Εγκυμοσύνη: Η σωματική δραστηριότητα της εγκύου συνδέεται με την πνευμονική λειτουργία του βρέφους


Ερευνητές από την Νορβηγία βρήκαν περαιτέρω στοιχεία ότι η άσκηση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι ευεργετική όχι μόνο για τις μητέρες αλλά και για τα βρέφη. Σε έρευνα που παρουσιάστηκε στο διαδικτυακό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Αναπνευστικής Εταιρείας την Κυριακή 13/09, η Δρ Hrefna Katrin Gudmundsdottir ανέφερε ότι μια μελέτη σε 814 μωρά κατέδειξε, για πρώτη φορά, μια σχέση μεταξύ της κατώτερης πνευμονικής λειτουργίας σε βρέφη και της σωματικής αδράνειας στις μητέρες.

Η Δρ Gudmundsdottir, παιδίατρος και διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Όσλο στη Νορβηγία, δήλωσε: “Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι άτομα με χαμηλή πνευμονική λειτουργία στη βρεφική ηλικία έχουν υψηλότερο κίνδυνο άσθματος, άλλων αποφρακτικών πνευμονικών παθήσεων και χαμηλότερης πνευμονικής λειτουργίας αργότερα στη ζωή τους. Ως εκ τούτου, η διερεύνηση παραγόντων που μπορεί να σχετίζονται με τη λειτουργία των πνευμόνων στα βρέφη είναι σημαντική. Εάν η σωματική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο διαταραχής της πνευμονικής λειτουργίας του βρέφους, θα ήταν ένας απλός, χαμηλού κόστους τρόπος για τη βελτίωση της αναπνευστικής υγείας τους”.

“Στη μελέτη μας, διαπιστώσαμε ότι τα μωρά που γεννήθηκαν από αδρανείς μητέρες ήταν πιο πιθανό να ανήκουν στην ομάδα με τη χαμηλότερη πνευμονική λειτουργία σε σύγκριση με τα μωρά που γεννήθηκαν από ενεργές σωματικά μητέρες”, πρεσθέτει η παιδίατρος.

Από τα 290 μωρά ανενεργών σωματικά μητέρων που συμμετείχαν στη μελέτη, το 8,6% (25) ήταν στην ομάδα με τη χαμηλότερη πνευμονική λειτουργία, σε σύγκριση με το 4,2% (22) από τα 524 μωρά των ενεργών σωματικά γυναικών.

“Παρατηρήσαμε μια τάση που αναδεικνύει την σημασία του να συμβουλεύουμε τις γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία και τις έγκυες σχετικά με τη σωματική δραστηριότητα. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχουν παράγοντες που επηρεάζουν τόσο τη σωματική δραστηριότητα της μητέρας όσο και τη λειτουργία των πνευμόνων στα παιδιά, τους οποίους δεν έχουμε λάβει υπόψη στην παρούσα μελέτη και θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα και ως εκ τούτου απαιτείται περισσότερη έρευνα”, διευκρίνισε η Δρ Gudmundsdottir.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ