Ο Νικόλαος Μάντζαρος πέρα από τον εθνικό ύμνο


Το 1872 πεθαίνει ο σπουδαίος συνθέτης και θεμελιωτής της Επτανησιακής Σχολής, Νικόλαος Μάντζαρος (1795-1872). Ο εθνικός ύμνος, τον οποίο μελοποίησε, είναι η γνωστότερη μουσική του σύνθεση, ίσως όμως όχι και η σπουδαιότερη. Το πολυσχιδές του έργο ακόμη και σήμερα παραμένει άγνωστο στο ευρύ κοινό.

Ο λόγος αυτής της παντελούς άγνοιας σχετικά με τη ζωή και τα δημιουργήματα του Μάντζαρου κυρίως πριν του 1828, χρονιά κατά την οποία εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα ο Διονύσιος Σολωμός, ήταν ακριβώς η σύνδεση του ονόματός του με τον Σολωμό, ιδιαίτερα μέσω της μελοποίησης του σολωμικού Ύμνου, αναφέρει ο Κ. Καρδάμης.

Ουσιαστικά, το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής του Νικόλαου Μάντζαρου αγνοείται από τους ανθρώπους που τραγουδούν «Σε γνωρίζω από την κόψη…» στις εθνικές εορτές και επετείους. Κι όμως, ο Μάντζαρος είναι ο συνθέτης της πρώτης σωζόμενης όπερας Έλληνα δημιουργού (Don Crepuscolo, 1815), του πρώτου γνωστού έργου σε ελληνική γλώσσα για φωνή και ορχήστρα (Aria Greca,1827), των πρώτων γνωστών ελληνικών έργων για κουαρτέτο εγχόρδων (Partimenti, περίπου 1850), του πρώτου ελληνικού πιανιστικού ρεπερτορίου, του πρώτου ελληνικού έργου σε μορφή φούγκας, της πρώτης μνημονευόμενης ελληνικής συμφωνίας (χαμένη), καθώς και ο συγγραφέας του πρώτου δοκιμίου μουσικής ανάλυσης (Rapporto, 1851) και των πρώτων μουσικοπαιδαγωγικών συγγραμμάτων στην Ελλάδα.[2]

Ο Μάντζαρος, γόνος μιας των παλαιοτέρων αριστοκρατικών οικογενειών της Κέρκυρας, μπόρεσε να λάβει πολύ καλή εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένης και της μουσικής. Αρχίζοντας στο πλευρό της μητέρας του ξεκίνησε έναν πρώτο κύκλο «επίσημων» μουσικών σπουδών με τη μαθητεία του στους αδελφούς Στέφανο και Ιερώνυμο Πογιάγους (πιάνο και βιολί). Συνέχισε αρμονία και αντίστιξη με τον Stefano Moretti, μουσικοδιδάσκαλο προερχόμενο από την περιοχή του Marche της Ιταλίας, ο οποίος υπήρξε και κατά καιρούς τσεμπαλίστας-μαέστρος του San Giacomo.

Ήταν, όμως, η μαθητεία του στο πλευρό του επίσης Ιταλού, και μάλιστα Ναπολιτάνου, μουσικοδιδασκάλου Barbati που του έδωσε στέρεες βάσεις στα ανώτερα θεωρητικά. Πριν από το 1821 ο Μάντζαρος φέρεται να συνάντησε τον διάσημο Ναπολιτάνο συνθέτη Niccolò Zingarelli, γεγονός σημαντικό για τη μετέπειτα πορεία του, αφού τελικά αποφάσισε να συμπληρώσει τις σπουδές του στο πλευρό του Zingarelli στη Νάπολη, η οποία θεωρούταν τότε, τουλάχιστον για την ιταλική χερσόνησο, ως το κύριο κέντρο εκπαίδευσης συνθετών.

Τα «άγνωστα» έργα

Στα νεανικά του έργα συγκαταλέγονται συνθέσεις για το θέατρο του San Giacomo στην Κέρκυρα.

Το θέατρο San Giacomo είναι το σημερινό δημαρχείο της Κέρκυρας, το οποίο αρχικά κατασκευάστηκε ως λέσχη των βενετών αξιωματικών (1691). Το 1720 μετασκευάστηκε σε θέατρο, ενώ το 1733 παρουσιάστηκε σε αυτό για πρώτη φορά όπερα. Παρά ταύτα, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα φαίνεται ότι οπερατικές παραστάσεις έλαβαν χώρα εκεί τακτικά και σύμφωνα με τα ιταλικά οπερατικά ειωθότα από το 1770 και μετά.

Στα 1815 μαζί με την επίσημη επιβολή στα Επτάνησα του καθεστώτος που έχει καθιερωθεί να ονομάζεται «Αγγλική Προστασία», κάνουν την εμφάνισή τους και μια σειρά από μουσικά έργα του εικοσάχρονου τότε Νικόλαου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου, ειδικά συντεθειμένα για τις ανάγκες του San Giacomo.

Τα πρώιμα μαντζαρικά έργα είναι συντεθειμένα στα πρότυπα της οπερατικής φωνητικής μουσικής του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Τόσο η αρμονική όσο και η μελωδική υφή τους τα συνδέει με την ιταλική οπερατική πρακτική. Άλλωστε, κατά τον 18ο αιώνα στο San Giacomo είχε παρασταθεί ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός τέτοιων έργων. Επιπλέον, οι πρώτοι δάσκαλοι του Μάντζαρου (οι αδελφοί Πογιάγου και ο Moretti) ήταν άμεσα συνδεδεμένοι τόσο με την όπερα όσο και με το κερκυραϊκό θέατρο.

Σε καμία όμως περίπτωση ο συνθέτης δεν φέρεται ως άκριτος μιμητής της παραπάνω παράδοσης. Αντίθετα, ο Μάντζαρος αποκαλύπτεται ως ένας εκλεκτικός και συνειδητοποιημένος συνθέτης, προχωρώντας αρκετές φορές και σε τολμηρές για την εποχή του προτάσεις.

Η θεματολογία των στίχων ποικίλει από πλοκές βασισμένες στην αρχαιότητα μέχρι τα συνηθισμένα τότε θέματα αγάπης, ενώ γλώσσα τους είναι η ιταλική. Έτσι, η άρια Sono inquieto ed agitato έχει ως ήρωα τον Σκιπίωνα, ενώ η σοπράνο στην άρια Come augellin che canta τραγουδά την αγάπη της για τον Θύρση. Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι και το τριμερές έργο Aria cantata dall’ ombra di Patroclo nell sogno di Achille , που βασίζεται σε γεγονότα του ομηρικού έπους της Ιλιάδας και συγκεκριμένα αυτά που ιστορούνται στην Ραψωδία Ψ, στην οποία η σκιά του Πάτροκλου προφητεύει τον θάνατο του Αχιλλέα. Παρόμοια θεματολογία συναντάται και σε κάποιες από τις μαντζαρικές καντάτες.

H ενασχόληση με θέματα βασισμένα στην αρχαιότητα, άμεσα συνδεδεμένη με την ευρωπαϊκή «αρχαιομανία» της εποχής, ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στα προσωλομικά και πρωτορομαντικά Επτάνησα.

Ο Μάντζαρος ήδη από τα είκοσί του χρόνια είχε αρχίσει να επιβάλλεται στην Κέρκυρα ως σημαίνουσα μουσική μορφή. Επιπλέον, η σύνθεση μουσικών έργων από έναν γηγενή συνθέτη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένας επιπλέον πόλος έλξης για την τοπική κοινωνία, ιδιαίτερα όταν ο συνθέτης αυτός προέρχεται από μια εκ των σημαντικοτέρων αριστοκρατικών οικογενειών του νησιού.

Όπως είναι αναμενόμενο, οι αριστοκρατικές και γενικά οι εύπορες οικογένειες αποτελούσαν το τακτικό κοινό του San Giacomo, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της Βρετανικής Προστασίας. Άλλωστε, ακόμα και ο ίδιος ο Μάντζαρος φροντίζει να υπογραμμίσει την καταγωγή του αυτοχαρακτηριζόμενος στα εξώφυλλα των έργων του ως «dilettante», δηλ. ερασιτέχνης (με την καλή, και εδώ και καιρό ξεχασμένη, έννοια της λέξης), “νομιμοποιώντας” την ενασχόλησή του με τη μουσική, αφού την αποδεσμεύει από κάθε είδους οικονομική ανταπόδοση. [3]

-Οι Δώδεκα Φούγκες

Το 1823 ο Μάντζαρος έφυγε από την Κέρκυρα και επισκέφθηκε διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Στο τέλος εγκαταστάθηκε στη Νάπολη, όπου ξεκίνησε τη διετή επιμόρφωσή του στο πλευρό του περίφημου συνθέτη και μουσικοπαιδαγωγού Zingarelli, διευθυντή τότε του Ωδείου San Sebastiano.

Ο Μάντζαρος είχε τη φήμη ενός άριστου γνώστη της αντίστιξης και δεν έπαψε ποτέ να ασχολείται με το κορυφαίο αυτό είδος πολυφωνικής μορφής.

Οι Δώδεκα Φούγκες γράφτηκαν σε ιταλική ποίηση, για μικτή χορωδία με συνοδεία πιάνου και εκδόθηκαν στη Νάπολη τον Αύγουστο του 1826. Σύμφωνα με το γράμμα του Μάντζαρου, που συνοδεύει την έκδοση αυτή του έργου, οι φούγκες χρησιμοποιούσαν ως δομική μουσική αφετηρία θέματα από τα Partimenti του ίδιου του Zingarelli ως ένδειξη τιμής προς τον ναπολιτάνο μουσουργό, στον οποίο άλλωστε και αφιερώθηκε το έργο. Μάλιστα, οι φούγκες αυτές χρησίμευσαν ως μέσο εκμάθησης της αντίστιξης στο Ωδείο της Νάπολης για περίπου είκοσι χρόνια.

Ο όρος partimento εμφανίζεται στην Ιταλία από το 1600 περίπου και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Αρχικά ήταν ένα συνώνυμο αυτού που τελικά επικράτησε να λέγεται basso continuo (συνεχές μπάσο), αλλά λίγο αργότερα η λέξη καθιερώθηκε ως δηλωτική μίας ιδιαιτερης πρακτικής σολιστικού αυτοσχεδιασμού πάνω σε πληκτροφόρα όργανα. Η πρακτική του αυτοσχεδιασμού πάνω σε τέτοια μπάσα (partimenti) αναπτύχθηκε, ως μορφή τέχνης, κυρίως στη Νεάπολη της Ιταλίας κατά την περίοδο του όψιμου Μπαρόκ (α΄ μισό του 18ου αιώνα). Την εποχή του Κλασικισμού όμως, το partimento χρησιμοποιήθηκε όχι ως αυτοσχεδιαστική τέχνη αλλά ως εκπαιδευτικό υλικό για τη διδασκαλία της αρμονίας, της αντίστιξης και της μορφολογίας – ουσιαστικά της σύνθεσης. Στο β΄μισό του 18ου αιώνα δημοσιεύτηκαν συλλογές μεpartimenti τα οποία προορίζονταν για θεματική επεξεργασία από τους μαθητές των διάσημων ναπολιτάνικων ωδείων. Η πιο δημοφιλής και αποτελεσματική από αυτές τις συλλογές υπήρξε αυτή του Fedele Fenaroli (1730-1818).

Ο Μάντζαρος ήρθε σε επαφή με το έργο των partimenti του Fenaroli κατά την παραμονή του στη Νάπολη. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα θεώρησε ότι μπορούσε να το χρησιμοποιήσει ως μέσο για τη διδασκαλία της αντίστιξης. Μάλιστα αποφάσισε να επεξεργαστεί ο ίδιος όλα τα partimenti των δύο τελευταίων Βιβλίων του Fenaroli, επιλέγοντάς τα ακριβώς επειδή περιέχουν κυρίως φούγκες (συνοδευόμενες από πρελούδια), κανόνες, και άλλα αντιστικτικά κομμάτια.

Τα κομμάτια που προέκυψαν από την αρμονική και αντιστικτική επεξεργασία του Μάντζαρου λογίζονται ως συνθέσεις δύο δημιουργών (Fenaroli και Μάντζαρου). Σεβόμενος τον χαρακτήρα και το νεο-Μπαρόκ ύφος των partimenti του Fenaroli, ο Μάντζαρος έχει εκμεταλλευθεί το δοσμένο υλικό και έχει δημιουργήσει κομμάτια με δομική ισορροπία και θεματική ενότητα.[4]

Μετά το 1830

Μετά το 1830 ο Μάντζαρος σταμάτησε να συνθέτει έργα που απαιτούσαν ορχήστρα και κυρίως επικεντρώθηκε στη σύνθεση φωνητικής μουσικής (εκτός της μελοποίησης σολωμικών έργων –για τα οποία είναι ευρέως γνωστός– ο συνθέτης ασχολήθηκε μουσικά και με την ποίηση του Πετράρχη, του Vittorelli και του προσωπικού φίλου του Ν. Tommaseo). Επίσης, αφιερώθηκε και στη μουσική εκπαίδευση του τόπου του, είτε συνεχίζοντας να διδάσκει μέχρι το τέλος της ζωής του σπίτι του (ήδη δίδασκε τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1820) είτε οργανώνοντας τη Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας και συγκεντρώνοντας σε αυτή ότι πιο μουσικά υγιές είχε να επιδείξει τότε η Κέρκυρα.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ