Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σε επαγρύπνηση, καθώς η απόφαση της Γερμανίας να αυστηροποιήσει τους συνοριακούς ελέγχους και να προχωρήσει σε επαναπροωθήσεις μεταναστών απειλεί να αυξήσει την πίεση στα κράτη πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Το Βερολίνο, διακόπτοντας ουσιαστικά τη Συνθήκη Σένγκεν στα χερσαία σύνορά του, δημιουργεί ένα προηγούμενο που ανησυχεί την Αθήνα για πιθανό “ντόμινο” από άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Η ελληνική κυβέρνηση, αν και αποφεύγει τη σύγκρουση, θέτει σαφείς κόκκινες γραμμές. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει τονίσει ότι η λύση στο μεταναστευτικό δεν μπορεί να είναι η μονομερής απόφαση της Γερμανίας να ανατρέψει τη Σένγκεν, ούτε το να μεταβιβαστεί το πρόβλημα στις χώρες των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης. Η Αθήνα υποστηρίζει ότι πρέπει να τηρηθούν οι ήδη συμφωνημένες ευρωπαϊκές πολιτικές, όπως το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, και ότι οι χώρες της Ε.Ε. πρέπει να συνεργαστούν για την εξεύρεση βιώσιμων λύσεων.
Παράλληλα, η κυβέρνηση αναζητά συμμαχίες στο πλαίσιο της Ε.Ε., με στόχο να πιέσει τη Γερμανία να μην προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες. Η Αθήνα βρίσκεται σε συνεχή επαφή με χώρες όπως η Πολωνία και η Ιταλία, που πλήττονται επίσης από την πολιτική του Βερολίνου, ενώ ο Μητσοτάκης σχεδιάζει να θέσει το ζήτημα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 17 Οκτωβρίου.
Η ελληνική πλευρά παρακολουθεί με ανησυχία τις αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές, ιδιαίτερα από την Τουρκία, με τα στοιχεία να δείχνουν διπλασιασμό των αφίξεων το 2024. Η στρατηγική της Αθήνας περιλαμβάνει την ενίσχυση των συνόρων στον Έβρο και τη Ροδόπη, ενώ παράλληλα επιμένει στην ανάγκη να εφαρμοστεί η συμφωνία για τις επιστροφές μεταναστών στην Τουρκία όντας σταθερή στη θέση της ότι δεν πρόκειται να επωμιστεί περισσότερα βάρη απ’ όσα της αναλογούν, και η κυβέρνησή της προετοιμάζεται για μια συντονισμένη αντίδραση στο ευρωπαϊκό επίπεδο.

