Αποκαλύπτει ότι οι αρχές έχουν τη δυνατότητα να αναζητούν και να αναλύουν προσωπικά αρχεία, όπως κρατήσεις ξενοδοχείων, αρχεία διέλευσης συνόρων, εισιτήρια λεωφορείων και τρένων, καθώς και δεδομένα επιβατών αεροπορικών εταιρειών
Ένα εμπιστευτικό έγγραφο αποκαλύπτει ότι οι τουρκικές αρχές επιβολής του νόμου και οι υπηρεσίες πληροφοριών έχουν απεριόριστη πρόσβαση στα δεδομένα των πολιτών σχετικά με τα ταξίδια, τη διαμονή και τις επικοινωνίες τους, γεγονός που εγείρει ανησυχίες για παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής και κατάχρηση των αντιτρομοκρατικών νόμων.
Το έγγραφο, που έφερε στο φως της δημοσιότητας, το Nordic Monitor με τίτλο «Έκθεση Ανάλυσης Συσχέτισης» (Birliktelik Analiz Raporu ή BAR), συντάχθηκε τον Ιούνιο από τη Διεύθυνση Καταπολέμησης Εγκλημάτων κατά της Εθνικής Ασφάλειας, η οποία λειτουργεί υπό την εποπτεία της αστυνομίας. Αποκαλύπτει ότι οι αρχές έχουν τη δυνατότητα να αναζητούν και να αναλύουν προσωπικά αρχεία, όπως κρατήσεις ξενοδοχείων, αρχεία διέλευσης συνόρων, εισιτήρια λεωφορείων και τρένων, καθώς και δεδομένα επιβατών αεροπορικών εταιρειών.

Πώς γίνεται η διασύνδεση
Σύμφωνα με την έκθεση, αυτά τα σύνολα δεδομένων χρησιμοποιούνται για να δημιουργηθούν συνδέσεις μεταξύ ατόμων που μπορεί να μην έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, αλλά εμφανίζονται στον ίδιο τόπο την ίδια στιγμή. Ωστόσο, σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, οι πληροφορίες αυτές θεωρούνται μέρος της ιδιωτικής ζωής και προστατεύονται νομικά. Τόσο ο τουρκικός ποινικός κώδικας όσο και ο νόμος για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα απαγορεύουν τη συλλογή, χρήση ή αποκάλυψη στοιχείων σχετικά με ταξίδια και διαμονή χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου. Οι παραβιάσεις μπορεί να συνιστούν ποινικό αδίκημα.
Το έγγραφο καταδεικνύει ότι στην πράξη αυτές οι διασφαλίσεις παρακάμπτονται, παρέχοντας στην αστυνομία και στις υπηρεσίες πληροφοριών απεριόριστη πρόσβαση σε εθνικές βάσεις δεδομένων.
Στο στόχαστρο πάντα οι Γκιουλενιστές
Το έγγραφο του BAR δείχνει ότι μεγάλο μέρος αυτής της μεθόδου έρευνας έχει στραφεί κατά των οπαδών του κινήματος Γκιουλέν, μιας θρησκευτικής και κοινωνικής ομάδας εμπνευσμένης από τον αποβιώσαντα κληρικό Φετουλάχ Γκιουλέν. Το κίνημα αποτελεί στόχο του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από το 2013, όταν έρευνες για διαφθορά εμπλέκουν τον ίδιο και μέλη του στενού του κύκλου. Η κυβέρνηση κατηγορεί το κίνημα για την οργάνωση απόπειρας πραξικοπήματος το 2016, κατηγορία που το κίνημα αρνείται.
Ο μονομερές χαρακτηρισμός του κινήματος ως τρομοκρατικής οργάνωσης από την τουρκική κυβέρνηση δεν έχει αναγνωριστεί επίσημα σε διεθνές επίπεδο, μια απροθυμία που αποδίδεται ευρέως στην πεποίθηση των παγκόσμιων παραγόντων ότι ο χαρακτηρισμός αυτός έχει πολιτικά κίνητρα και δεν βασίζεται σε ανεξάρτητα επαληθεύσιμα στοιχεία.
Η εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων
Η έκθεση δείχνει ότι η αστυνομία διερευνά εάν άτομα έχουν χρησιμοποιήσει μια εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων που ονομάζεται ByLock και, εάν ναι, με ποιον επικοινωνούσαν. Τα τουρκικά δικαστήρια θεωρούν από καιρό ότι η λήψη της εφαρμογής ByLock, η οποία, όπως ισχυρίζονται, χρησιμοποιήθηκε από μέλη του κινήματος Γκιουλέν, αποτελεί επαρκή απόδειξη για την συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της, η χρήση της εφαρμογής καθ’ εαυτή θεωρείται ενοχοποιητική. Η εφαρμογή ByLock ήταν διαθέσιμη στο Google Play, ωστόσο οι τουρκικές αρχές την παρουσίασαν ως παράνομο εργαλείο.
Σύμφωνα με έκθεση που παρουσιάζει το Nordic Monitor, η τουρκική αστυνομία έχει απεριόριστη πρόσβαση σε πολλαπλές βάσεις δεδομένων που περιέχουν προσωπικές πληροφορίες.
Το έγγραφο διευκρινίζει επίσης ότι τα αρχεία ξενοδοχείων και ξενώνων συλλέγονται μέσω ενός συστήματος που λειτουργεί η υπηρεσία δημόσιας τάξης της αστυνομίας, με δεδομένα που παρέχονται απευθείας από τους παρόχους καταλυμάτων σε ολόκληρη τη χώρα. Οι αρχές των συνοριακών πυλών εισάγουν τα αρχεία εισόδου και εξόδου, τα οποία μπορούν να διασταυρωθούν για να δείξουν τα άτομα που διέρχονται από το ίδιο σημείο ελέγχου εντός 30 λεπτών.
Οι κατάλογοι επιβατών των αεροπορικών εταιρειών παρέχονται με τη μορφή Προκαταρκτικών Πληροφοριών Επιβατών και Αρχείων Ονομάτων Επιβατών από τους αερομεταφορείς, επιτρέποντας στην αστυνομία να ταυτοποιεί τους ταξιδιώτες που βρίσκονται στις ίδιες πτήσεις με τα άτομα που αποτελούν στόχο. Οι εταιρείες λεωφορείων μεταφορτώνουν τα αρχεία ταξιδιών σε μια βάση δεδομένων που διαχειρίζεται το τμήμα πληροφορικής και είναι διαθέσιμη στην αστυνομία, ενώ οι κρατικές σιδηροδρομικές εταιρείες παραδίδουν τους καταλόγους επιβατών των τρένων, όπου αναγράφονται τα άτομα.
«Αναλύσεις συνδέσεων»
Συνδυάζοντας αυτές τις κατηγορίες, η αστυνομία δημιουργεί αυτό που η έκθεση αποκαλεί «αναλύσεις συνδέσεων», με σκοπό να διαπιστώσει εάν ένας ύποπτος συνοδεύεται από άλλα άτομα που θεωρούνται ύποπτα. Το εύρος της πρόσβασης που περιγράφεται στο έγγραφο δείχνει ότι σχεδόν όλες οι μορφές μετακίνησης εντός και εκτός της χώρας παρακολουθούνται και είναι άμεσα διαθέσιμες στους ερευνητές.
Η πρακτική αυτή έχει ήδη οδηγήσει σε ανακρίσεις πολιτών σχετικά με άγνωστους που συνάντησαν τυχαία σε ξενοδοχεία ή στο ίδιο ταξίδι. Οι κρατούμενοι έχουν κληθεί να εξηγήσουν γιατί έμειναν στο ίδιο ξενοδοχείο με έναν άλλο ύποπτο ή γιατί τα τηλέφωνά τους συνδέθηκαν με τον ίδιο πύργο κινητής τηλεφωνίας στο παρελθόν, παρά το γεγονός ότι τέτοιες συμπτώσεις είναι συνηθισμένες στις αστικές περιοχές και δεν υποδηλώνουν απαραίτητα προσωπική επαφή.
Τα αρχεία της αστυνομίας δείχνουν επίσης ότι παρόμοιες αναλύσεις δεδομένων έχουν εφαρμοστεί σε υποθέσεις αντιτρομοκρατίας, στις οποίες οι ύποπτοι συνδέθηκαν αποκλειστικά με βάση κοινά ταξιδιωτικά πρότυπα ή αλληλεπικαλυπτόμενα αρχεία HTS (Historical Traffic Search).
Τα δεδομένα HTS, που λαμβάνονται από εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, καταγράφουν τα αρχεία κλήσεων και τις τοποθεσίες των πύργων κινητής τηλεφωνίας. Οι δικηγόροι ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποστηρίζουν εδώ και καιρό ότι η χρήση των αντιστοιχιών HTS ως αποδεικτικών στοιχείων σύνδεσης είναι αναξιόπιστη, αλλά τα δικαστήρια στην Τουρκία συνεχίζουν να δέχονται τέτοια αρχεία ως βάση για τη δίωξη.

