Το επιβλητικό μεσαιωνικό χειρόγραφο «Codex Gigas», γνωστό ως «Βίβλος του Διαβόλου», για το οποίο λέγεται ότι θυσιάστηκαν περισσότερα από 160 ζώα για τη δημιουργία του, καλύπτεται από μυστήριο, θρύλους και αινίγματα.
Μεταξύ των πιο διάσημων ιστοριών δημιουργίας του, είναι αυτή στις αρχές του 13ου αιώνα στο μοναστήρι των Βενεδικτίνων του Ποντλάζιτσε στη Βοημία, όταν ένας μοναχός καταδικάστηκε σε ισόβιο εγκλεισμό. Θα μπορούσε να σωθεί αν έγραφε το μεγαλύτερο βιβλίο που δημιουργήθηκε ποτέ σε μια νύχτα. Αντιμέτωπος με την αδυναμία εκπλήρωσης ενός τέτοιου έργου, σύμφωνα με το μύθο, ο μοναχός συνεργάστηκε με τον Διάβολο με αντάλλαγμα την ψυχή του. Οι ειδικοί απορρίπτουν την εκδοχή να γράφτηκε εν μία νυκτί.

Ο Codex Gigas, ξεχωρίζει ανάμεσα στα μεσαιωνικά χειρόγραφα για το μέγεθός του. Με διαστάσεις περίπου 91 επί 51 εκατοστά και βάρος 75 κιλά, αποτελείται από 310 φύλλα περγαμηνής, φτιαγμένα από δέρμα μοσχαριού και γαϊδάρου, περίπου 160 σφαγιασμένων ζώων.
Σε αντίθεση με τα περισσότερα εικονογραφημένα χειρόγραφα του Μεσαίωνα, ο Codex Gigas συγκεντρώνει σε έναν τόμο μια ποικιλία ανεξάρτητων κειμένων. Εκτός από το ότι περιέχει την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, περιλαμβάνει χειρόγραφα αντίγραφα ιστορικών και επιστημονικών έργων του Εβραίου ιστορικού Φλάβιου Ιώσηπου και του Καθολικού θεολόγου Ισίδωρου της Σεβίλλης. Ενσωματώνει επίσης μια πρώιμη ιστορία της Βοημίας, γραμμένη από τον Κοσμά της Πράγας, καθώς και καταλόγους με ξόρκια, ένα ιατρικό εγχειρίδιο του 12ου αιώνα, ένα ημερολόγιο και περιλήψεις του ελληνικού, εβραϊκού και σλαβικού αλφαβήτου.
Το πιο διάσημο στοιχείο του Codex Gigas, και αυτό που του χάρισε το παρατσούκλι «Βίβλος του Διαβόλου», είναι μια ολοσέλιδη απεικόνιση μιας δαιμονικής φιγούρας, που απεικονίζεται με κέρατα, νύχια, διχαλωτή γλώσσα και μεγάλα λευκά μάτια.
Αυτή η στοιχειωμένη εικόνα, τοποθετημένη ανάμεσα σε ένα κείμενο για τη μετάνοια και ένα άλλο για τους εξορκισμούς, αντιμετωπίζει μια σελίδα που δείχνει μια εξίσου μεγάλη απεικόνιση της Ουράνιας Πόλης, η οποία θα μπορούσε να συμβολίζει τα δύο πρόσωπα της χριστιανικής μετά θάνατον ζωής. Η δαιμονική απεικόνιση έχει αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων ερμηνειών και είναι ένας από τους κύριους λόγους για τη φήμη του χειρογράφου.
Η συγγραφή του, εκτιμάται ότι έγινε μεταξύ των ετών 1204 και 1230, πιθανώς από ένα μόνο άτομο. Το 1295 ο κώδικας δόθηκε σε άλλο μοναστήρι και την ίδια χρονιά αποκτήθηκε από ένα νέο θρησκευτικό τάγμα.
Το 1594, το χειρόγραφο πέρασε στα χέρια του Ροδόλφου Β’, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και διάσημου ερασιτέχνη του αποκρυφισμού. Αφού μεταφέρθηκε στην Πράγα, μετά βρέθηκε στη Στοκχόλμη αφού ο σουηδικός στρατός κέρδισε μια στρατηγική νίκη κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου.
Σήμερα, ο Codex Gigas διατηρείται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Σουηδίας και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο στοιχειωμένων αφηγήσεων.
Ένα σουηδικό κείμενο που δημοσιεύτηκε το 1858 αφηγείται την ιστορία ενός φύλακα που, αφού αποκοιμήθηκε στην κεντρική αίθουσα της βιβλιοθήκης, ξύπνησε και είδε τον κώδικα να αιωρείται στον αέρα, οδηγώντας άλλα βιβλία σε ένα είδος παραφυσικού χορού. Τελικά φέρεται να κατέληξε σε άσυλο.
Ένα άλλο επαναλαμβανόμενο ανέκδοτο αφορά στον διάσημο Σουηδό θεατρικό συγγραφέα και μυθιστοριογράφο Αύγουστο Στρίντμπεργκ. Σύμφωνα με μαρτυρία εργαζόταν στη βιβλιοθήκη και μοιραζόταν το ενδιαφέρον του Ρούντολφ Β’ για τον αποκρυφισμό, έμπαινε κρυφά στο κτήριο και διάβαζε υπό το φως ενός σπίρτου κρυφά τη Βίβλο του Διαβόλου με την ελπίδα να έρθει σε επαφή με τον κάτω κόσμο.

