«Άστο να κλάψει και λίγο;» Να τι λέει η επιστήμη


Δημοφιλή βιβλία που επενδύουν – ή επειδή επενδύουν – στην ανάγκη για ευκολία των σύγχρονων γονιών και τους καθοδηγούν να αντιμετωπίσουν τα μικρά παιδιά τους επιφανειακά και με τρόπους πολύ μακριά από την επιστημονική πραγματικότητα. Γκουρού γονιών που συμβουλεύουν να αφήνουν τα μωρά τους να κλαίνε επίτηδες για να μην κακομάθουν και να γίνουν από νωρίς πειθήνια και «καλόβολα». Ιστοσελίδες, περιοδικά για γονείς, παππούδες και γιαγιάδες που εφιστούν την προσοχή στους νέους γονείς να μην «κακομαθαίνουν» τα βρέφη τους με πολλή αγκαλιά και να τα αφήνουν να κλαίνε μέχρι να πέσουν για ύπνο.

Ας δούμε μόνο τέσσερις από τις πολλές έρευνες που έχουν δημοσιευθεί σχετικά με το ζήτημα.
Η πρώτη από το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, δημοσιευμένη ήδη από το 2003.
Πολύ συνοπτικά, στον οργανισμό του νέου ανθρώπου λειτουργούν δύο νευρο-ορμονικά συστήματα με αντίθετες δράσεις. Το ένα, με επικεφαλείς τις ορμόνες ωκυτοκίνη, σεροτονίνη, προλακτίνη, ενδορφίνες και το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα προσφέρουν με την ωρίμανση και την ενεργοποίησή τους στο παιδί ηρεμία, άνοιγμα στον έξω κόσμο, αγάπη, ενσυναίσθηση, ένωση με τον κόσμο. Στον αντίποδα υπάρχουν συστήματα επιβίωσης, συστήματα συναγερμού που συντηρούν τον οργανισμό σε συνθήκες κινδύνου, στα οποία προεξάρχουν οι ορμόνες κορτιζόλη, αδρεναλίνη και το συμπαθητικό νευρικό σύστημα. Με την συνεχή ενεργοποίηση αυτών των συστημάτων, ο οργανισμός καταφέρνει να επιβιώσει σε πλαίσιο κινδύνου επιβίωσης, αλλά με μεγάλο τίμημα: άγχος, κατάθλιψη, στροφή προς τα μέσα, αποσύνδεση από τον κόσμο και θάνατο εγκεφαλικών κυττάρων και εγκεφαλικών συνάψεων.

Οι ερευνητές από την Καλιφόρνια διαπίστωσαν ότι βρέφη που υφίστανται συχνή σωματική τιμωρία (πχ χτύπημα στον γλουτό) έχουν υψηλή ορμονική αντιδραστικότητα στο στρες. Τα βρέφη αυτά έδειχναν έντονο στρες σε επαναλαμβανόμενους αποχωρισμούς από τη μητέρα τους, σε συνδυασμό με την παρουσία ενός ξένου προσώπου. Επιπρόσθετα, βρέφη που βίωναν συχνή συναισθηματική απόσυρση από τη μητέρα τους (είτε ως αποτέλεσμα κατάθλιψης της μητέρας, είτε ως στρατηγική της μητέρας να χρησιμοποιεί την απόσυρσή της ως τακτική ελέγχου για να διαμορφώσει την συμπεριφορά του παιδιού) βρέθηκε να έχουν σε χρόνια βάση υψηλά επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα τους.

Οι επιστήμονες συμπέραναν ότι ακόμα και ήπιες μορφές κακομεταχείρισης κατά την βρεφική ηλικία (κάτω του ενός έτους) έχουν δυνητικά επιπτώσεις αρνητικές στην λειτουργία του αδρενοκορτικοειδούς συστήματος του παιδιού, ενός από τα βασικά συστήματα άγχους και κόκκινου συναγερμού. Προχωρούν λέγοντας ότι υπάρχει ορμονικό κόστος όταν οι μητέρες απαντούν στα βρέφη τους (εσκεμμένα ή χωρίς πρόθεση) με τέτοιον τρόπο ώστε να περιορίζουν την διαθεσιμότητά τους στο να βοηθήσουν το παιδί τους να διαχειριστεί το στρες. Αυτές οι διαταραγμένες ορμονικές απαντήσεις όταν η μητέρα δεν ανταποκρίνεται μπορεί να μεταβάλλουν την λειτουργία του άξονα υποθαλάμου – υπόφυσης – επινεφριδίων (HPA) με τέτοιους τρόπους που, εφόσον συνεχίζονται, είναι πιθανό να οδηγούν σε αυξημένο κίνδυνο για ανοσολογικές διαταραχές, ευαισθητοποίηση σε χρόνιο στρες, γνωσιακά ελλείμματα και κοινωνικο-συναισθηματικά προβλήματα.

Ας δούμε μια δεύτερη, ακόμα πιο εντυπωσιακή έρευνα από το Τέξας, δημοσιευμένη το 2012.
Οι ερευνητές από το Τμήμα Ψυχολογίας εξέτασαν 25 βρέφη ηλικίας 4 με 10 μηνών, που συμμετείχαν με τις μητέρες τους σε ένα ενδο-νοσοκομειακό πείραμα «εκπαίδευσης ύπνου» διάρκειας 5 ημερών, όπου τα βρέφη μάθαιναν να ηρεμούν από μόνα τους κατά την φάση μετάβασής τους στον ύπνο, αφήνοντάς τα να κλαίνε. Οι επιστήμονες θέλησαν να εξετάσουν ποια επίδραση έχει η μη ανταπόκριση των μητέρων των βρεφών και η έλλειψη συγχρονισμού ανάμεσα στις ανάγκες των βρεφών και στις απαντήσεις των μητέρων.

Η παρατήρηση έγινε σε δύο επίπεδα: στο πρώτο, αυτό της συμπεριφοράς, οι επιστήμονες παρατήρησαν την συμπεριφορά του παιδιού και της μητέρας πριν και μετά τον χειρισμό μη ανταπόκρισης από τη μητέρα. Στο δεύτερο επίπεδο, το ορμονικό, οι ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα κορτιζόλης – της κύριας ορμόνης του στρες – στο σάλιο της μητέρας και του παιδιού, πριν την έναρξη της διαδικασίας του ύπνου και αφού το παιδί έπεσε για ύπνο.

Διαβάστε πολύ προσεκτικά τι βρήκαν:
Την πρώτη μέρα, που δεν είχε αρχίσει ακόμα η «εκπαίδευση ύπνου» του βρέφους, τα επίπεδα της κορτιζόλης σε μητέρα και βρέφος βρίσκονταν σε συνεχή συντονισμό μετά από μια μέρα με κοινές δραστηριότητες. Την πρώτη μέρα που εφαρμόστηκε η μη ανταπόκριση της μητέρας στο βρέφος κατά τον ύπνο – δηλαδή να αφήσουν το μωρό να κλαίει μέχρι να κοιμηθεί – , οι απαντήσεις κορτιζόλης αυξήθηκαν και στο παιδί και στη μητέρα, δηλαδή και οι δύο αγχώθηκαν με την διαδικασία. Ωστόσο, στην τρίτη μέρα του προγράμματος, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι απαντήσεις του βρέφους οι φυσιολογικές – ορμονικές και της συμπεριφοράς τους ήταν σε διάσταση μεταξύ τους και εκ διαμέτρου αντίθετες: Στην συμπεριφορά, αυτό που φαίνεται προς τα έξω, προς τη μητέρα, δεν έδειξαν πια στρες και κλάμα κατά την μετάβαση στον ύπνο. Όμως, τα επίπεδα κορτιζόλης ήταν το ίδιο αυξημένα όπως και την πρώτη μέρα που ξεκίνησε η διαδικασία. Εφόσον όμως τα βρέφη δεν έδειχναν σημάδια ανησυχίας, αυτήν την φορά η μητέρα δεν αγχωνόταν καθόλου και τα επίπεδα κορτιζόλης τα δικά της ήταν μειωμένα, ενώ του παιδιού της την ίδια ώρα αυξημένα. Επομένως, η αποσύνδεση της συμπεριφοράς του βρέφους από την ορμονική- φυσιολογική απάντηση του οργανισμού του επέφερε μη συγχρονισμό ανάμεσα στα επίπεδα στρες μητέρας και βρέφους.

Τι σημαίνουν αυτά λίγο πιο απλά;
Οι γονείς εφαρμόζουν πολλές φορές την μέθοδο του ελεγχόμενου κλάματος – που στην ουσία δεν αποτελεί καμία μέθοδο, απλά αφήνεις το παιδί να κλαίει μέχρι παραίτησης – και για τις πρώτες ώρες, ή νύχτες, το παιδί εκδηλώνει στην συμπεριφορά του έκδηλα σημάδια στρες και πολύ κλάμα, κάτι το οποίο αγχώνει και τους ίδιους τους γονείς. Όταν οι γονείς επιμένουν με την τακτική της μη ανταπόκρισης, κάποια στιγμή μετά από 2-3 νύχτες πολλά βρέφη φαίνεται να «ηρεμούν». Έρχεται η ώρα του ύπνου, τα βάζουν μόνα στο κρεβατάκι τους, εκείνα ίσως δείχνουν μια μικρή γκρίνια και έπειτα φαίνεται να πέφτουν «ήσυχα» για ύπνο. Τότε οι γονείς δεν αγχώνονται, είναι ευχαριστημένοι με το κατόρθωμα της τιθάσευσης της συμπεριφοράς του παιδιού τους και πιστεύουν ότι το μωρό έμαθε ήρεμο να κοιμάται. Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι το μωρό απλά παραιτήθηκε από την εκδήλωση των συμπτωμάτων άγχους: Το άγχος μέσα του συνεχίζει να υπάρχει στα ύψη, αλλά εκείνο δεν το εκδηλώνει, δεν κλαίει, δεν το εκφράζει, το εσωτερικεύει. Αποσυνδέεται από τον κόσμο, κλείνεται στον ατελώς σχηματισμένο εαυτό του και πατάει το κουμπί της επιβίωσης σε συνθήκες αντιξοότητας, που σημαίνει ορμόνες του στρες, βαθύ ύπνο, απόσυρση και θάνατο εγκεφαλικών κυττάρων.

Όταν λοιπόν «εκπαιδεύουμε» ένα βρέφος στον ύπνο, στην μη αγκαλιά, στην μη ανταπόκριση στις ανάγκες του, ίσως το εκπαιδεύουμε να μην εκφράζει τις ανάγκες του, να μην εξωτερικεύει το άγχος του, να αποσύρεται με τις ορμόνες του στρες στα ύψη μην αναμένοντας απάντηση από το αγαπημένο του πρόσωπο. Για να το πούμε διαφορετικά, ένα μωρό που εκδηλώνει ήρεμη συμπεριφορά μπορεί να έχει την ίδια ένταση άγχους με ένα μωρό που κλαίει γοερά, και απλά δεν το εκδηλώνει γιατί έχει αποσυρθεί. Μπορούμε να κάνουμε πολύ περισσότερες προεκτάσεις αυτών των σκέψεων: Ας αναλογιστούμε τι συμβαίνει σε έναν ενήλικα όταν κλείνεται στον εαυτό του και εσωτερικεύει το στρες του. Που πάει αυτό το στρες; Πόσο μάλλον σε οργανισμό ατελώς ανεπτυγμένο σε κρίσιμο στάδιο ανάπτυξης και διαμόρφωσης της ψυχής, του νευρικού συστήματος, του εγκεφάλου, της άμυνας και όλων των οργάνων του;

Μπροστά μας έχουμε ένα μικρό ανθρώπινο όν, το οποίο προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε με τα σημάδια που εκείνο εξωτερικεύει, δηλαδή με την συμπεριφορά του. Το τι φαίνεται όμως δεν είναι πάντα και εκείνο που πραγματικά υπάρχει από πίσω, μέσα του. Η συμπεριφορά του βρέφους και του παιδιού δεν μπορεί να είναι το μόνο μας κριτήριο για το πώς να χειριστούμε την σχέση μαζί του. Αντίθετα, είναι μια πολύ επιφανειακή θέαση που αγνοεί βαθύτερες διεργασίες και ανάγκες, συναισθηματικές, υπαρξιακές, που οδηγούν σε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Η συμπεριφορά της ανησυχίας και του κλάματος για ένα βρέφος σημαίνει πάντα στρες μέσα του, αλλά το αντίστροφο δεν ισχύει πάντα: το στρες που βιώνει ένα βρέφος μπορεί να μην εκδηλώνεται πάντα με κλάμα, αλλά και με έναν φαινότυπο πειθήνιου, ήρεμου, παραιτημένου βρέφους. Αν αυτό που βλέπουμε είναι το μόνο μας κριτήριο για να χρησιμοποιούμε για να συμπεριφερόμαστε προς το μωρό, δεν πρόκειται να γνωρίσουμε ποτέ την ψυχή του.

Ένα ήρεμο μωρό που κοιμάται μόνο του μπορεί να μην είναι και τόσο ήρεμο μέσα του την ίδια στιγμή.

Αν θέλουμε να μάθουμε ανθρώπινες σχέσεις στο παιδί μας πρέπει από την αρχή να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις ανάγκες του και να ανταποκριθούμε έγκαιρα, έγκυρα και κατάλληλα. Και η συμπεριφορική προσέγγιση της Ψυχολογίας για τους μικρούς ανθρώπους είναι τουλάχιστον ελλειπής, επιφανειακή και ανεπαρκής στις περισσότερες περιπτώσεις.

Ποια είναι η σχέση λοιπόν μοναχικού ύπνου του βρέφους και άγχους;

Ας δούμε άλλη μια έρευνα από ψυχολόγους στην Ολλανδία, δημοσιευμένη το 2012.
Παρακολούθησαν 163 βρέφη προοπτικά από την γέννησή τους. Οι μητέρες συμπλήρωσαν καθημερινά ημερολόγια σχετικά με το που και πως κοιμόταν το παιδί. Τα βρέφη χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, εκείνα που κοιμόντουσαν μόνα τους σε ξεχωριστό δωμάτιο και εκείνα που κοιμόντουσαν μαζί με τη μητέρα, είτε στο κρεβάτι της ή στο ίδιο δωμάτιο. Έπειτα οι ερευνητές πέρασαν όλα τα βρέφη στην ηλικία των 7 εβδομάδων ζωής από ένα τεστ ήπιου στρες: συγκεκριμένα, τα έβαλαν να κάνουν μπάνιο.

Βρήκαν ότι τα βρέφη που κοιμούνταν μόνα τους κατά τον πρώτο μήνα της ζωής του έδειξαν αυξημένη απάντηση κορτιζόλης στο μπάνιο των 5 εβδομάδων, σε σύγκριση με βρέφη που τακτικά κοιμούνταν κοντά στη μητέρα. Αυτή η διαφορά ήταν σημαντική και ανεξάρτητη από τον τρόπο σίτισης – θηλασμό ή ξένο γάλα – , από τον γενικότερο τρόπο φροντίδας της μητέρας και από το μοτίβο ύπνου των παιδιών.

Οι Ολλανδοί ερευνητές συμπεραίνουν ότι ο μοναχικός ύπνος στον πρώτο μήνα της ζωής σχετίζεται με αυξημένη ευαισθησία του άξονα HPA σε ήπιες στρεσσογόνες καταστάσεις, πιθανά εξαιτίας της έλλειψης διαθεσιμότητας των γονιών την νύχτα ως εξωτερικών ρυθμιστών άγχους για το παιδί. Κατά πόσο αυτή η επίδραση συνεχίζει και στην μετέπειτα ζωή μένει να αποδειχθεί. Ο κοινός ύπνος με τους γονείς, σε σύγκριση με τον μοναχικό ύπνο των βρεφών, πιθανών παρέχει περισσότερη εξωτερική ρύθμιση του στρες για το βρέφος κατά την διάρκεια της νύχτας, και επομένως μειώνει την γενική ευαισθησία του μωρού στο στρες.

Τέλος, μια άλλη έρευνα από την Ολλανδία το 2012 στο επιστημονικό περιοδικό Stress μας δίνει μια οπτική για το τι να προτείνουμε και τι να κάνουμε για την ψυχική υγεία των βρεφών μας.
Οι εμπειρίες κατά την πρώιμη φάση της ζωής επηρεάζουν φυσιολογικά συστήματα που ενέχονται στις αντιδράσεις άγχους, όπως ο άξονας HPA. Πολλές έρευνες μέχρι τώρα συνδέουν αρνητικά πρώιμες στρεσογόνες εμπειρίες με δυσλειτουργικό άξονα HPA, αλλά λίγες έρευνες έχουν δείξει για να αποδείξουν κατά πόσο θετικές πρώιμες εμπειρίες, όπως υψηλή ποιότητα μητρικής φροντίδας, συνεισφέρουν στη μέγιστη ανάπτυξη του άξονα HPA. Οι ερευνητές λοιπόν θέλησαν να εξετάσουν κατά πόσο δύο πρακτικές που σχετίζονται με υψηλό επίπεδο φροντίδας, όπως ο μητρικός θηλασμός και ο κοινός ύπνος με τους γονείς κατά τους πρώτους 6 μήνες της ζωής συνδέονται με καλύτερη ρύθμιση κορτιζόλης για το βρέφος, δηλαδή καλύτερη απάντηση και αντιδραστικότητα στην έκκριση κορτιζόλης και γρηγορότερη ανάρρωση από την έκκριση κορτιζόλης, ως απάντηση σε ένα στρεσογόνο ερέθισμα στους 12 μήνες της ζωής.

Πήραν το πλήρες ιστορικό θηλασμού και ύπνου από 193 βρέφη και τις μητέρες τους, χρησιμοποιώντας καθημερινά ημερολόγια κατά τους πρώτους 6 μήνες. Το co-sleeping ορίστηκε ως ύπνος στο κρεβάτι των γονιών ή στο ίδιο δωμάτιο με τους γονείς.

Στους 12 μήνες μετά την γέννηση, τα βρέφη υποβλήθηκαν σε ένα ψυχολογικό τεστ έκλυσης άγχους.
Μετρήθηκε η κορτιζόλη στο σάλιο τους πριν το τεστ και 25, 40 και 60 λεπτά μετά το στρες, ώστε να μετρηθεί το ύψος της απάντησης και η ταχύτητα ανάρρωσης από την απάντηση. Τα αποτελέσματα ελέγχθηκαν για άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν, όπως η ευαισθησία της μητέρας, ο τύπος δεσμού του βρέφους με τη μητέρα του, η διατροφή και ο ύπνος στους 12 μήνες της ζωής.

Βρέθηκε ότι μεγαλύτερο χρονικό διάστημα κοινού ύπνου με τους γονείς κατά τους πρώτους 6 μήνες της ζωής προέβλεπε μειωμένη αντιδραστικότητα κορτιζόλης σε απάντηση σε στρεσογόνα κατάσταση στους 12 μήνες.

Επιπρόσθετα, μεγαλύτερη διάρκεια θηλασμού συσχετίστηκε με πιο γρήγορη ανάρρωση και μείωση της κορτιζόλης μετά το στρεσογόνο ερέθισμα. Όσο περισσότερο λοιπόν θηλάζετε κατά απαίτηση του βρέφους και όσο περισσότερο κοιμάστε κοντά του, τόσο πιο ήπια αντιμετωπίζει καταστάσεις στρες 6 μήνες αργότερα και τόσο πιο αποτελεσματικά αναρρώνει από αυτό.

Να τι πρέπει να κάνουμε για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο ως γονείς, να τι πρέπει να εφαρμόσουμε για να πούμε με πραγματική ηρεμία και ανακούφιση «κοιμήσου παιδί μου».

Πρωταρχικός στόχος για την υγιή ωρίμανση της ψυχής κάθε βρέφους 0 έως 18 μηνών είναι η δημιουργία ασφαλούς σύνδεσης με τους γονείς του. Να μπει για τα καλά στην καρδιά του ότι η μαμά και ο μπαμπάς είναι εκεί πάντα διαθέσιμοι να απαντούν κατάλληλα με τη φροντίδα τους στις ανάγκες και τους φόβους του.

Κάθε φορά που ένα βρέφος βιώνει μη έγκαιρη μη κατάλληλη ανταπόκριση – όπως για παράδειγμα να μην το παίρνουν αγκαλιά όταν κλαίει ή έχει ανάγκη, να το αφήνουν να κλαίει για να κοιμηθεί, “ελεγχόμενο κλάμα” κα – αυξάνονται οι πιθανότητες αυτός ο μικρός άνθρωπος στο άμεσο αλλά και στο απώτερο μέλλον να παρουσιάζει μεγαλύτερες πιθανότητες να μην κατανοεί τα συναισθήματα δικά του και των άλλων, να μην εκφράζει τα συναισθήματά του, να μην μπορεί να διαχειριστεί και να ρυθμίσει κατάλληλα τα συναισθήματά του, να εμφανίσει προβλήματα συμπεριφοράς, προβλήματα στην συνδιαλλαγή με τους συνομιλήκους του και προβλήματα κοινωνικοποίησης.

Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι φυσικά νομοτελειακό, ένα βρέφος με γενετικές αντιστάσεις μπορεί να αντέξει σε μη ιδανικά περιβάλλοντα ως βρέφος και το αντίστροφο, ένα βρέφος με ασφαλή σύνδεση ως βρέφος με τους γονείς του μπορεί να παρουσιάσει ψυχικά προβλήματα αργότερα. Όμως η κακή αρχή για ένα ευαίσθητο βρέφος μπορεί να επιταχύνει κακές απώτερες εκβάσεις. Και η βασική σύνδεση, ασφαλής ή ανασφαλής, με τους γονείς, δεν καθορίζει μόνο της σχέση του ανθρώπου με τους γονείς του εφ’ όρου ζωής, αλλά καθορίζει πολύ γενικότερα τον τρόπο που συνάπτει σχέση με όλους κατά την διάρκεια της ζωής του, λειτουργώντας ως σχέση – αρχέτυπο που μας μαθαίνει πως να ζούμε τις σχέσεις μας γενικότερα.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ