Γιατί δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα μας στους ανθρώπους…


Ήμουν ο μοναχογιός της μητέρας μου. Άργησε αρκετά να παντρευτεί και οι γιατροί της απαγόρευσαν να γεννήσει. Η μητέρα μου όμως αποφάσισε να μην ακούσει τους γιατρούς και αφού έμεινε έγκυος αποφάσισε να μην επισκεφτεί καμία μαιευτική κλινική για τους επόμενους 6 μήνες.

Ήμουν ένα παιδί που περίμενε όλη η οικογένεια πως και πως.

Η μητέρα μου άρχιζε την δουλειά πάρα πολύ νωρίς και πριν την δουλειά της με πήγαινε στο παιδικό σταθμό «Βελανιδιά». Για να προλάβει να είναι στην ώρα της στην δουλειά , η μητέρα μου έπαιρνε πάντα τα πρώτα λεωφορεία και τραμ, τα οποία συνήθως είχαν τους ίδιους οδηγούς κάθε μέρα. Με άφηνε στην πύλη του παιδικού σταθμού, με έπαιρναν οι δασκάλες και αυτή έτρεχε στην στάση του τραμ και… περίμενε το επόμενο.

Αφού άργησε αρκετές φορές να πάει στην δουλειά της, την προειδοποίησαν πως άμα συνέχιζε να αργεί θα την απέλυαν, μιας και ήμασταν μια οικογένεια που δεν θα μπορούσε να επιβιώσει μόνο με τον μισθό του πατέρα, η μητέρα μου σκέφτηκε ξαφνικά μια λύση: αποφάσισε να με αφήνει στη στάση του τραμ που ήταν λίγα μέτρα από την πύλη, με την ελπίδα πως θα μπορούσα να περπατήσω μόνος μου αυτά τα λίγα μέτρα.

Όλα πήγαν ομαλά από την πρώτη φορά, αν και αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα ήταν από τα πιο αγχωτικά και τρομακτικά δευτερόλεπτα για την μητέρα μου. Θυμάμαι πως έτρεχε στο πίσω μέρος του τραμ για να δει εάν κατάφερα να περπατήσω αυτά τα λίγα μέτρα, ενώ ήμουν τυλιγμένος με το μεγάλο γούνινο παλτό, το κασκόλ και το σκουφάκι μου.

Μετά από λίγο καιρό, η μητέρα μου παρατήρησε πως το τραμ ξεκινούσε πάρα πολύ αργά από την στάση του μέχρι την πύλη του παιδικού σταθμού και πως συμβάδιζε με εμένα μέχρι να φτάσω. Αυτό συνέχισε να γίνεται κάθε μέρα για τα επόμενα τρία χρόνια, ενώ πήγαινα στο παιδικό σταθμό. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να εξηγήσει για αρκετό καιρό εάν αυτό που γινόταν ήταν τυχαίο ή όχι. Το σημαντικό ήταν πως με αυτόν τον τρόπο δεν ανησυχούσε τόσο πολύ για εμένα.

Το μυστήριο λύθηκε μετά από λίγα χρόνια, όταν άρχισα να πηγαίνω σχολείο. Μια μέρα πήγα μαζί με την μητέρα μου στην δουλειά και ξαφνικά ο οδηγός του τραμ μου είπε: «Γεια σου μικρέ! Μεγάλωσες τόσο πολύ! Θυμάσαι που σε συνόδευα μαζί με την μαμά σου μέχρι την πύλη του παιδικού σταθμού…»

Πέρασαν πολλά χρόνια, όμως κάθε φορά που περνάω δίπλα από την στάση «Βελανιδιά», θυμάμαι αυτό το καθημερινό μικρό «άθλο» που έπρεπε να κάνω και η καρδιά γίνεται λίγο πιο ζεστή όταν θυμάμαι την καλοσύνη αυτού του ανθρώπου, που κάθε μέρα ανιδιοτελώς καθυστερούσε λίγο το τραμ, για χάρη της ηρεμίας ενός εντελώς άγνωστου ανθρώπου.

Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ