Η νέα τοποθέτηση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, περί ευρωπαϊκής χρηματοδότησης του στρατιωτικού εξοπλισμού που αποστέλλεται στην Ουκρανία, προκαλεί πολιτικές και οικονομικές αναταράξεις στις Βρυξέλλες. Το Bloomberg επισημαίνει ότι η πρότασή του επαναφέρει στο προσκήνιο τις προκλήσεις γύρω από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και τις αμυντικές προτεραιότητες της ΕΕ.
Ο Αμερικανός πρόεδρος, παρότι δήλωσε διατεθειμένος να προσφέρει στην Ουκρανία ένα σύγχρονο οπλικό πακέτο, συνδέει την παράδοση του με την οικονομική συνεισφορά των ευρωπαίων εταίρων. Αν και η στάση του είναι συνεπής με την κριτική του προς το ΝΑΤΟ, αυτή η πρόταση επιταχύνει τις ενδοευρωπαϊκές συνομιλίες για ενίσχυση της άμυνας και της στρατιωτικής υποστήριξης προς το Κίεβο.
Η πρωτοβουλία αυτή φέρνει επιπλέον πίεση στην ΕΕ, καθώς εξετάζεται ο προϋπολογισμός των €1,2 τρισ. για την περίοδο 2028–2034. Στο πλαίσιο αυτό, οι 27 χώρες επιχειρούν να ισορροπήσουν μεταξύ διαχρονικών προτεραιοτήτων –όπως η αγροτική πολιτική– και νέων απειλών, όπως η ρωσική επιθετικότητα.
Δυσκολίες στη χάραξη πολιτικής και στις δημοσιονομικές ισορροπίες
«Τόσες πολλές προτεραιότητες, τόσα λίγα χρήματα», δήλωσε ο Τσέχος ΥΠΕΞ, Γιαν Λιπάφσκι, τονίζοντας ότι οι νέες ανάγκες για άμυνα πρέπει να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό με τις παραδοσιακές δημοσιονομικές απαιτήσεις.
Παράλληλα, η Κάγια Κάλας, Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική, προειδοποίησε ότι η ευρωπαϊκή πληρωμή για αμερικανικά όπλα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έμμεση ευρωπαϊκή προσφορά:
«Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βοηθήσουμε την Ουκρανία. Η έκκληση είναι όλοι να κάνουν το ίδιο. Αν υπόσχεσαι να δώσεις τα όπλα αλλά λες ότι κάποιος άλλος θα πληρώσει, τότε δεν τα δίνεις πραγματικά, έτσι δεν είναι;»
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να παρουσιάσει αύριο την πρόταση του επταετούς προϋπολογισμού, με επίκεντρο την άμυνα και την ανταγωνιστικότητα. Ορισμένες κυβερνήσεις ζητούν κοινό δανεισμό για να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή ικανότητα άμεσης χρηματοδότησης – κάτι που θα μπορούσε να διευκολύνει και τη στήριξη προς την Ουκρανία.
Αντιδράσεις και προτάσεις για κοινό δανεισμό
Ο Επίτροπος Άμυνας, Αντριους Κουμπίλιους, υπογράμμισε τη σχετική αδυναμία της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης συγκριτικά με τις εθνικές επενδύσεις:
«Η χρηματοδότηση της ΕΕ θα είναι περίπου 40 φορές μικρότερη από τις εθνικές δαπάνες άμυνας κατά την επόμενη δημοσιονομική περίοδο.»
Υπενθύμισε, επίσης, ότι η χρηματοδότηση αμερικανικών εξοπλισμών από κοινοτικά ταμεία δεν επιτρέπεται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες.
Ωστόσο, τα κράτη-μέλη ενδέχεται να αξιοποιήσουν το ταμείο SAFE ύψους €150 δισ. για κοινές προμήθειες – συμπεριλαμβανομένων αυτών για την Ουκρανία – απελευθερώνοντας εθνικούς πόρους για άμεσες εξωτερικές αγορές.
Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε: «Τα κράτη μας μπορούν να πάρουν τα SAFE δάνειά τους και να προμηθευτούν απευθείας από την ουκρανική αμυντική βιομηχανία. Για τα κράτη-μέλη είναι υψηλής ποιότητας, γρήγορο και φθηνό. Για την Ουκρανία, είναι και τα δύο κρίσιμα έσοδα, αλλά και η δυνατότητα να ενισχύσει τη δική της αμυντική βάση.»
Διχασμός εντός της Ένωσης
Ορισμένα κράτη, όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ελλάδα, έχουν ταχθεί υπέρ της λύσης του κοινού δανεισμού για την ενίσχυση της άμυνας. Η Ισπανία, μάλιστα, πρότεινε να δοθούν επιχορηγήσεις στα ανατολικά κράτη-μέλη που είναι εκτεθειμένα στη ρωσική απειλή.
Αντίθετα, χώρες όπως η Ιταλία –λόγω οικονομικής αστάθειας– αντιδρούν στην ανάληψη εθνικού χρέους για εξοπλισμούς. Η Γερμανία και η Ολλανδία παραμένουν αρνητικές στο κοινό χρέος, επιμένοντας σε πιο παραδοσιακές δημοσιονομικές επιλογές.
Ο Λιπάφσκι δήλωσε ξεκάθαρα ότι: «Πρώτα θα πρέπει να αποπληρωθεί το χρέος της πανδημίας, για το οποίο η ΕΕ προχώρησε σε κοινό δανεισμό.»
Η πρόκληση πλέον για την Ευρώπη είναι πώς θα διατηρήσει τη στρατηγική της στήριξη στην Ουκρανία ενόψει του αμερικανικού επαναπροσδιορισμού, χωρίς να διαταράξει τις ήδη εύθραυστες δημοσιονομικές ισορροπίες.

