Ο Αρκάς με το χαρακτηριστικό του χιούμορ μας καλημερίζει και πάλι με ένα σκίτσο που δύσκολα αφήνει κάποιον ασυγκίνητο.
Στο καρέ βλέπουμε ένα κρεβάτι στο οποίο «κοιμούνται» αγκαλιά ένα λουκάνικο και ένα ψωμάκι. Ο διάλογος όμως αποκαλύπτει την αληθινή σάτιρα:
«Αυτή η σχέση έχει κάτι βρώμικο!», λέει το ψωμάκι στο λουκάνικο, παραπέμποντας με χιουμοριστικό τρόπο στο γνωστό και αγαπημένο χοτ ντογκ της ελληνικής νύχτας – το περίφημο «βρώμικο».
Το «βρώμικο» της Αθήνας: ένα σύμβολο της νυχτερινής κουλτούρας
Για δεκαετίες, το «βρώμικο» δεν ήταν απλώς ένα πρόχειρο σνακ, ήταν θεσμός. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι καντίνες που ξεφύτρωναν σε κεντρικές πλατείες, έξω από μπαρ και κλαμπ, έγιναν το άτυπο καταφύγιο κάθε ξενύχτη.
Με αφράτο ψωμάκι, ζουμερό λουκάνικο, μπόλικες σάλτσες –κέτσαπ, μουστάρδα, μαγιονέζα–, τυρί, καραμελωμένα κρεμμύδια και σε πολλές περιπτώσεις έξτρα υλικά όπως πατάτες ή ακόμα και γύρο, το «βρώμικο» έμοιαζε να έχει τη μαγική δύναμη να «γιατρεύει» την πείνα μετά από ξενύχτι και ποτό.
Μυρωδιές, γεύσεις και αναμνήσεις
Η εμπειρία δεν περιοριζόταν στο ίδιο το φαγητό. Ήταν η μυρωδιά του καμένου κρεμμυδιού που απλωνόταν στη νύχτα, οι ουρές στις καντίνες γεμάτες γέλια και κουβέντες, τα τσαλακωμένα χαρτοπετσέτα και το αίσθημα της ανεμελιάς που συνόδευε την κάθε μπουκιά.
Κάθε «βρώμικο» ήταν μια μικρή τελετουργία: μια γευστική ανάμνηση από παρέες που έκλειναν τη βραδιά τους κάτω από τα φώτα του δρόμου, με λιπαρά δάχτυλα και γεμάτο στομάχι.
Από θερμιδική «βόμβα» σε πολιτιστικό σύμβολο
Άλλοι το κατηγορούν ως υπερβολικά ανθυγιεινό, άλλοι όμως το υπερασπίζονται με πάθος, αναγνωρίζοντάς το ως κομμάτι της ελληνικής κουλτούρας διασκέδασης. Το «βρώμικο» δεν ήταν απλώς junk food· ήταν εμπειρία, σύμβολο μιας εποχής και μιας αίσθησης ελευθερίας που δύσκολα βρίσκεις σήμερα.
Και όπως φαίνεται από το χιούμορ του Αρκά, το «βρώμικο» συνεχίζει να ζει όχι μόνο στις καντίνες, αλλά και στη συλλογική μνήμη, σαν γευστική υπενθύμιση ότι η πιο αυθεντική στιγμή της διασκέδασης έρχεται πάντα στο τέλος – με ένα χοτ ντογκ στο χέρι.

Ποιος είναι ο σκιτσογράφος Αρκάς
Ο Αρκάς είναι Έλληνας σκιτσογράφος και συγγραφέας. Ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δημοσιεύοντας τη σειρά Ο Κόκορας στο περιοδικό Βαβέλ και στη συνέχεια στο Παρά Πέντε και στο Μικρό Παρά Πέντε. Το έργο του αποτελείται κυρίως από σειρές με συγκεκριμένο θέμα – πρωταγωνιστές που δημοσιεύονται σε περιοδικά και εφημερίδες και συγκεντρώνονται στη συνέχεια σε άλμπουμ. Από τα έργα του ο Ισοβίτης έχει γίνει σειρά με μαριονέτες για την ελληνική τηλεόραση από τον Μάνθο Σαντοριναίο. Δουλειές του έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, πολωνικά, ρουμανικά, σέρβικα και βουλγάρικα), ενώ έχει γράψει και θεατρικά έργα.
Το πραγματικό ονοματεπώνυμο του εν λόγω συγγραφέα είναι άγνωστο, καθώς ο ίδιος δεν το έχει αποκαλύψει, ενώ τα ονόματα Αντώνης Ευδαίμων και Γεράσιμος Σπανοδημήτρης που έχει χρησιμοποιήσει σε έργα του, θεωρούνται ψευδώνυμα. Επίσης, έχει προταθεί το όνομα Άρης Καστρινός (απ’ όπου υποτιθέμενα προέρχεται και το ΑΡ-ΚΑΣ).
Κατά καιρούς ασκήθηκε κριτική στο έργο του, κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) από τον πολιτικό χώρο της Αριστεράς. Οι επικρίσεις αφορούν κυρίως ορισμένα σκίτσα του που κατηγορήθηκαν ότι είναι μισογυνικά και «χοντροφοβικά». Τον Ιούλιο του 2019 η σελίδα του στο Facebook, σύμφωνα με τον ίδιο, απενεργοποιήθηκε για διάστημα μίας εβδομάδας λόγω συνεχών αναφορών από χρήστες που κατηγόρησαν τις αναρτήσεις του.
Αρκάς: ΜΜΕ & αρθρογράφοι έχουν εστιάσει στις πολιτικές του πεποιθήσεις
Ο ίδιος ο Αρκάς, καθώς και ΜΜΕ και αρθρογράφοι, χαρακτήρισαν τις επικρίσεις απόπειρα λογοκρισίας, ενώ υποστήριξαν ότι η σάτιρα του Αρκά στοχεύει το φαινόμενο της πολιτικής ορθότητας, επειδή το θεωρεί επικίνδυνο και ικανό να απειλήσει κατοχυρωμένα δημοκρατικά δικαιώματα και την ελευθερία του λόγου.

