Ταινίες πρώτης προβολής: Η κινηματογραφική εβδομάδα γεμίζει με νέες, συναρπαστικές αφίξεις που υπόσχονται δυνατές συγκινήσεις. Οι ταινίες πρώτης προβολής περιλαμβάνουν το πολυαναμενόμενο δράμα του Κώστα Γαβρά, «Τελευταία Πνοή», σηματοδοτώντας την επιστροφή του σπουδαίου Έλληνα δημιουργού στη μεγάλη οθόνη. Την ίδια στιγμή, ο Στίβεν Σόντερμπεργκ παρουσιάζει το ψυχολογικό θρίλερ «Presence», ενώ το φιλόδοξο «2073» του βραβευμένου με Όσκαρ Ασίφ Καπάντια κεντρίζει το ενδιαφέρον με το φουτουριστικό του όραμα.
Στο ελληνικό σινεμά, δύο νέες δημιουργίες κάνουν αισθητή την παρουσία τους, ενώ το στοιχείο του τρόμου δεν λείπει από το πρόγραμμα, με το «The Monkey» του Οζ Πέρκινς να προσθέτει μια διαφορετική νότα στο είδος. Μια εβδομάδα γεμάτη επιλογές, που καλύπτει κάθε γούστο και προσκαλεί το κοινό σε κινηματογραφικές εμπειρίες πρώτης προβολής!
Αναλυτικά οι ταινίες πρώτης προβολής
Presence
(“Presence”) Ψυχολογικό θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Στίβεν Σόντερμπεργκ, με τους Λούσι Λιου, Κρις Σάλιβαν, Tζούλια Φοξ, Καλίνα Λιάνγκ, Έντι Μαντέι, Ουέστ Μουλχόλαντ κα.
Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ από το 1989 που μας έγινε γνωστός, με το εντυπωσιακό ντεμπούτο του «Σεξ, Ψέματα και Βιντεοταινίες», έχει διανύσει μία πορεία 35 χρόνων και άνισων ταινιών, αλλά σίγουρα όχι αδιάφορη. Μπαινοβγαίνοντας με άνεση σε διάφορα είδη, από κωμωδίες και περιπέτειες, θρίλερ και δράματα, χρυσοφόρα μπλογκμπάστερς και καλλιτεχνικά φεστιβαλικά φιλμ, θα καταφέρει να κάνει ευδιάκριτη την προσωπική του σκηνοθετική ματιά.
Εδώ, ο μόνιμα ερωτευμένος με το σινεμά και την κινηματογραφική διαδικασία Σόντερμπεργκ, κρατώντας και πάλι εκτός από τον ρόλο του σκηνοθέτη και αυτών του φωτογράφου και του μοντέρ, θα πραγματοποιήσει στον απόλυτο βαθμό το κινηματογραφικό του όραμα, καθώς θα κρατήσει για τον εαυτό του και τον χαρακτήρα που παρακολουθεί τα μέλη μίας οικογένειας σε ένα στοιχειωμένο σπίτι.
Η ταινία, που κακώς διαφημίστηκε ως ταινία τρόμου, αν και ορισμένες φορές χαρίζει κάποιες ανατριχίλες, είναι ουσιαστικά ένα οικογενειακό ψυχολογικό μελόδραμα, με ολίγη από θρίλερ, που η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο, του φαντάσματος και της κάμερας που το αντιπροσωπεύει, ενός πνεύματος που αρχικά δεν γνωρίζουμε τον ρόλο του, αλλά σιγά σιγά αποκαλύπτεται.
Χαρακτηριστικό της ταινίας, τα γυρίσματα της οποίας διήρκησαν μόλις έντεκα ημέρες, εντός ενός σπιτιού στο Νιου Τζέρσεϊ, τα μόλις 33 κοψίματα στο μοντάζ, με το σύνηθες να φτάνει πάνω από εκατό, αναδεικνύουν το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του Σόντερμπεργκ και τη σιγουριά που έχει με την κάμερα στο χέρι.
Μια οικογένεια μετακομίζει σε ένα φαινομενικά ήσυχο προάστιο και σε ένα σπίτι, όπου «κατοικεί» ένα πνεύμα το οποίο αρχίζει να παρακολουθεί τη ζωή τους. Μελετώντας τους ανθρώπους που μπαίνουν σε αυτό, θα δούμε μαζί του, τη μητέρα της οικογένειας, μία εγωκεντρική γυναίκα, σκληρή επιχειρηματία, που αγνοεί τα αισθήματα των άλλων, τον ευγενικό άντρα της, τον έφηβο γιο τους, που είναι αλαζονικός και μοιάζει με τη μητέρα του και τη συνομήλικη αδελφή του, η οποία περνά μία περίοδο κατάθλιψης, έπειτα από τον πρόσφατο θάνατο της καλύτερης φίλης της. Η κόρη είναι και το πρώτο μέλος της οικογένειας που παρατηρεί την ύπαρξη του πνεύματος στο σπίτι, κάτι που τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς απορρίπτουν μέχρι να αρχίσουν να τρέμουν τα ράφια και να τρίζουν τα γυαλικά.
Η ταινία βρίθει από συμβολισμούς, για τη μέση αμερικάνικη οικογένεια, την αποξένωση και τα άγχη της σύγχρονης ζωής, ενώ μοιάζει με ελκυστικό περιτύλιγμα το μυστήριο γύρω από τη φύση του πνεύματος που τους παρακολουθεί.
Οι πληροφορίες που δίνει η ταινία αλλάζουν συνεχώς την αντίληψη για το τι συμβαίνει στην ιστορία και στις ψυχές των ζωντανών χαρακτήρων, συμπεριλαμβανομένου και του πνεύματος, με στόχο την ανακάλυψη του εαυτού τους, μέσα από συναισθηματικές προκλήσεις και ηθικές δοκιμασίες.
Ωστόσο, ο Σόντερμπεργκ, μαζί με τον σεναριογράφο του Κεπ, δεν αναπτύσσουν εξίσου καλά όλα τα νήματα της ταινίας ή τους χαρακτήρες και ειδικά αυτόν της μητέρας και των ανήθικων επιχειρηματικών συναλλαγών της.
Το σενάριο, λοιπόν, είναι αυτό που φαίνεται ως το πιο αδύνατο στοιχείο της ταινίας και είναι κρίμα καθώς με τον Σόντερμπεργκ να συμμετέχει και σωματικά σε κάθε σκηνή, αντιπροσωπεύοντας την οπτική γωνία του πνεύματος, παραδίδει ένα μάθημα κινηματογράφησης και αφηγηματικής εμβάθυνσης.
Έτσι, για μια ακόμη φορά ο ιδιοφυής σκηνοθέτης, αποδεικνύει τη μαστοριά του, το πάθος του για τον κινηματογράφο και ταυτόχρονα την έλλειψη ενός οράματος, που θα καθιστούσε την ταινία του ένα ολοκληρωμένο έργο.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν μια οικογένεια μετακομίζει σε ένα φαινομενικά ήσυχο προάστιο, σκοτεινά μυστικά αρχίζουν να αναδύονται και το πνεύμα που κατοικεί στο σπίτι παρακολουθεί τα δράματά τους συμμετέχοντας κι εκείνο στην ζωή τους.
Τελευταία Πνοή
(“Le Dernier Souffle”) Δραματική ταινία, γαλλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Κώστα Γαβρά, με τους Ντενί Πονταλιντέ, Καντ Μεράντ, Μαριλίν Καντό, Σαρλότ Ράμπλινγκ, Αντζελα Μολίνα, Καρίν Βιάρ, Χίαμ Άμπας κα.
Ο μεγάλος Έλληνας σκηνοθέτης επιστρέφει, έπειτα από έξι χρόνια και το πολυσυζητημένο «Ενήλικοι στην Αίθουσα», με μία στοχαστική ταινία για τον θάνατο, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η θέληση του ανθρώπου να «φύγει όρθιος», με αξιοπρέπεια, χωρίς να βασανίζεται και να βασανίζει τους δικούς του.
Ο Κώστας Γαβράς, με τη σπουδαία διαδρομή του και την σημαντική του συλλογή από Όσκαρ, Χρυσούς Φοίνικες και πολλές άλλες βραβεύσεις, έχοντας μπει στα 92 του χρόνια, μπορεί να κοιτά τον ορίζοντα του τέλους της ζωής κατάματα χωρίς να αγωνιά.
Όπως είπε και ο ίδιος «είναι ένα δυνατό συναίσθημα που τελικά σε καθιστά γαλήνιο μπροστά στο αναπόφευκτο. Η ανάγκη για την ταινία αυτή προέκυψε από την ανάγνωση του βιβλίου των Κλοντ Γκραντζ και Ρεζίς Ντεμπρέ. Κάνοντας την ταινία αυτή, προσπάθησα να πραγματοποιήσω τις ουτοπίες μου, να απαλλαγώ από τις φαντασιώσεις και τους φόβους μου».
Το φιλμ, αποτελεί ένα διαλογισμό, για το τέλος της ζωής, έχοντας ως πρωταγωνιστές τους ετοιμοθάνατους, καθένας ένας τόμος συναισθημάτων και μιας πολύτιμης γνώσης, για αυτούς που μένουν πίσω.
Η πλοκή αναπτύσσεται μέσα από τις συζητήσεις των δύο κεντρικών χαρακτήρων, του Δρ. Ογκιστέν Μασέ, που αναλαμβάνει ασθενείς στο τελευταίο στάδιο και του διάσημου συγγραφέα Φαμπρίς Τουσέν, αναφορικά με τη ζωή και το θάνατο. Με αφορμή τις συζητήσεις τους, οι δύο ήρωες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τους δικούς του φόβους και άγχη. Ο συγγραφέας, που θα ενταχθεί στο επιτελείο του γιατρού, θα προσπαθήσει να κατανοήσει την πραγματικότητα του θανάτου. Η διαδεδομένη εντατική φαρμακευτική αγωγή για τον κατευνασμό των ασθενών κόντρα στην πεποίθηση για τον σεβασμό του τέλους της ζωής, θα προβληματίσει, ενώ ο γιατρός προσπαθεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να πεθάνουν με αξιοπρέπεια.
Συνδυάζοντας τις φιλοσοφικές αναζητήσεις των κεντρικών χαρακτήρων με μία ποικιλία ιστοριών από ετοιμοθάνατους, ο Γαβράς θα αφηγηθεί με ντοκιμαντερίστικο ύφος και με την αυτοπεποίθηση ενός δημιουργού, που δεν φοβάται το σκληρό και άχαρο θέμα του, τον προβληματισμό του για την τελευταία διαδρομή προς τον θάνατο και την προσωπική επιλογή του ατόμου χωρίς να αρνείται την αναπόφευκτη αλήθεια.
Ο Γαβράς, αποφεύγοντας το υπερβολικό δράμα, αλλά όχι και έναν δικαιολογημένο ως ένα βαθμό διδακτισμό, θα χειριστεί το βαρύ, ομολογουμένως, θέμα του με ζωντάνια, χάρη, ευγένεια, εγκαρδιότητα και με ένα καλοδεχούμενο χιούμορ. Άλλωστε, όπως λέει και ο γιατρός, οι άνθρωποι γελάνε πολύ περισσότερο από όσο κλαίνε στη ζωή τους.
Όμως, η τελευταία δημιουργία του Κώστα Γαβρά είναι και μια ταινία χαρακτήρων και σε αυτό θα βρει άξιους συμπαραστάτες τους πρωταγωνιστές Ντενί Πονταλιντέ και Καντ Μεράντ, ενώ εξαιρετικές είναι και οι ερμηνείες των δεύτερων αλλά καθοριστικών ρόλων, από τους οποίους ξεχωρίζει η συγκινητική εμφάνιση της Σαρλότ Ράμπλινγκ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας διάσημος συγγραφέας γοητεύεται από την περίπτωση ενός γιατρού που αναλαμβάνει ασθενείς στο τελευταίο στάδιο και ξεκινούν μια φιλοσοφική συζήτηση γύρω από τη ζωή και τον θάνατο.
Η Νέα Χρονιά που δεν Ηρθε Ποτέ
(“The New Year That Never Came”) Ιστορική δραματική κομεντί, ρουμανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Μπογκντάν Μουρεσάνου, με τους Αντριάν Βαντσίκα, Νικολέτα Χάνκου, Ιουλιάν Ποστελνίκου, Μιχάι Καλίν, Εμιλία Ντομπρίν, Αντρέι Μιερκούρε κα.
Έχουν περάσει 35 χρόνια από το τέλος του απολυταρχικού καθεστώτος Τσαουσέσκου και ακόμη είναι φανερό ότι στη Ρουμανία, που πλέον ζει μέσα στις αντιφάσεις και τα διαδεδομένα προβλήματα του δυτικού κόσμου και του ανεξέλεγκτου καπιταλισμού, πέφτει η βαριά σκιά εκείνης της περιόδου, των ενοχών και των αγώνων – ειδικά για πολλούς νεότερους δημιουργούς.
Στην πρώτη του ταινία, ο Μπογκτάν Μουρεσάνου επιχειρεί να επαναφέρει τη μελαγχολική ιστορία της χώρας του, μέσα από έξι φαινομενικά ασύνδετες ζωές των ηρώων του, που διασταυρώνονται με απρόσμενους τρόπους, σε ένα μόλις 24ωρο, εκείνο, που φουντώνουν οι μάχες ανάμεσα σε εξεγερμένους και δυνάμεις καταστολής και σήμανε το φινάλε του Τσαουσέσκου.
Η ταινία, που κέρδισε το βραβείο FIPRESCI στο τμήμα Οριζόντων του φεστιβάλ Βενετίας, ξυπνά δυσάρεστες αναμνήσεις για έναν λαό που πίστευε σε ένα καλύτερο μέλλον, αλλά είχε υποταχθεί στις συνθήκες που είχε επιβάλλει το καθεστώς.
Στις 20 Δεκεμβρίου του 1989, η Ρουμανία βρίσκεται στα πρόθυρα της επανάστασης. Οι δρόμοι σφύζουν από ζωή με τις διαδηλώσεις που πραγματοποιούνται, οι φοιτητές κοροϊδεύουν το καθεστώς μέσα από την τέχνη και τα σόου της Πρωτοχρονιάς δοξάζουν τον Τσαουσέσκου. Ωστόσο, μέσα στα κρύα σπίτια οι οικογένειες δυσφορούν και δίνουν μάχη με τις προσωπικές συγκρούσεις και την πανταχού παρούσα σεκουριτάτε. Έξι φαινομενικά ασύνδετες ζωές διασταυρώνονται με απρόσμενους τρόπους. Καθώς οι εντάσεις φτάνουν στο απροχώρητο, μία εκρηκτική στιγμή τούς ενώνει και καταλήγει στη δραματική πτώση του Τσαουσέσκου και του καθεστώτος.
Ένας πατέρας ανακαλύπτει ότι ο μικρός γιος του έχει στείλει ένα γράμμα στον Άγιο Βασίλη ζητώντας του να πεθάνει «ο θείος Νικ», όπως έλεγαν τότε τον Τσαουσέσκου στη Ρουμανία, ενώ μία ηθοποιός, που αντικαθιστά μία συνάδελφό της, πρέπει αναγκαστικά να υμνήσει τους απεχθείς δικτάτορες σε μία τηλεοπτική εκπομπή, εθνικής εμβέλειας, κόντρα στα πιστεύω της και στην ηθική της. Δυο χαρακτηριστικές ιστορίες, από το φιλμ, που καταδεικνύουν την ασφυκτική πίεση που ένιωθε ο ρουμανικός λαός, σε μια εποχή που οι κατακλυσμιαίες παγκόσμιες αλλαγές ήταν μία πραγματικότητα, αλλά όχι και τόσο πιστευτές για τους Ρουμάνους, βλέποντας να είναι πανταχού παρούσα η διαβόητη σεκουριτάτε.
Ο Μουρεσάνου, εμπλουτίζει το σενάριό του με μια πληθώρα παράλογων σκηνών, με στόχο να αναδείξει ότι η μεγάλη ιστορία μπορεί να συνθλίψει τις ζωές των ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα ένα από τα ατού της ταινίας είναι και η ανάπλαση της εποχής, χωρίς ίχνος νοσταλγικής γοητείας, καθώς η ατμόσφαιρα παραμένει πάντα παγερή και αποπνιχτική – ειδικά όταν οι ήρωες βρίσκονται στα μικρά παγωμένα διαμερίσματά τους, απολαμβάνοντας μία σχέση με την αλήθεια, ακούγοντας το Radio Free Europe.
Η ταινία, που είναι υπερβολικής διάρκειας, ορισμένες φορές χρησιμοποιεί άτσαλα επεξηγηματικούς διαλόγους, προκειμένου να τονίσει τη θλιβερή εικόνα του καθεστώτος, μία προσπάθεια που φτάνει στα όρια της εμμονής και της γραφικότητας, μίας προσέγγισης που θα ρίξει το τελικό αποτέλεσμα και θα αμφισβητηθεί απ’ αυτούς που επιμένουν στην ακρίβεια της ιστορίας, που απέχει από τη μονοδιάστατη οπτική του σκηνοθέτη.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στις 20 Δεκεμβρίου του 1989, η Ρουμανία βρίσκεται στα πρόθυρα της επανάστασης και οι δρόμοι γεμίζουν από διαδηλωτές. Έξι φαινομενικά ασύνδετες ζωές διασταυρώνονται με απρόσμενους τρόπους, καθώς οι εντάσεις φτάνουν στο απροχώρητο και την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου.
Κυνήγι
Δραματικό θρίλερ, ελληνικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Χρήστου Πυθαρά, με τους Γιάννη Μπελή, Βασίλη Αναστασίου, Μελέτη Γεωργιάδη, Βασιλική Δέλιου, Σωτήρη Τσακομίδη, Χρύσα Αγγελοπούλου κα.
Ενδεικτικό και θετικό δείγμα του νέου ελληνικού σινεμά είναι η δεύτερη αυτή ταινία, έπειτα από την προ οχταετίας «Ευτυχία» – καμία σχέση με την τεράστια εμπορική επιτυχία – του Χρήστου Πυθαρά, που άφησε καλές εντυπώσεις στο 65ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Και είναι ενδεικτικό δείγμα, γιατί πρόκειται για μια παραγωγή κόστους μόλις 60.000 ευρώ, ενώ συνεχίζει και την παράδοση των αδύναμων σεναρίων. Αλλά και θετικό καθώς αποδεικνύει το ταλέντο που υπάρχει ανάμεσα στους περισσότερους νέους Έλληνες σκηνοθέτες, τις ενδιαφέρουσες ιδέες του Πυθαρά, καθώς και την αυτοπεποίθηση ενός δημιουργού, που θέλει να ξεφύγει από τα τετριμμένα.

