Κάποτε, Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν οι δύο πυλώνες της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Σήμερα, βρίσκονται εγκλωβισμένες σε μια εμπορική διένεξη που θυμίζει λιγότερο συμμαχία και περισσότερο ψυχρό πόλεμο τιμολογίων.
Του: Κωνσταντίνου Θεοδωρακόπουλου – Οικονομολόγος
Οι δασμοί του Τραμπ, επιθετικοί και καθολικοί, δεν είναι απλώς οικονομικά μέτρα : «Είτε συμμορφώνεστε, είτε πληρώνετε». Και η Ευρώπη, παρά τη βραδύτητά της, δεν έμεινε αδρανής. Ο διατλαντικός εμπορικός άξονας τρίζει. Το ερώτημα δεν είναι πλέον ποιος έχει δίκιο, αλλά αν υπάρχει επιστροφή στην κανονικότητα πριν κοπούν οι γέφυρες οριστικά.
Η επιθετική δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ έχει ήδη ψυχράνει τις διατλαντικές σχέσεις, φέρνοντας την ΕΕ και τις ΗΠΑ στο χείλος εμπορικής σύγκρουσης. Το νέο πακέτο δασμών του Τραμπ επηρεάζει το 70% περίπου των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ – κάλυψε προϊόντα αξίας ~532 δισ. ευρώ (585 δισ. δολ.) το προηγούμενο έτος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει πλέον δασμό 25% σε βασικούς της κλάδους όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο και τα αυτοκίνητα. Ειδικά η αυτοκινητοβιομηχανία της Ευρώπης υφίσταται σοβαρό πλήγμα: οι ΗΠΑ αποτελούν τον μεγαλύτερο εξαγωγικό προορισμό για τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα και ο κλάδος αυτός στην ΕΕ απασχολεί σχεδόν 14 εκατομμύρια εργαζόμενους, άμεσα και έμμεσα. Οι δασμοί 25% στα ευρωπαϊκά οχήματα αναμένεται να αυξήσουν το κόστος για τον τελικό αγοραστή στις ΗΠΑ κατά χιλιάδες δολάρια ανά όχημα, καθιστώντας τα ευρωπαϊκά μοντέλα λιγότερο ανταγωνιστικά. Ευρωπαϊκοί όμιλοι όπως η Volkswagen, BMW, Mercedes-Benz κ.ά. θα δουν τις εξαγωγές τους να μειώνονται, ενώ ενδέχεται να επιταχύνουν τη μεταφορά παραγωγής σε αμερικανικό έδαφος (για να αποφύγουν τους δασμούς). Παράλληλα, δασμός 25% στον χάλυβα και αλουμίνιο πλήττει ευρωπαϊκές χαλυβουργίες (π.χ. σε Γερμανία, Ιταλία) που εξάγουν σε αμερικανικές βιομηχανίες, προκαλώντας αλυσιδωτές συνέπειες και για τους αμερικανούς πελάτες τους (π.χ. κατασκευαστές αυτοκινήτων ή μηχανημάτων που θα πληρώνουν ακριβότερες πρώτες ύλες).
Εκτός από αυτούς τους στοχευμένους τομείς, η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη και με γενικευμένο δασμό 20% σχεδόν σε όλα τα λοιπά προϊόντα της που εξάγει στις ΗΠΑ. Αυτό περιλαμβάνει μια ευρεία γκάμα: βιομηχανικά και τεχνολογικά προϊόντα (μηχανές, ηλεκτρονικά, εξοπλισμό), καταναλωτικά αγαθά (ρούχα, καλλυντικά, οικιακές συσκευές) και αγροδιατροφικά προϊόντα (τρόφιμα, ποτά). Αν και ορισμένοι ευαίσθητοι τομείς εξαιρέθηκαν προσωρινά (όπως ο χαλκός, τα φαρμακευτικά, οι ημιαγωγοί και το ξυλεία, για τους οποίους προαναγγέλθηκαν ξεχωριστές έρευνες δυνάμει του άρθρου 232), συνολικά ο αντίκτυπος είναι εκτεταμένος. Χαρακτηριστικά, προϊόντα-σύμβολα των ευρωπαϊκών εξαγωγών όπως τα γαλλικά κρασιά, τα ιταλικά τυριά, αλλά και βιομηχανικά προϊόντα όπως εργαλειομηχανές, ανταλλακτικά, είδη πολυτελείας, υπόκεινται πλέον σε σημαντικό πρόσθετο κόστος για να εισέλθουν στην αμερικανική αγορά.
Η αντίδραση της Ευρώπης υπήρξε αποφασιστική αλλά και προσεκτικά συντονισμένη. Οι 27 χώρες της ΕΕ, παρά τις διαφορετικές εκθέσεις τους στο πρόβλημα, επιδιώκουν να παρουσιάσουν ενιαίο μέτωπο απέναντι στις κινήσεις του Τραμπ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοίμασε άμεσα έναν κατάλογο αντιποίνων ύψους ~$28 δισ. σε αμερικανικά αγαθά. Το σκεπτικό είναι να στοχεύσουν στρατηγικά προϊόντα από πολιτικά ευαίσθητες πολιτείες των ΗΠΑ, ώστε να ασκηθεί πίεση. Στις προτεινόμενες ευρωπαϊκές κυρώσεις περιλαμβάνονται προϊόντα όπως γεωργικά αγαθά (π.χ. κρέας, σιτηρά), τρόφιμα & ποτά (κρασιά, μπέρμπον, χυμοί), βιομηχανικά προϊόντα (ξύλο, ενδύματα, εξοπλισμός) και ακόμα και καταναλωτικά είδη όπως οδοντικό νήμα, ηλεκτρικές σκούπες ή χαρτικά. Στόχος είναι να πληγούν τομείς που θα προκαλέσουν πολιτική πίεση στις ΗΠΑ (όπως η αγροτική παραγωγή ή γνωστές αμερικανικές μάρκες). Ήδη, μια χαρακτηριστική αντιπαράθεση είναι γύρω από το ουίσκι μπέρμπον: η Κομισιόν πρότεινε δασμό 50% στο μπέρμπον (που πλήττει πολιτείες όπως το Κεντάκι), και ο Τραμπ απάντησε απειλώντας με 200% δασμό στα ευρωπαϊκά οινοπνευματώδη αν υλοποιηθεί αυτό το μέτρο. Αυτό δείχνει πως η σύγκρουση μπορεί εύκολα να κλιμακωθεί.
Η ΕΕ, ως οικονομία εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από το διεθνές εμπόριο, ανησυχεί για έναν ευρύτερο εμπορικό πόλεμο. Ευρωπαϊκοί κύκλοι προειδοποιούν ότι αν η κατάσταση ξεφύγει, θα πληγούν και οι δύο πλευρές του Ατλαντικού: ακριβότερα αγαθά για δισεκατομμύρια καταναλωτές και διακινδύνευση της ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο. Αναλύσεις ευρωπαϊκών think tank εκτιμούν ότι, σε ένα σενάριο πλήρους εμπορικής σύγκρουσης, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ θα μειωθούν σημαντικά, αλλά και οι αμερικανικές εξαγωγές προς την ΕΕ θα υποστούν πτώση (υπολογίζεται μέχρι 8-10%) καθώς οι δασμοί και τα αντίποινα θα αποθαρρύνουν το εμπόριο. Αυτό θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στο ΑΕΠ και των δύο. Για τον λόγο αυτό, ευρωπαϊκή ηγεσία (π.χ. ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Μαρός Σέφτσοβιτς) έχουν πραγματοποιήσει επανειλημμένα ταξίδια στην Ουάσινγκτον προσπαθώντας να πετύχουν διπλωματική εκτόνωση και να πείσουν την κυβέρνηση Τραμπ να διαπραγματευτεί μια λύση. Η ΕΕ εμφανίζεται πρόθυμη να συζητήσει αμοιβαία μείωση δασμών ή και νέα εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ, ώστε να αποφευχθεί η κλιμάκωση. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, ο Τραμπ δηλώνει ανυποχώρητος: θεωρεί τους δασμούς μόνιμο μέτρο και προβάλλει το επιχείρημα ότι θα αποφέρουν ~$100 δισ. έσοδα ετησίως και θα «συνεχίσουν να τροφοδοτούν την ανάπτυξη» της αμερικανικής βιομηχανίας.
Σε επιλεγμένους ευρωπαϊκούς κλάδους, οι συνέπειες διαφαίνονται ήδη:
Αυτοκινητοβιομηχανία: Πέρα από τη μείωση εξαγωγών έτοιμων αυτοκινήτων, υπάρχει κίνδυνος για αναταράξεις στην παραγωγική αλυσίδα. Πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες είχαν αναπτυγμένες εφοδιαστικές αλυσίδες που διέσχιζαν τον Ατλαντικό (εισαγωγή αμερικανικών μερών στην Ευρώπη και αντίστροφα). Με τους νέους δασμούς, η αβεβαιότητα μπορεί να αναστείλει επενδύσεις και να ωθήσει εταιρείες να επανασχεδιάσουν τις αλυσίδες τους, ενδεχομένως μετακινώντας περισσότερη παραγωγή εντός ΗΠΑ ή σε τρίτες χώρες. Αυτό όμως χρειάζεται χρόνο και πόρους, επηρεάζοντας την αποδοτικότητα. Επίσης, μειωμένες πωλήσεις στην αμερικανική αγορά θα πιέσουν τα έσοδα των ευρωπαϊκών εταιρειών, πιθανώς επηρεάζοντας και την απασχόληση στην Ευρώπη αν μειωθεί η παραγωγή.
Πρώτες ύλες και ενέργεια: Οι δασμοί 25% σε χάλυβα και αλουμίνιο έχουν άμεσο αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες εξόρυξης και μεταποίησης μετάλλων. Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ενδέχεται να χάσουν μερίδιο στην αμερικανική αγορά, προς όφελος εγχώριων ΗΠΑ ή τρίτων χωρών που δεν χτυπήθηκαν από ισότιμους δασμούς. Παράλληλα, οι ΗΠΑ έχουν εξαιρέσει προσωρινά ενεργειακά προϊόντα από δασμούς (όπως πετρέλαιο, υγροποιημένο φυσικό αέριο), επομένως οι ροές ενεργειακών πρώτων υλών Ευρώπης–ΗΠΑ (οι οποίες έτσι κι αλλιώς είναι περιορισμένες, αφού οι ΗΠΑ είναι καθαρός εξαγωγέας ενέργειας) δεν επηρεάζονται άμεσα. Ωστόσο, ευρωπαϊκές βιομηχανίες που καταναλώνουν ενέργεια εντάσεως (π.χ. χημική βιομηχανία) μπορεί να ωφεληθούν από τη μείωση τιμών ορισμένων πρώτων υλών αν η ζήτηση των ΗΠΑ πέσει (ένα περίπλοκο δευτερογενές αποτέλεσμα). Γενικά όμως, η πρόσβαση σε πρώτες ύλες δεν αποτελεί κύρια εστία της διατλαντικής διαμάχης αυτή τη στιγμή, πέρα από τα μέταλλα.
Βιομηχανικά και τεχνολογικά προϊόντα: Οι δασμοί 20% σε μηχανές, εξοπλισμό, ηλεκτρονικά κ.λπ. σημαίνουν ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες σε αυτούς τους τομείς (π.χ. κατασκευαστές μηχανολογικού εξοπλισμού στη Γερμανία, εταιρείες ηλεκτρονικών στην Ολλανδία κ.ο.κ.) θα δουν τα προϊόντα τους να γίνονται ακριβότερα στις ΗΠΑ. Κάποιες επιχειρήσεις ίσως απορροφήσουν μέρος του κόστους μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους τους για να παραμείνουν ανταγωνιστικές, ενώ άλλες πιθανώς θα αυξήσουν τις τιμές, ρισκάροντας μείωση των πωλήσεων. Επιπλέον, υπάρχει ο φόβος ότι η αβεβαιότητα και ο προστατευτισμός στις ΗΠΑ θα οδηγήσει σε μετακύλιση τεχνολογικών επενδύσεων: εταιρείες υψηλής τεχνολογίας μπορεί να επιλέξουν άλλες αγορές ή να επανεξετάσουν επενδύσεις στις ΗΠΑ. Ειδικά σε τομείς αιχμής (π.χ. πράσινες τεχνολογίες, AI, τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός), η Ευρώπη και οι ΗΠΑ έως τώρα συνεργάζονταν στενά· μια εμπορική ρήξη θα μπορούσε να διαβρώσει αυτή τη συνεργασία, με μακροπρόθεσμα μειονεκτήματα για την καινοτομία και στις δύο πλευρές.
Οι διατλαντικές σχέσεις διέρχονται κρίση εξαιτίας του δασμολογικού πολέμου. Η ΕΕ, παρά τις διαφωνίες στους κόλπους της, επιδιώκει να απαντήσει αναλογικά και να διαφυλάξει το πολυμερές εμπορικό σύστημα (προσφεύγοντας πιθανώς και στον ΠΟΕ για τις μονομερείς ενέργειες των ΗΠΑ). Ταυτόχρονα, Ευρώπη και ΗΠΑ παραμένουν στρατηγικοί σύμμαχοι σε άλλα πεδία, γεγονός που καθιστά επιτακτική την εξεύρεση λύσης: είτε μέσω μιας νέας εμπορικής συμφωνίας που θα αντιμετωπίσει ζητήματα όπως οι δασμοί στα αυτοκίνητα και οι αθέμιτες πρακτικές της Κίνας, είτε μέσω ενός κοινού πλαισίου τεχνολογικής συνεργασίας που θα άρει την ανάγκη για τέτοιους δασμούς. Προς το παρόν, όμως, επικρατεί αβεβαιότητα. Η εμπορική σύγκρουση απειλεί να φρενάρει την ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών και να αποσταθεροποιήσει περαιτέρω την παγκόσμια οικονομία, σε μια περίοδο που ήδη αντιμετωπίζει προκλήσεις (ενεργειακή κρίση, πληθωριστικές πιέσεις, γεωπολιτικές εντάσεις).
Η ρήξη ΗΠΑ–ΕΕ δεν είναι μια απλή διαφωνία για τιμολόγια. Είναι προειδοποίηση για το τέλος μιας εποχής. Αν ο προστατευτισμός γίνει το νέο status quo, τότε δεν απειλείται μόνο η οικονομική συνεργασία αλλά η ίδια η αρχιτεκτονική του Δυτικού κόσμου. Σε έναν κόσμο που ήδη ταλαντεύεται από γεωπολιτικές κρίσεις και ενεργειακές ανακατατάξεις, η επιδείνωση των διατλαντικών σχέσεων μπορεί να αποδειχθεί καταλύτης αποσταθεροποίησης. Το διακύβευμα ξεπερνά τις εξαγωγές: είναι η συνοχή της Δύσης απέναντι σε έναν κατακερματισμένο πλανήτη.

