Το μπουκάλι ήταν κρυμμένο κάτω από το σταυρό στον πύργο του μοναστηριού και δίνει αποκαλυπτικές πληροφοίες για τη ζωή υπό τον Νικόλαο Β
Ένα ιστορικό εύρημα, ηλικίας 120 ετών, ανακαλύφθηκε τυχαία σε Μοναστήρι της Πολωνίας, και περιγράφει τη ζωή επί αυτοκρατορίας του τελευταίου Τσάρου της Ρωσίας.
Ένα μπουκάλι που βρέθηκε κατά τη διάρκεια εργασιών συντήρησης στο μοναστήρι Benardine του 16ου αιώνα στο χωριό Kazimierz Biskupi, περιείχε ένα σημείωμα γραμμένο τον Μάιο του 1905 από έναν τοπικό σιδηρουργό ονόματι Karol Szulc. Το μπουκάλι ήταν κρυμμένο κάτω από το σταυρό στον πύργο του μοναστηριού
Η επιστολή, κάτι σαν «χρονοκάψουλα» ρίχνει φως στο πώς ζούσαν οι κάτοικοι υπό τον Τσάρο Νικόλαο Β.
Ξεκινώντας με τη φράση «Αγαπητοί Κύριοι», η σύντομη επιστολή, γραμμένη σε ένα μόνο φύλλο χαρτιού με ρέουσα καλλιγραφία, αναφέρει: «Σκοπεύω να σας περιγράψω την παρούσα εποχή».

«Και έτσι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ρώσου Αυτοκράτορα Νικολάου του Β’, η ζωή είναι απαίσια για εμάς τους Πολωνούς που στενάζουμε από τον ιδρώτα της ρωσικής κυριαρχίας, τον ιδρώτα του ρωσικού μαστιγίου.»
Η επιστολή με ημερομηνία 9 Μαΐου γράφτηκε λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης του 1905 στις αρχές του ίδιου έτους.
Εκείνη την εποχή η Πολωνία έπαψε επίσημα να υπάρχει, έχοντας διαιρεθεί μεταξύ Ρωσίας, Πρωσίας και Αυστρίας.
Αλλά απαντώντας στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές καταστολές του Τσάρου, οι Πολωνοί είχαν ξεσηκωθεί σε μαζικές διαμαρτυρίες, απεργίες και διαδηλώσεις απαιτώντας πολιτική ελευθερία, δικαιώματα των εργαζομένων και εθνική αυτονομία.
Το τσαρικό καθεστώς απάντησε με βάναυση καταστολή με αποτέλεσμα εκατοντάδες νεκρούς.
Επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος και χιλιάδες συνελήφθησαν ή απελάθηκαν στη Σιβηρία.
Στην επιστολή του, ο Σουλτς αναφέρθηκε επίσης στον τότε συνεχιζόμενο πόλεμο μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Ιαπωνίας, ο οποίος διήρκεσε από τον Φεβρουάριο του 1904 έως τον Σεπτέμβριο του 1905.

AP/Aρχείου
Έγραψε: «Πράγματι, η Ρωσία διεξάγει πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας (;), και ο πόλεμος είναι τόσο τρομερός που από την αρχή του κόσμου δεν υπήρξε ποτέ παρόμοιος, καθώς σε αυτόν τον πόλεμο έχουν ήδη πεθάνει σχεδόν ένα εκατομμύριο άνθρωποι και δεν έχει τελειώσει ακόμα».
Η σύγκρουση – για αντίπαλες αυτοκρατορικές φιλοδοξίες – έληξε με ήττα για τη Ρωσία, παρά την ανώτερη ισχύ της στα χαρτιά.
Ο Σουλτς ολοκλήρωσε την επιστολή του επαινώντας τον τοπικό ιερέα του χωριού για την κατασκευή μιας νέας εκκλησίας.
Έγραψε: «Ωστόσο, ακόμη και σε τόσο δύσκολες στιγμές, ο Κύριος ο Θεός ενέπνευσε με το Άγιο Πνεύμα τον αξιότιμο ιερέα μας, πατέρα Ι. Μαλακόφσκι, ο οποίος ανέλαβε ο ίδιος να χτίσει μια εκκλησία και, χάρη σε εθελοντικές συνεισφορές, ολοκληρώθηκε, ξαναχτισμένη από τον ξυλουργό Μίχαλ Νοβακόφσκι».
Ο Τσάρος επέζησε από τις εξεγέρσεις του 1905 παραχωρώντας μέρος της εξουσίας του και εκδημοκρατίζοντας την κυβέρνησή του.
Ένα σύνταγμα που εκδόθηκε το 1906 ίδρυσε ένα κοινοβούλιο – την Κρατική Δούμα – και έδωσε στους πολίτες περισσότερα δικαιώματα.
Αλλά ο διακανονισμός ήταν βραχύβιος. Ο Τσάρος δεν μπόρεσε να αντέξει τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, η οποία έλαβε χώρα εν μέσω της εμπλοκής της χώρας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αναγκάστηκε να παραιτηθεί και εξορίστηκε στο Εκατερίνεμπουργκ με τη γυναίκα και τα παιδιά του.
Ολόκληρη η οικογένεια δολοφονήθηκε από τους Μπολσεβίκους του Βλαντιμίρ Λένιν τον Ιούλιο του 1918.

