Το τίμημα της ακρίβειας : Η δαπάνη για κατανάλωση αυξάνεται, αλλά τα έσοδα του ΕΦΚ μειώνονται


Η ακρίβεια που επικρατεί τους τελευταίους μήνες στην αγορά λόγω των διαρκών ανατιμήσεων δεν έχει επίπτωση μόνον στα νοικοκυριά, αλλά και στο ίδιο το κράτος, το οποίο έχει βρεθεί στη θέση να εισπράττει λιγότερα έσοδα από κάποιους έμμεσους φόρους σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Αυτό συμβαίνει διότι νοικοκυριά και επιχειρήσεις προσαρμόζουν την καταναλωτική τους συμπεριφορά και στρέφονται σε προϊόντα και υπηρεσίες που βαρύνονται λιγότερο από φόρους. Παράλληλα, η ακρίβεια τροφοδοτεί το λαθρεμπόριο, είτε αυτό αφορά καύσιμα ή αγαθά όπως ποτά  και τσιγάρα με αποτέλεσμα την πρόσθετη απώλεια δημοσίων εσόδων.

Τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) για την εξέλιξη του ΑΕΠ στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 είναι αποκαλυπτικά, ειδικά αν συνδυαστούν με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών για την εξέλιξη των εσόδων από τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης.

Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021 νοικοκυριά και επιχειρήσεις δαπάνησαν συνολικά για κατανάλωση 62,2 δισ. ευρώ, όταν προ πανδημίας, το 2019 είχαν καταναλώσει στο πρώτο εξάμηνο του έτους συνολικά 63,2 δισ. ευρώ. Σε σχέση δε με το πρώτο εξάμηνο του 2020 η εφετινή κατανάλωση είναι κατά 2,3 δισ. ευρώ μεγαλύτερη!

Αν και θα περίμενε κανείς ότι η αύξηση της κατανάλωσης στο πρώτο εξάμηνο του 2021 θα οδηγούσε σε μεγαλύτερα έσοδα από Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, εν συγκρίσει με το πρώτο εξάμηνο του 2020, ωστόσο αυτό δεν έγινε.

Οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης στο διάστημα Ιανουαρίου -Ιουλίου 2021 ανήλθαν σε 3,5 δισ. ευρώ, όταν στο διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου 2020 είχαν ανέλθει σε 3,6 δισ. ευρώ. Δηλαδή σε μια περίοδο που η καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 2,3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης μειώθηκαν κατά 100 εκατ. ευρώ!

Οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης ενεργειακών προϊόντων ανήλθαν σε 2,1 δισ. ευρώ στο επίμαχο διάστημα, έναντι 2,2 δισ. ευρώ στο επτάμηνο το 2020, ο ΕΦΚ καπνικών προϊόντων ανήλθε σε 1,17 δισ. ευρώ, από 1,15 δισ. ευρώ το 2020 παραμένοντας σχεδόν αμετάβλητος, ενώ ο ΕΦΚ λοιπών προϊόντων διαμορφώθηκε στο επτάμηνο 2021 σε 296 εκατ. ευρώ και ήταν αυξημένος κατά 30 εκατ. ευρώ, σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Τι δείχνουν όλα αυτά; Ότι η κατανάλωση διοχετεύτηκε σε αγαθά και υπηρεσίες που δεν βαρύνονται με τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης. Αυτό αποδεικνύεται από τα στοιχεία για τα έσοδα από τον ΦΠΑ. Οι εισπράξεις από τον ΦΠΑ στο επτάμηνο 2021 ανήλθαν σε 9,5 δισ. ευρώ και ήταν αυξημένες κατά 900 εκατ. ευρώ σε σχέση με το επτάμηνο του 2020, οπότε και ανήλθαν σε 8,6 δισ. ευρώ. Είναι προφανές λοιπόν πως στην περίπτωση του ΦΠΑ τα έσοδα είναι πλήρως εναρμονισμένα με την καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, κάτι που δε συμβαίνει με τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης.

Το γεγονός ότι προϊόντα και υπηρεσίες που βαρύνονται με Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης καταναλώνονται λιγότερο και πλέον εισφέρουν και λιγότερα έσοδα στον προϋπολογισμό, σε μια περίοδο που οι δαπάνες για αγορές υπηρεσιών και προϊόντων από τα νοικοκυριά και επιχειρήσεις είναι αυξημένες, δείχνει ότι κυβερνώντες θα πρέπει να αναθεωρήσουν τα πλάνα τους.

Εάν οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης στα καύσιμα ή στον καφέ μειωθούν τότε θα μειωθούν και οι τιμές σε προϊόντα και υπηρεσίες που βαρύνονται με μεταφορικά κόστη, αλλά και οι τιμές στην εστίαση. Αυτόματα αυτό θα λειτουργήσει αναζωογονητικά για την οικονομία, θα αυξήσει την κατανάλωση και θα τροφοδοτήσει τα έσοδα από τον ΦΠΑ. Με μια τέτοια κίνηση και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα ενισχυθεί και η ακρίβεια θα περιοριστεί και τα δημόσια ταμεία θα κερδίσουν.

Σε κάθε περίπτωση ευθύνη της κάθε κυβέρνησης είναι να διασφαλίσει ότι όταν μειώνονται οι έμμεσοι φόροι οι τιμές μειώνονται αντίστοιχα και δεν παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, προς όφελος επιτήδειων επιχειρηματιών ή κλαδικών συμφερόντων.


Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ