Ένα «ιερό power game» αναδεικνύεται τις τελευταίες μέρες στην περίμετρο της Μονής Σινά με την παρατεταμένη κρίση, εκτός από το αντικειμενικό ζήτημα για την ίδια τη Μονή και τις σχέσεις Ελλάδας-Αιγύπτου, να αγγίζει ένα θέμα που ξεπερνάει σύνορα κρατών και κλασικές διπλωματικές σχέσεις. Πρόκειται, σύμφωνα με εκκλησιαστικούς κύκλους, για δύο διαφορετικές εκκλησιαστικές προσεγγίσεις, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων να εκδίδουν ανακοινώσεις που, αν και αφορούν το ίδιο ζήτημα, αποτυπώνουν διαφορετικές στρατηγικές και επιδιώξεις.
Η ανάλυση των δύο τοποθετήσεων καταδεικνύει ότι όσα γίνονται στη Μονή Σινά δεν αποτελούν απλώς εσωτερικό ζήτημα της μοναστικής κοινότητας, αλλά μία πτυχή εκκλησιαστικής διπλωματίας.
Η ανακοίνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Στις 29 Αυγούστου 2025, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέσω της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του, έλαβε σαφή θέση υπέρ του Αρχιεπισκόπου Σινά Δαμιανού. Αναγνώρισε ρητά τον Δαμιανό ως νόμιμο και κανονικό ηγούμενο και επανέλαβε την αναγνώριση του ειδικού καθεστώτος αυτονομίας που απολαμβάνει η Μονή Σινά από αιώνων. Η αναφορά αυτή στηρίζεται σε πατριαρχικά σιγίλλια του 16ου και 18ου αιώνα, τα οποία διασφαλίζουν την αυτονομία της Μονής σε κανονικό επίπεδο. Εκκλησιαστικοί κύκλοι σημειώνουν ότι η τοποθέτηση του Φαναρίου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης, λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας για τον Αρχιεπίσκοπο και συνδέει την ηγουμενία του με τη διαχρονική κανονικότητα του Σινά.
Η ανακοίνωση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
Δύο ημέρες αργότερα, στις 31 Αυγούστου 2025, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων επέλεξε διαφορετική γραμμή. Στήριξε τη Σιναϊτική Αδελφότητα ως σύνολο και επικαλέστηκε τη δικαιοδοσία του επί της Μονής, την οποία -σύμφωνα με τη δική του προσέγγιση- θεωρεί κανονική. Υπογράμμισε τα δικαιώματα των Πατέρων που απορρέουν από την παράδοση και κάλεσε την ελληνική πολιτεία και τους λοιπούς εμπλεκόμενους σε συνεργασία για την αποκατάσταση της ειρήνης και της ενότητας. Εκκλησιαστικές πηγές παρατηρούν ότι η ανακοίνωση αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Δαμιανού, κάτι που ερμηνεύεται ως σιωπηρή αμφισβήτηση της ηγουμενίας του. Η στάση αυτή προβάλλει τα Ιεροσόλυμα ως θεσμικό εγγυητή, αλλά παράλληλα αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο διεκδίκησης ευρύτερου ρόλου στη διαχείριση του Σινά.
Δύο στάσεις εκ διαμέτρου αντίθετες
Η αντιπαραβολή των δύο ανακοινώσεων αναδεικνύει ουσιώδεις διαφορές. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο προτάσσει τη θεσμική συνέχεια και την κανονικότητα, εστιάζοντας στον Αρχιεπίσκοπο Δαμιανό ως το πρόσωπο που ενσαρκώνει την αδιάσπαστη παράδοση της Μονής. Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων αποφεύγει την ονομαστική στήριξη και μεταθέτει το κέντρο βάρους στη Σιναϊτική Αδελφότητα, υποστηρίζοντας ότι διαθέτει κανονική δικαιοδοσία.
Εκκλησιαστικοί κύκλοι τονίζουν ότι αυτή η διαφοροποίηση δεν είναι τυχαία. Αντανακλά τη διαφορετική στρατηγική των δύο Πατριαρχείων με το Φανάρι να κινείται στην κατεύθυνση της διασφάλισης του αδιαπραγμάτευτο της κανονικής τάξης, ενώ τα Ιεροσόλυμα δείχνουν να επιχειρούν να κεφαλαιοποιήσουν την κρίση για να διευρύνουν την επιρροή τους. Πρόκειται για μια τάση που είχε διαφανεί, προσθέτουν, από τον τρόπο και το ύφος αντίδρασης των Ιεροσολύμων από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η κρίση.
Η σύγκριση δείχνει επίσης διαφορετικό ύφος, όπως επισημαίνουν εκκλησιαστικοί παρατηρητές. Η ανακοίνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι ξεκάθαρη, χωρίς αμφισημίες, και κινείται στο πλαίσιο της θεσμικής υπευθυνότητας. Η ανακοίνωση των Ιεροσολύμων χαρακτηρίζεται από διπλωματική ασάφεια καθώς διακηρύσσει στήριξη στην Αδελφότητα, αλλά αποσιωπά τον ρόλο του ηγουμένου, αφήνοντας περιθώρια πολλαπλών ερμηνειών. Όπως σχολιάζουν χαρακτηριστικά, αυτή η ασάφεια τείνει να λειτουργεί υπέρ των διεκδικήσεων των Ιεροσολύμων, αλλά εις βάρος της σαφήνειας που απαιτεί μια κρίση τέτοιας σοβαρότητας.
Η στάση των δύο Πατριαρχείων αποκαλύπτει ότι το Σινά έχει μετατραπεί σε πεδίο θεσμικής αντιπαράθεσης με διεθνείς προεκτάσεις. Το Φανάρι με τη σαφή τοποθέτησή του ενισχύει την κανονικότητα, προστατεύει το ιστορικό καθεστώς και αποτρέπει επικίνδυνες ερμηνείες που θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν την αυτονομία της Μονής και να την καταστήσουν ευάλωτη σε εξωτερικές επιρροές. Αντίθετα, τα Ιεροσόλυμα, με την αμφίσημη διατύπωση και την επίκληση δικαιοδοσίας, εμφανίζονται διεκδικητικά, γεγονός που, σύμφωνα με εκκλησιαστικούς κύκλους, προκαλεί εύλογες επιφυλάξεις ως προς τις πραγματικές προθέσεις.

