Κορωνοϊός: Oι επιπτώσεις της πανδημίας έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις έφηβες απ΄ότι στους εφήβους


Η COVID πανδημία εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία σε όλο τον κόσμο και παρεμβάσεις όπως lockdowns, καραντίνες και μέτρα κοινωνικής αποστάσης έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχική ευημερία των πληθυσμών. Η πανδημία έχει κλιμακώσει το βάρος της ψυχολογικής δυσφορίας, έχει εντείνει το άγχος και τα συμπτώματα κατάθλιψης μεταξύ των εφήβων.

Σε μια νέα έρευνα που βασίστηκε σε αυτοαναφορές 523 εφήβων – κοριτσιών και αγοριών – από την Ισλανδία, τα κορίτσια ανέφεραν πως η πανδημία του κορωνοϊού είχε μεγαλύτερο αρνητικό αντίκτυπο στην ευημερία και τη συμπεριφορά τους απ΄ότι τα αγόρια. Επιπλέον οι έφηβες που συμμετείχαν στη μελέτη ανέφεραν επίσης υψηλότερο επίπεδο καταθλιπτικών συμπτωμάτων.

Στη μελέτη JCPP Advances, τα υψηλότερα επίπεδα καταθλιπτικών συμπτώματων συνδέθηκαν με αυξημένη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μεταξύ των κοριτσιών και τη μειωμένη σύνδεση με τα μέλη της οικογένειας είτε μέσω τηλεφώνου είτε διαμέσου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Όσον αφορά τους εφήβους, ο μειωμένος ύπνος και το πολύωρο διαδικτυακό παιχνίδι σχετίστηκε με υψηλότερα επίπεδα καταθλιπτικών συμπτωμάτων.

Άλλοι παράγοντες που φαίνεται να συμβάλλουν στην κακή ψυχική υγεία περιλάμβαναν τις ανησυχίες σχετικά με άλλους που προσβάλλονται από την COVID-19, τις αλλαγές στην καθημερινή και σχολική ρουτίνα των παιδιών, καθώς και την απουσία επαφής δια ζώσης με το φιλικό τους περιβάλλον.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα αποτελέσματα της μελέτης που δεικνύουν ότι οι έφηβες βιώνουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ψυχική τους υγεία εξαιτίας των αλλαγών που έχει επιφέρει η Covid πανδημία παγκόσμια, θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τους γονείς, φροντιστές, αλλά και τους επαγγελματίες υγείας.

«Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης, οι δάσκαλοι και άλλοι επαγγελματίες ειδικοί πρέπει να παρακολουθούν προσεκτικά τα καταθλιπτικά συμπτώματα, καθώς και το υποκειμενικό αίσθημα ευημερίας των κοριτσιών στην εφηβεία τόσο κατά τη διάρκεια της COVID-19 πανδημίας, όσο και μετά», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Thorhildur Halldorsdottir, PhD, κλινικός ψυχολόγος και επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ψχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ρέικιαβικ.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ