Απώλεια βάρους: Επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η υπερφαγία δεν είναι η κύρια αιτία παχυσαρκίας


Οι στατιστικές από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ δείχνουν ότι η παχυσαρκία επηρεάζει περισσότερο από το 40% των Αμερικανών ενηλίκων, θέτοντάς τους σε υψηλότερο κίνδυνο για καρδιακές παθήσεις, εγκεφαλικό επεισόδιο, διαβήτη τύπου 2 και ορισμένους τύπους καρκίνου. Οι Διατροφικές Οδηγίες του USDA για τους Αμερικανούς (2020 – 2025) μας λένε περαιτέρω ότι η απώλεια βάρους «απαιτεί από τους ενήλικες να μειώσουν τον αριθμό των θερμίδων που λαμβάνουν από τα τρόφιμα και τα ποτά και να αυξήσουν τη σωματική δραστηριότητα».

Αυτή η προσέγγιση για τη διαχείριση του βάρους βασίζεται στο μοντέλο ενεργειακού ισοζυγίου, το οποίο δηλώνει ότι η αύξηση βάρους προκαλείται από την κατανάλωση περισσότερης ενέργειας από ό, τι ξοδεύουμε. Στον σημερινό κόσμο, όπου τα φθηνά επεξεργασμένα τρόφιμα είναι παντού διαθέσιμα είναι εύκολο για τους ανθρώπους να τρώνε περισσότερες θερμίδες από αυτές που χρειάζονται, μια ανισορροπία που επιδεινώνεται περαιτέρω από τον σημερινό καθιστικό τρόπο ζωής.

Με αυτή τη σκέψη, η υπερφαγία, σε συνδυασμό με την ανεπαρκή σωματική δραστηριότητα, οδηγεί στην επιδημία της παχυσαρκίας. Από την άλλη πλευρά, παρά τιςπαροτρύνσεις των φορέων δημόσιας υγείας προς τους πολίτες να τρώνε λιγότερο και να ασκούνται περισσότερο, τα ποσοστά παχυσαρκίας και ασθενειών που σχετίζονται με την παχυσαρκία αυξάνονται σταθερά.

Οι συντάκτες του “The Carbohydrate-Insulin Model: A Physiological Perspective on the Obesity Pandemic” που δημοσιεύτηκε στο The American Journal of Clinical Nutrition, επισημαίνουν θεμελιώδη ελαττώματα στο μοντέλο ενεργειακού ισοζυγίου, υποστηρίζοντας ότι ένα εναλλακτικό μοντέλο, αυτό του υδατάνθρακα-ινσουλίνης, εξηγεί καλύτερα την παχυσαρκία και την αύξηση βάρους. Επιπλέον, το μοντέλο υδατάνθρακα-ινσουλίνης δείχνει το δρόμο για πιο αποτελεσματικές, μακροχρόνιες στρατηγικές διαχείρισης βάρους.

Σύμφωνα με τον επικεφαλής συγγραφέα Δρ David Ludwig, Ενδοκρινολόγο στο Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης και καθηγητή στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, το μοντέλο ενεργειακού ισοζυγίου δεν μας βοηθά να κατανοήσουμε τα βιολογικά αίτια της αύξησης του βάρους: «Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, οι έφηβοι μπορεί να αυξήσουν την πρόσληψη τροφής κατά 1.000 θερμίδες την ημέρα. Είναι όμως η υπερκατανάλωση τροφής που προκαλεί την εκρηκτική ανάπτυξη ή ο ρυθμός ανάπτυξης που προκαλεί τον έφηβο να τρώει υπερβολικά;»

Σε αντίθεση με το μοντέλο ενεργειακού ισοζυγίου, το μοντέλο υδατάνθρακα-ινσουλίνης κάνει έναν τολμηρό ισχυρισμό: η υπερκατανάλωση δεν είναι η κύρια αιτία παχυσαρκίας. Αντ ‘αυτού, το μοντέλο υδατάνθρακα-ινσουλίνης ρίχνει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την τρέχουσα επιδημία παχυσαρκίας στα σύγχρονα πρότυπα διατροφής που χαρακτηρίζονται από υπερβολική κατανάλωση τροφίμων με υψηλό γλυκαιμικό φορτίο. Συγκεκριμένα, οι επεξεργασμένοι, ταχέως αφομοιώσιμοι υδατάνθρακες προκαλούν ορμονικές αντιδράσεις που αλλάζουν ριζικά τον μεταβολισμό μας, οδηγώντας στην αποθήκευση λίπους, την αύξηση του βάρους και την παχυσαρκία.

Όταν τρώμε υδατάνθρακες υψηλής επεξεργασίας, το σώμα αυξάνει την έκκριση ινσουλίνης και καταστέλλει την έκκριση γλυκαγόνης. Αυτό, με τη σειρά του, σηματοδοτεί τα λιποκύτταρα να αποθηκεύουν περισσότερες θερμίδες, αφήνοντας λιγότερες θερμίδες διαθέσιμες για να τροφοδοτήσουν τους μύες και άλλους μεταβολικά ενεργούς ιστούς. Ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται ότι το σώμα δεν λαμβάνει αρκετή ενέργεια, κι αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε αισθήματα πείνας. Επιπλέον, ο μεταβολισμός μπορεί να επιβραδυνθεί στην προσπάθεια του σώματος να εξοικονομήσει καύσιμο. Έτσι, τείνουμε να παραμένουμε πεινασμένοι, ακόμα και αν συνεχίζουμε να παίρνουμε περίσσεια λίπους.

Για να κατανοήσουμε την επιδημία της παχυσαρκίας, πρέπει να λάβουμε υπόψη όχι μόνο το πόσο τρώμε, αλλά και πώς οι τροφές που τρώμε επηρεάζουν τις ορμόνες και το μεταβολισμό μας.

Η υιοθέτηση του μοντέλου υδατάνθρακα-ινσουλίνης σε σχέση με το μοντέλο ενεργειακού ισοζυγίου έχει ριζικές επιπτώσεις στη διαχείριση βάρους και στη θεραπεία της παχυσαρκίας. Αντί να παροτρύνει τους ανθρώπους να τρώνε λιγότερο, μια στρατηγική που συνήθως δεν λειτουργεί μακροπρόθεσμα, το μοντέλο υδατάνθρακα-ινσουλίνης προτείνει έναν άλλο δρόμο που εστιάζει περισσότερο σε αυτό που τρώμε. Σύμφωνα με τον Δρ Λούντβιχ, «η μείωση της κατανάλωσης των ταχέως εύπεπτων υδατανθράκων που πλημμύρισαν την παροχή τροφίμων κατά την εποχή της δίαιτας χαμηλών λιπαρών μειώνει την υποκείμενη τάση για αποθήκευση σωματικού λίπους. Ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι μπορεί να χάσουν βάρος με λιγότερη πείνα και μικρότερο κόπο».

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ