Τρία χρόνια έχουν περάσει από τη φρικτή δολοφονία του 19χρονου Άλκη Καμπανού στη Χαριλάου, γεγονός που συγκλόνισε ολόκληρη την Ελλάδα και άνοιξε εκ νέου τη συζήτηση για τη βία στα γήπεδα. Παρά τις δεσμεύσεις και τις προσπάθειες, η μάχη ενάντια στον οπαδικό φανατισμό συνεχίζεται, με την οικογένειά του να παραμένει στην πρώτη γραμμή απαιτώντας δικαιοσύνη και αλλαγές.
Ο κ. Λευτέρης Παπάς, πρόεδρος και ιδρυτής του συλλόγου “Εις το όνομα του Άλκη”, τονίζει πως η θυσία του Άλκη έγινε σύμβολο ενός αγώνα για την εξάλειψη της οπαδικής βίας. Στη μνήμη του, έχουν διοργανωθεί δράσεις και εκδηλώσεις, ενώ η πολιτεία έχει εξαγγείλει αυστηρότερα μέτρα για την καταπολέμηση των περιστατικών βίας στον αθλητισμό. Ωστόσο, τα φαινόμενα επιθέσεων και αντιπαραθέσεων δεν έχουν εκλείψει, αποδεικνύοντας ότι η διαδρομή προς ένα ασφαλέστερο αθλητικό περιβάλλον παραμένει δύσκολη.
Ο πατέρας του Άλκη, κ. Αριστείδης Καμπανός, αναφέρει με συγκίνηση: “Αντλώ δύναμη από την αγάπη και τη συμπαράσταση του κόσμου. Ήθελα πραγματικά ο Άλκης να είναι το τελευταίο θύμα, αλλά δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Χρειάζεται αυστηρότητα, αλλά και πρόληψη, ώστε να αλλάξει η κουλτούρα του οπαδισμού στο ποδόσφαιρο. Οφείλουμε να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητα των απόψεων”.
Σε προσωπικό επίπεδο, ο ίδιος εξομολογείται: “Καθημερινά βρίσκομαι στο δωμάτιο του Άλκη. Νιώθω πως ένα κομμάτι του εαυτού μου χάθηκε, αλλά την ίδια στιγμή, ο Άλκης είναι ακόμα εδώ, ζει μέσα μου”.
Σύμφωνα με τον αθλητικό ψυχολόγο κ. Δημήτρη Πετρούνια, το φαινόμενο της οπαδικής βίας συνδέεται με ευρύτερες κοινωνικές παθογένειες. “Βλέπουμε έναν κατακερματισμό της ελληνικής κοινωνίας και μία αυξανόμενη αποξένωση. Η έλλειψη ποιοτικού χρόνου μέσα στην οικογένεια δημιουργεί έντονα συναισθήματα ματαίωσης και θυμού, τα οποία εκφράζονται μέσω της επιθετικότητας”, σημειώνει.
Παρά τις προκλήσεις, η ελπίδα παραμένει ζωντανή. Ο αγώνας κατά της βίας στα γήπεδα και την κοινωνία συνεχίζεται, με την οικογένεια του Άλκη να αποτελεί φάρο υπενθύμισης πως η δικαιοσύνη, η αλλαγή και η ειρηνική συνύπαρξη δεν είναι απλώς επιθυμητές, αλλά απολύτως απαραίτητες.

