Ο Ούγγρος μυθιστοριογράφος Λάσλο Κρασναχορκάι κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2025. Οι επιρροές του, η συνεργασία με τον Μπέλα Ταρ και η ζωή από το Ελλάδα
Ο Ούγγρος μυθιστοριογράφος και σεναριογράφος Λάσλο Κρασναχορκάι, γνωστός για τα δύσκολα μυθιστορήματά του, συχνά αναφερόμενα ως μεταμοντέρνα, με δυστοπικά και μελαγχολικά θέματα τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2025. Αρκετά από τα έργα του, όπως τα μυθιστορήματα Satantango (1985) και Η μελαγχολία της αντίστασης (1989), έχουν γυριστεί σε ταινίες από τον Ούγγρο σκηνοθέτη του κινηματογράφου Μπέλα Ταρ. Ο Κρασναχορκάι γράφει στην ουγγρική και στη γερμανική γλώσσα.
Γενννήθηκε στο Γκιούλα της Ουγγαρίας, στις 5 Ιανουαρίου του 1954. Σπούδασε νομικά και στη συνέχεια εγγράφηκε στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης, όπου υπέβαλε μία διπλωματική εργασία με θέμα το έργο και τις εμπειρίες του Ούγγρου συγγραφέα Σαντόρ Μαράι (1900–1989) μετά τη διαφυγή του από τη χώρα του το 1948 για να αποφύγει το κομμουνιστικό καθεστώς.
Κατά τα έτη της φοιτήσεώς του στη Βουδαπέστη ο Κρασναχορκάι εργαζόταν στην «Gondolat Könyvkiadó», έναν εκδοτικό οίκο. Τελείωσε τις σπουδές του το 1983. Αμέσως μετά, άρχισε να βιοπορίζεται ως συγγραφέας. Το 1985, με την επιτυχία του μυθιστορήματος Sátántangó (= «Το τάγκο του Σατανά»), εκτινάχθηκε στην πρώτη γραμμή της ουγγρικής λογοτεχνικής ζωής. Το δυστοπικό αυτό έργο θεωρείται το διασημότερό του διεθνώς, όντας βραβευμένο στην αγγλική του μετάφραση.
Το 1993 το μυθιστόρημά του Η μελαγχολία της αντίστασης απέσπασε το γερμανικό Bestenliste-Prize για το καλύτερο λογοτεχνικό έργο της χρονιάς. Ολοκληρώνοντας το μυθιστόρημα Πόλεμος και πόλεμος, ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη και αφέθηκε στην επίδραση του Αμερικανού ποιητή Άλλεν Γκίνσμπεργκ, ζώντας για λίγο στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη και χαρακτηρίζοντας τις συμβουλές του «πολύτιμες» για την ολοκλήρωση του βιβλίου του.
Το 1996, το 2000 και το 2005 πέρασε 6 μήνες στο Κιότο. Η επαφή του με την αισθητική και τη λογοτεχνική θεωρία της `Απω Ανατολής έφερε σημαντικές αλλαγές στο ύφος και τη θεματολογία του αλλά έχει περάσει και μέρες ή εβδομάδες σε αρκετές άλλες χώρες, όπως είναι οι ΗΠΑ, η Ισπανία και η Ελλάδα, εμπειρίες που χρονικογραφεί στο μυθιστόρημά του «Seiobo» (Best Translated Book Award 2014)
Μετά το 1985 ο σκηνοθέτης και φίλος του συγγραφέα Μπέλα Ταρ γύρισε ταινίες βασισμένες σε έργα του Κρασναχορκάι, μεταξύ των οποίων και το Sátántangó
Πέρυσι, η η Σουηδική Ακαδημία είχε τιμήσει με το Νόμπελ Λογοτεχνίας την Han Kang, μία από τις πιο δυνατές φωνές της σύγχρονης νοτιοκορεατικής λογοτεχνίας
Από το 1901, συνολικά 117 συγγραφείς έχουν βραβευτεί με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η Han Kang είναι η 18η γυναίκα συγγραφέας που τιμάται με τη σπουδαία λογοτεχνική διάκριση, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Νορβηγό Jon Fosse.
Με μια λιτή, κατά το έθιμο, ανακοίνωση, η κριτική επιτροπή βράβευσε τη συγγραφέα από τη Νότιο Κορέα «για την έντονη ποιητική της πρόζα που αναμετράται με τα τραύματα της ιστορίας και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής».
Για περισσότερο από έναν αιώνα, το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους θεσμούς στο χώρο του βιβλίου. Από το μακρινό 1901, η Σουηδική Ακαδημία τιμά συγγραφείς απο ολόκληρο τον κόσμο που με την πένα τους έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα όχι μόνο στην ιστορία της λογοτεχνίας αλλά και στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Από τον Μπέρναρντ Σο και τον Ζοζέ Σαραμάγκου μέχρι τον Γκίντερ Γκρας, η λίστα είναι μεγάλη. Σταθμός για την Ελλάδα, το 1963 όταν η Σουηδική Ακαδημία απένεμε για πρώτη φορά το Νόμπελ Λογοτεχνίας σε Έλληνα και συγκεκριμένα στον ποιητή και διπλωμάτη Γιώργο Σεφέρη «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες».
Το 1979, δεκαέξι χρόνια μετά, ένας άλλος μεγάλος Έλληνας ποιητής, ο Οδυσσέας Ελύτης, θα λάμβανε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η ανακοίνωση της Ακαδημίας τόνιζε ότι η ποίηση του Ελύτη αντλεί από την ελληνική παράδοση και «με αισθησιακή δύναμη και πνευματική διαύγεια» εκφράζει τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία.

