεται ότι κόπηκα από κάποια γυαλιά πήρα ένα χαρτί που είχε επάνω του ένα σχέδιο το οποίο ήταν έκθεμα σκούπισα το χέρι μου και το έβαλα στην τσέπη μου. Βγήκα στην Λ. Β. Κωνσταντίνου τρέχοντας άκουγα τον συναγερμό της πινακοθήκης να χτυπάει και σειρήνες περιπολικών».

Αν και η αστυνομία έφτασε εγκαίρως στην πινακοθήκη και έψαξε και το πάρκο, δεν σκέφτηκε να ανοίξει την πόρτα της ξύλινης αποθήκης που είχε βρει καταφύγιο -όπως υποστηρίζει- ο δράστης της κλοπής. «Βγήκα μετά από πολύ ώρα. Πήγα στη στάση του λεωφορείου. Δεν είχε πολύ αστυνομία. Επέστρεψα με ταξί στο σπίτι» ανέφερε.

Όταν ρωτήθηκε από τους αστυνομικούς για το σχέδιο που μάτωσε όταν κόπηκε, ισχυρίστηκε πως το πέταξε στην λεκάνη της τουαλέτας.

«Τους πίνακες αρχικά τους έκρυψα σε έπιπλο της μεγάλης τουαλέτας στο σπίτι. Τα ρούχα και τα εργαλεία τα πέταξα τις επόμενες ημέρες στα σκουπίδια. Η κλοπή σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε αποκλειστικά από εμένα. Δεν υπήρχε συνεργός. Τους πίνακες δεν είχα σκοπό να τους πουλήσω ούτε έκανα ποτέ καμία τέτοια προσπάθεια. Εγώ βρισκόμουν μεταξύ Ελλάδας Ολλανδίας και Αγγλίας. Κάποια στιγμή εκμυστηρεύτηκα σε μια κοπέλα που είχα σχέση στην Αγγλία ότι είχα τους πίνακες αλλά δεν έδωσε βάση στα λεγόμενα μου».

Ο κατηγορούμενος επέστρεψε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 2021 για οικογενειακούς λόγους και αποφάσισε να τυλίξει σε πλαστικές σακούλες τους πίνακες και κάποια μέρα του Μαΐου τους πήγε στο Πόρτο Ράφτη και τους έκρυψε σε ένα ρέμα. «Έφυγα και γύρισα μετά από μια δυο ημέρες για να ελέγξω. Πήγα στο σημείο αλλά δεν τους βρήκα. Εκείνη την στιγμή ανακουφίστηκα γιατί υπέθεσα πως κάποιος τους βρήκε οπότε θα τους παραδώσει».

Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.

Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ