Μια απίστευτη εμπειρία περιγράφει η 49χρονη καλλιτέχνις Νικόλ Μιους, ελληνικής καταγωγής, η οποία «πέθανε» για δύο λεπτά κατά τη διάρκεια νοσηλείας της και επέστρεψε, μεταφέροντας όσα είδε και ένιωσε στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.
Η Μιους βρέθηκε σε κρίσιμη κατάσταση έπειτα από απώλεια του παιδιού της και εισήχθη εσπευσμένα στο χειρουργείο. Εκεί, λόγω επιπλοκών, άρχισε να χάνει τις αισθήσεις της και για δύο λεπτά, οι γιατροί διαπίστωσαν τον κλινικό της θάνατο.
Σύμφωνα με την ίδια, κατά τη διάρκεια εκείνων των στιγμών, ένιωσε το πνεύμα της να αποσπάται από το σώμα της και να κινείται μέσα σε έναν φωτεινό διάδρομο.
«Βρέθηκα να περνάω μέσα από ένα τούνελ μπλε και λευκού φωτός – όχι μια ακτίνα, αλλά έναν διάδρομο που έμοιαζε ζωντανός», είπε.
Η εμπειρία αυτή δεν περιορίστηκε μόνο στην αίσθηση του φωτός και της αποδέσμευσης από το σώμα. Όπως περιγράφει:
«Το φως είχε θερμοκρασία και τόνο — σχεδόν σαν μουσική φτιαγμένη από νερό — και βρέθηκα σε έναν φωτεινό χώρο με “λαμπερά” χρώματα, όπως ασημί, απαλές αποχρώσεις του βιολετί και μπλε».
Εκεί, συνάντησε δύο οντότητες που δεν ήταν ανθρώπινες αλλά είχαν ανθρώπινα χαρακτηριστικά.
«Δύο πανύψηλα όντα καθισμένα σε μαρμάρινους θρόνους, έλαμπαν από ενέργεια. Τα μάτια τους ήταν μεγάλα και μπλε, γεμάτα καλοσύνη και αναγνώριση. Έμοιαζαν ανθρώπινα, αλλά είχαν απαλές βραγχιακές σχισμές στα μάγουλα. Θυμάμαι ότι αντί για πόδια είχαν ουρές που έμοιαζαν με ψαριού, καλυμμένες με λέπια».
«Ήταν ταυτόχρονα αρσενικά και θηλυκά και δεν μιλούσαν με λόγια – αλλά καταλάβαινα τα πάντα απ’ όσα είχαν να μου πουν».
Παρόλο που η Μιους δεν καταλάβαινε κάποια συγκεκριμένη γλώσσα, η επικοινωνία με τα όντα γινόταν τηλεπαθητικά. Η ίδια τα παρομοιάζει με μορφές που θυμίζουν τους ήρωες της ταινίας Avatar και εξηγεί:
«Η ζωή είναι στην πραγματικότητα μια ψευδαίσθηση και πως αρχίζουμε να ζούμε όταν πεθαίνουμε».
Κατά την ίδια, τα όντα αυτά της μετέδωσαν πως δεν ήταν γραφτό να αποκτήσει παιδιά, αλλά της απονεμήθηκε το χάρισμα να μεταφέρει στους ανθρώπους γνώσεις από την «άλλη πλευρά».
«Ένιωσα να με γνωρίζουν πιο βαθιά απ’ ό,τι με είχε γνωρίσει ποτέ κανείς στη ζωή μου – δεν ήθελα να φύγω. Καταλάβαινα αυτό το μέρος, αυτό το συναίσθημα, και πιστεύω πραγματικά ότι είναι το αρχικό μας σπίτι, απ’ όπου όλοι προερχόμαστε».
«Έμαθα ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, αλλά μια επιστροφή στην αληθινή ζωή».
Λίγο αργότερα, επέστρεψε ξαφνικά στο σώμα της. Ο σύζυγός της, Χρήστος, προσπάθησε να της μιλήσει, αλλά αντί για λέξεις, άρχισε να παράγει ήχους που παρέπεμπαν σε δελφίνια.
«Έμοιαζε με τα κλικ που κάνουν τα δελφίνια. Κράτησε για αρκετά λεπτά και όλοι γύρω μας είχαν μείνει άφωνοι. Αλλά δεν μπορούσα να το σταματήσω – περνούσε μέσα από μένα, δεν ερχόταν από μένα», περιέγραψε η Μιους.
Η εμπειρία αυτή την άλλαξε ριζικά. Όπως εξηγεί:
«Οι αισθήσεις μου είχαν οξυνθεί και άκουγα τα συναισθήματα στη φωνή των ανθρώπων ως χρώματα. Επέστρεψα τελείως διαφορετική, σχεδόν αναγεννημένη».
Αν και δεν είχε ξανά παρόμοια επιθανάτια εμπειρία, η Μιους υποστηρίζει ότι συνεχίζει να βλέπει τα γαλάζια όντα σε οράματα. Πιστεύει πως ανήκουν στην «μεσοδιάστατη» φυλή των Απκάλλου (Apkallu), η οποία – κατά ορισμένες αρχαίες παραδόσεις – μετέφερε πολιτισμική γνώση στην ανθρωπότητα.
Όπως αναφέρει η ίδια, το μήνυμα που της ανατέθηκε να μεταδώσει είναι ξεκάθαρο:
«Η αγάπη είναι πιο δυνατή από τον θάνατο».
«Η αγάπη θα νικά πάντα – από εκεί προερχόμαστε όλοι. Είμαστε όλοι μια μεγάλη οικογένεια, ανεξαρτήτως συνόρων, πολιτισμών, θρησκειών και πολιτικής. Ό,τι υπάρχει προέρχεται από την ίδια σπίθα», τόνισε η Μιους.
«Όσο κρατάμε μέσα μας τον φόβο, το μίσος και το ψέμα, τόσο πιο εύκολα μπορεί να χειραγωγηθεί η ανθρωπότητα».
«Για να δημιουργήσουμε τον παράδεισο στη Γη, πρέπει να σκορπίζουμε αγάπη κάθε μέρα. Δεν φοβάμαι πια τον θάνατο, γιατί ξέρω τι με περιμένει από την άλλη πλευρά».
«Ήταν μια αρχή, όχι ένα τέλος».

