5 Δεκεμβρίου 2025

Από τη μεγέθυνση στην ανάπτυξη: ένα χαμένο στοίχημα


Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα παρουσιάζει ικανοποιητικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, συχνά υψηλότερους από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Θεοδωρακόπουλος 

Ωστόσο, η μεγέθυνση αυτή δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε ουσιαστική ανάπτυξη για την ελληνική οικονομία. Οικονομική μεγέθυνση σημαίνει απλώς αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) – μια ποσοτική διεύρυνση της οικονομικής δραστηριότητας. Αντίθετα, οικονομική ανάπτυξη σημαίνει ποιοτική πρόοδο: βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, διαρθρωτικές αλλαγές στην παραγωγή, τεχνολογική πρόοδο και μείωση ανισοτήτων. Η κυρίαρχη ρητορική συχνά εξισώνει τα δύο, πανηγυρίζοντας για τη “μεταμνημονιακή ανάκαμψη” ή την “ισχυρή ανάπτυξη” με βάση τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Όμως, όπως δείχνουν πρόσφατες έρευνες, υψηλοί ρυθμοί ΑΕΠ μπορούν να συγκαλύψουν μια προβληματική παραγωγική βάση. Πράγματι, σύμφωνα με στρατηγική ανάλυση του Levy Institute (2025), οι σχετικά υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια επιτεύχθηκαν με αντάλλαγμα την αύξηση του εξωτερικού χρέους και τη μαζική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων σε ξένους – μια πορεία «που δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ». Με άλλα λόγια, η Ελλάδα “μεγαλώνει” οικονομικά, αλλά πάνω σε σαθρά θεμέλια, χωρίς αντίστοιχη αναπτυξιακή θεμελίωση.

Στο πλαίσιο αυτό, μια μελέτη των Βλάση Μισσού, Χαράλαμπου Δομένικου και Νίκου Πόντη (2024) – που δημοσιεύθηκε από το Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ – φωτίζει την κεντρική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας: τη σαθρή παραγωγική της δομή, την τεχνολογική υστέρηση και την εξάρτηση από κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Η μελέτη εξετάζει συγκριτικά τις παραγωγικές δομές και την εξαγωγική δραστηριότητα των κρατών-μελών της ΕΕ-27, αναδεικνύοντας πώς η ετερογένεια στη διάρθρωση των οικονομιών σχετίζεται με την εισοδηματική ανισότητα. Τα ευρήματα για την Ελλάδα είναι αποκαλυπτικά. Παρά την ανάκαμψη μετά την κρίση, η χώρα παραμένει ουραγός σε ό,τι αφορά τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής της βάσης. Στις επόμενες ενότητες, θα εξετάσουμε τρεις όψεις αυτού του προβλήματος – την παραγωγική δομή, την τεχνολογική υστέρηση και την περιορισμένη προστιθέμενη αξία – και θα δούμε γιατί η μεγέθυνση δεν ισοδυναμεί με πραγματική ανάπτυξη.

Σαθρή παραγωγική δομή: Μια οικονομία χωρίς βάθος

Η παραγωγική δομή μιας χώρας αφορά τους τομείς και τα προϊόντα που συνθέτουν την οικονομία της, δηλαδή τι και πώς παράγει. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η παραγωγική δομή χαρακτηρίζεται από περιορισμένη βιομηχανική βάση και χαμηλή οικονομική πολυπλοκότητα. Σύμφωνα με τον “Άτλαντα Οικονομικής Πολυπλοκότητας” του Πανεπιστημίου Harvard, η Ελλάδα κατατάσσεται μόλις 52η παγκοσμίως ως προς την πολυπλοκότητα των προϊόντων που εξάγει. Αυτή η χαμηλή θέση σημαίνει ότι η χώρα εξάγει κυρίως αγαθά απλής τεχνολογίας ή πρώτες ύλες (όπως μεταλλεύματα και αγροτικά προϊόντα), αντί για προϊόντα υψηλής τεχνολογικής έντασης και γνώσης. Πράγματι, την περίοδο 2007-2022 προστέθηκαν μόλις 7 νέα εξαγώγιμα προϊόντα στη λίστα των ελληνικών εξαγωγών, αξίας μόλις 101 εκατ. δολαρίων, όταν στο ίδιο διάστημα η μικρότερη γειτονική Βουλγαρία πρόσθεσε 48 νέα προϊόντα αξίας 3,7 δισ. δολαρίων. Τα στοιχεία αυτά αντανακλούν το λεγόμενο «παραγωγικό έλλειμμα» της Ελλάδας. Η χώρα δυσκολεύεται διαχρονικά να διευρύνει τη βιομηχανική και εξαγωγική της βάση με νέα, πιο προηγμένα προϊόντα.

Οι συνέπειες αυτής της σαθρής παραγωγικής δομής είναι πολλαπλές. Πρώτον, περιορίζεται η δυνατότητα για αειφόρο ανάπτυξη. Μια οικονομία που δεν παράγει αγαθά υψηλής προστιθέμενης αξίας δυσκολεύεται να αυξήσει το εισόδημα και την ευημερία των πολιτών της μακροπρόθεσμα. Δεύτερον, το έλλειμμα ανταγωνιστικών προϊόντων οδηγεί σε χρόνιο εμπορικό έλλειμμα. Ήδη το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αγαθών της Ελλάδας διευρύνεται ξανά σε ανησυχητικά επίπεδα, ξεπερνώντας το 20% του ΑΕΠ μετά το 2020 – επίπεδο ανάλογο με εκείνο πριν την κρίση του 2009. Καθώς κάθε φορά που αυξάνεται η εγχώρια ζήτηση μετά από μια ανάκαμψη, μεγάλο μέρος της καλύπτεται από εισαγωγές, η Ελλάδα παραμένει εξαρτημένη από ξένα προϊόντα για να ικανοποιήσει την κατανάλωσή της. Αυτό σημαίνει διαρροή πλούτου προς το εξωτερικό και ανάγκη συνεχούς χρηματοδότησης από έξω (είτε μέσω δανεισμού είτε μέσω κεφαλαιακών εισροών).

Τεχνολογική υστέρηση: Ο ρόλος της γνώσης και της καινοτομίας

Στενά συνδεδεμένη με το παραγωγικό έλλειμμα είναι η τεχνολογική υστέρηση. Ο όρος αυτός αναφέρεται στη δυσκολία μιας οικονομίας να υιοθετήσει και να αναπτύξει σύγχρονες τεχνολογίες, και αντικατοπτρίζεται σε χαμηλές δαπάνες Έρευνας & Ανάπτυξης (R&D), περιορισμένη καινοτομία και ανεπαρκή ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων. Στην Ελλάδα, περίπου 6 στις 10 επιχειρήσεις εμφανίζουν πολύ χαμηλή ψηφιακή ένταση (δηλαδή ελάχιστη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών), το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη. Η αδυναμία δημιουργίας θέσεων εργασίας που απαιτούν υψηλές γνώσεις και δεξιότητες – δηλαδή θέσεων εργασίας στην αιχμή της τεχνολογίας – καταγράφεται έντονα στην ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με ετήσια έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά στη δημιουργία υψηλά αμειβόμενων, εξειδικευμένων θέσεων εργασίας, οι οποίες περιορίζονται κυρίως σε ό,τι έχει απομείνει από τον βιομηχανικό τομέα. Αντιθέτως, η πλειονότητα των νέων θέσεων εργασίας αφορά δουλειές χαμηλών προσόντων και χαμηλών μισθών, συχνά σε κλάδους που δεν εμπεριέχουν προηγμένη τεχνολογία.

Η τεχνολογική υστέρηση σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία αργεί να ενσωματώσει την καινοτομία στην παραγωγή της. Αυτό με τη σειρά του διαιωνίζει έναν φαύλο κύκλο: οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν αρκετά στην καινοτομία, με αποτέλεσμα η παραγωγικότητα να παραμένει χαμηλή και οι μισθοί συμπιεσμένοι. Έτσι, το «brain drain» (διαρροή επιστημόνων στο εξωτερικό) εντείνεται, καθώς οι νέοι υψηλής κατάρτισης δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στην Ελλάδα και αναζητούν καλύτερες προοπτικές σε χώρες με πιο εξελιγμένες οικονομίες. Η προαναφερόμενη μελέτη των Μισσού, Δομένικου και Πόντη (2024) υπογραμμίζει ότι στο πλαίσιο της ΕΕ, η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίου και εργασίας χωρίς αντίβαρο έχει ενισχύσει αυτές τις ανισότητες: οι πιο προηγμένες χώρες προσελκύουν επενδύσεις και ταλέντα, ενώ οι λιγότερο ανεπτυγμένες – όπως η Ελλάδα – χάνουν πολύτιμο παραγωγικό δυναμικό. Με άλλα λόγια, η απουσία μιας συνεκτικής ευρωπαϊκής πολιτικής σύγκλισης αφήνει τις χώρες της περιφέρειας εγκλωβισμένες στην τεχνολογική τους υστέρηση.

Εξάρτηση από δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας

Ένα από τα πιο εμφανή συμπτώματα της δομικής αδυναμίας της Ελλάδας είναι η υπέρμετρη εξάρτηση από κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Τέτοιοι κλάδοι είναι αυτοί όπου η καθαρή αξία που προστίθεται σε κάθε προϊόν ή υπηρεσία είναι μικρή – συχνά λόγω χαμηλής παραγωγικότητας ή επειδή το μεγαλύτερο μέρος της αξίας παράγεται εκτός συνόρων. Στην Ελλάδα, χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο τουρισμός, το εμπόριο, η εστίαση και ορισμένες πρωτογενείς δραστηριότητες. Αν και αυτοί οι τομείς συνεισφέρουν σημαντικά σε θέσεις εργασίας (και συνεπώς βοηθούν στη μείωση της ανεργίας), η συμβολή τους στην παραγωγικότητα και στο εισόδημα είναι περιορισμένη.

Μετά την κρίση, η ανάκαμψη της απασχόλησης παρατηρήθηκε κυρίως σε κλάδους όπως το λιανικό εμπόριο, οι μεταφορές, τα καταλύματα και η εστίαση – τους τομείς δηλαδή του τουρισμού και των υπηρεσιών. Ωστόσο, αυτοί οι κλάδοι εμφανίζουν και τα υψηλότερα ποσοστά επισφαλούς ή προσωρινής απασχόλησης, καθώς και εξαντλητικά ωράρια εργασίας (συχνά πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα). Την ίδια στιγμή, οι κλάδοι υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η μεταποίηση (βιομηχανία) και οι επαγγελματικές/επιστημονικές υπηρεσίες, παραμένουν περιορισμένοι στην οικονομία. Το αποτέλεσμα είναι μια αγορά εργασίας «δύο ταχυτήτων»: πολλές νέες θέσεις είναι χαμηλόμισθες και χαμηλής παραγωγικότητας, ενώ λίγες μόνο αφορούν τομείς με υψηλή αξία και μισθούς. Σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, πλέον απασχολούνται περισσότεροι εργαζόμενοι σε σχέση με το 2009 για να παραγάγουν χαμηλότερη συγκριτικά προστιθέμενη αξία – ένδειξη ότι η ανάκαμψη στηρίχθηκε σε εργασία χαμηλής παραγωγικότητας. Με άλλα λόγια, το μοντέλο ανάπτυξης της τελευταίας δεκαετίας δημιουργεί “φθηνές” θέσεις εργασίας, οι οποίες δεν αυξάνουν το συνολικό παραγόμενο προϊόν ανά εργαζόμενο.

Ακόμη και ο πλέον δυναμικός τομέας της πρόσφατης περιόδου – ο τουρισμός – ενέχει περιορισμούς. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις βοηθούν βραχυπρόθεσμα στην εισροή ξένου συναλλάγματος, όμως η χώρα δεν μπορεί να βασίζεται μονομερώς σε αυτές. Όπως σημείωνε χαρακτηριστικά η οικονομολόγος Λούκα Κατσέλη, «η εξάρτηση της χώρας από τις τουριστικές εισπράξεις, από μεταβιβάσεις και εξωτερικό δανεισμό την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη στις διακυμάνσεις… των διεθνών αγορών». Πράγματι, το τουριστικό εισόδημα μπορεί να πληγεί εύκολα από εξωγενείς παράγοντες (όπως πανδημίες, γεωπολιτικές εντάσεις ή αλλαγές στις προτιμήσεις των ταξιδιωτών), ενώ δεν υποκαθιστά την ανάγκη μιας σταθερής βιομηχανικής παραγωγής. Εν τέλει, η προσκόλληση σε κλάδους χαμηλής αξίας αφήνει την οικονομία ευάλωτη και ασταθή: ευάλωτη σε σοκ (π.χ. μια κακή τουριστική σεζόν μπορεί να επιδεινώσει δραματικά το ισοζύγιο) και ασταθή ως προς τις προοπτικές μακροπρόθεσμης σύγκλισης με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Βιομηχανική πολιτική και τεχνολογική πολυπλοκότητα: Προς ένα νέο υπόδειγμα

Εφόσον η ελληνική οικονομία πάσχει από δομικές αδυναμίες, τίθεται το ερώτημα: πώς μπορεί να επιτευχθεί ουσιαστική ανάπτυξη; Η μελέτη των Μισσού, Δομένικου και Πόντη (2024) καταλήγει σε ένα σαφές συμπέρασμα: χρειάζεται επανέναρξη βασικών εργαλείων βιομηχανικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, απαιτείται ένας στρατηγικός αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής με στόχο τον εκσυγχρονισμό και τη διαφοροποίηση της παραγωγής. Για πολλά χρόνια, η επικρατούσα αντίληψη στην Ευρωπαϊκή Ένωση απέφευγε τη βιομηχανική πολιτική, προκρίνοντας την “ελευθερία της αγοράς” και τον οριζόντιο ανταγωνισμό. Όμως, όπως αναδεικνύει η μελέτη, οι ανεπτυγμένες χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα ουσιαστικά επωφελήθηκαν από προστατευτικές πολιτικές και στοχευμένες παρεμβάσεις για να διατηρήσουν την τεχνολογική τους πρωτοπορία. Αντίστοιχα, χώρες της περιφέρειας σαν την Ελλάδα – που δεν διέθεταν τέτοια εργαλεία ή τα εγκατέλειψαν τη δεκαετία του ’90 – βρέθηκαν να ανταγωνίζονται με άνισους όρους σε μια ενιαία αγορά.

Η βιομηχανική πολιτική μπορεί να περιλαμβάνει ένα σύνολο δράσεων: από επενδύσεις σε έρευνα και υποδομές υψηλής τεχνολογίας, έως κίνητρα για ανάπτυξη μεταποιητικών δραστηριοτήτων, προστασία νεογέννητων βιομηχανιών (infant industries) και ενίσχυση συνεργασιών μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων. Στόχος είναι η αύξηση της τεχνολογικής πολυπλοκότητας της οικονομίας – δηλαδή ο βαθμός στον οποίο μια χώρα μπορεί να παράγει σπάνια και προηγμένα προϊόντα. Η έρευνα του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ ανέπτυξε μάλιστα μια πρωτότυπη μεθοδολογία μέτρησης της οικονομικής πολυπλοκότητας, βασισμένη στη «σπανιότητα» των εμπορευμάτων που εξάγει κάθε χώρα. Μέσα από αυτή τη μεθοδολογία και τη χαρτογράφηση του παραγωγικού χώρου της ΕΕ-27, κατέδειξε τα διαρθρωτικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κάθε οικονομίας – με την Ελλάδα να παρουσιάζει σημαντικές υστερήσεις αλλά και δυνατότητες.

Για την Ελλάδα, μια νέα βιομηχανική πολιτική θα σήμαινε, στήριξη εγχώριων παραγωγών σε τομείς όπου υπάρχει συγκριτικό πλεονέκτημα αλλά και περιθώριο τεχνολογικής αναβάθμισης (π.χ. αγροδιατροφικός τομέας με έμφαση στην μεταποίηση, πράσινη ενέργεια και εξοπλισμός, φαρμακευτική βιομηχανία, πληροφορική και δημιουργική βιομηχανία). Θα σήμαινε επίσης ενεργητικές πολιτικές για την ανάσχεση του brain drain – για παράδειγμα προγράμματα που φέρνουν Έλληνες επιστήμονες πίσω σε ερευνητικά κέντρα και επιχειρήσεις στην πατρίδα. Επιπλέον, η έμφαση στην τεχνολογική εκπαίδευση και την αναβάθμιση δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού είναι κρίσιμη: χωρίς ανθρώπινο κεφάλαιο, καμία βιομηχανική πολιτική δεν μπορεί να πετύχει.

Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι τέτοιες παρεμβάσεις δεν αντιβαίνουν στον στόχο της οικονομικής αποτελεσματικότητας – αντιθέτως, μπορούν να διορθώσουν αποτυχίες της αγοράς. Η Ελλάδα έχει ζήσει τις συνέπειες της αποβιομηχάνισης και της μονομερούς εξάρτησης από υπηρεσίες: αύξηση ανισοτήτων, μεσαία τάξη υπό πίεση, αναπτυξιακή πόλωση σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Η ανάκτηση μιας παραγωγικής στρατηγικής θα μπορούσε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης, όπου η μεγέθυνση θα στηρίζεται σε στέρεες βάσεις.

Συμπέρασμα: Πέρα από τους αριθμούς του ΑΕΠ

Η περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου η οικονομική μεγέθυνση δεν συνεπάγεται αυτομάτως οικονομική ανάπτυξη. Η σαθρή παραγωγική δομή – με την ανεπαρκή βιομηχανική βάση, την τεχνολογική καθυστέρηση και την προσκόλληση σε χαμηλής αξίας δραστηριότητες – περιορίζει την ικανότητα της χώρας να μετατρέψει τη βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη σε μακροπρόθεσμη πρόοδο. Αν συνεχίσουμε να κοιτάμε μόνο τους αριθμούς του ΑΕΠ, μπορεί να θεωρήσουμε επιτυχημένη μια πορεία που στην πραγματικότητα βαθαίνει τις εξαρτήσεις. Όπως είδαμε, η πρόσφατη μεγέθυνση συνοδεύτηκε από νέο εξωτερικό δανεισμό και πώληση περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό, ενώ η παραγωγική υστέρηση παραμένει.

Η ουσιαστική ανάπτυξη απαιτεί αλλαγή παραδείγματος. Τα ευρήματα της έρευνας του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ επιβεβαιώνουν ότι χωρίς μια ενεργή στρατηγική βιομηχανικής πολιτικής σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, οι ανισότητες μεταξύ κέντρου και περιφέρειας θα διαιωνίζονται. Για την Ελλάδα, το ζητούμενο είναι ένα νέο παραγωγικό μοντέλο: πιο διαφοροποιημένο, πιο καινοτόμο και κοινωνικά δίκαιο. Η ποιοτική αναβάθμιση της οικονομίας, μέσω τεχνολογίας, βιομηχανίας και ανθρώπινου κεφαλαίου,  είναι η μόνη οδός για να μεταβούμε από τη συγκυριακή μεγέθυνση στη βιώσιμη ανάπτυξη. Οι αριθμοί του ΑΕΠ μπορεί να «μεγαλώνουν», όμως το ερώτημα παραμένει. Μεγαλώνει πράγματι και η οικονομία μας σε θεμέλια και προοπτικές; Η απάντηση, προς το παρόν, είναι επιφυλακτική. Για να αλλάξει, χρειάζονται τολμηρές αποφάσεις προς την κατεύθυνση μιας παραγωγικής ανασυγκρότησης με έμφαση στην τεχνολογική πολυπλοκότητα και την εγχώρια προστιθέμενη αξία, μια πορεία που θα καταστήσει την ανάπτυξη κάτι περισσότερο από έναν ευσεβή πόθο στις κυβερνητικές εξαγγελίες.

Σημειώσεις/Βιβλιογραφία:

  1. Βλάσης Μισσός, Χαράλαμπος Δομένικος, Νίκος Πόντης (2024). Παραγωγική δομή, εξαγωγική δραστηριότητα και εισοδηματική πόλωση στην ΕΕ-27: Βιομηχανική πολιτική, τεχνολογική πολυπλοκότητα και ανισότητα. Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ. .
  2. Λούκα Κατσέλη (2024). «Παραγωγικό Έλλειμμα: πηγή κρίσεων του χθες και ευκαιριών του αύριο», Το Βήμα, 17/10/2024.
  3. ΙΝΕ/ΓΣΕΕ (2023). Ετήσια Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση.
  4. Dimitri B. Papadimitriou et al. (2025). «Στρατηγική Ανάλυση – Ελλάδα: Αναπτυσσόμενη σε ένα μη Βιώσιμο Μονοπάτι», Levy Economics Institute, Μάρτιος 2025.


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ