Η Μαρία Κορίνα Ματσάδο, ηγέτιδα της αντιπολίτευσης στη Βενεζουέλα κέρδισε φέτος το Νόμπελ Ειρήνης, ένα από τα πιο αναγνωρισμένα και πολυσυζητημένα βραβεία στον κόσμο.
Η Mαρία Κορίνα Ματσάδο ηγέτιδα της αντιπολίτευσης στη Βενεζουέλα τιμήθηκε φέτος με το Νόμπελ Ειρήνης. Η Ματσάδο εισήλθε στην πολιτική το 2002 ως ιδρύτρια και επικεφαλής της ομάδας παρακολούθησης των ψήφων Súmate μαζί με τον Alejandro Plaz. Είναι η Εθνική Συντονίστρια του πολιτικού κόμματος Vente Venezuela.
Το 2018, συμπεριλήφθηκε στη λίστα των 100 γυναικών με τη μεγαλύτερη επιρροή του BBC, ενώ και το 2025 το περιοδικό Time την κατέταξε ως μία από τις 100 πιο επιδραστικές προσωπικότητες στον κόσμο. Θεωρείται ηγετική φυσιογνωμία της αντιπολίτευσης της Βενεζουέλας και η κυβέρνηση Μαδούρο της έχει απαγορεύσει να εγκαταλείψει τη χώρα.
Οι στοιχηματικές εταιρείες είχαν συμπεριλάβει φέτος στη λίστα τους τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, τα Κέντρα Αντιμετώπισης Έκτακτης Ανάγκης του Σουδάν και την Γιούλια Ναβάλναγια, χήρα του δολοφονημένου Ρώσου ηγέτη της αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι, μεταξύ των κορυφαίων υποψηφίων.
Τα Βραβεία Νόμπελ, ένας από τους πιο αναγνωρισμένους θεσμούς διεθνούς κύρους, θεσπίστηκαν από τον Άλφρεντ Νόμπελ (1833–1896), τον Σουηδό εφευρέτη της δυναμίτιδας. Θέλοντας να αφήσει πίσω του μια διαφορετική κληρονομιά από εκείνη του «εμπόρου του θανάτου», διέθεσε την περιουσία του για να επιβραβεύει όσους προσφέρουν το μέγιστο όφελος στην ανθρωπότητα
Το Nόμπελ Ειρήνης ωστόσο, ένα από τα πέντε βραβεία που καθιέρωσε έχει προκαλέσει συχνά διαμάχες σχετικά με τον ορισμό της «ειρήνης» και τις πολιτικές επιπτώσεις της βράβευσης ενός προσώπου ή μίας συλλογικότητας που δεν χαίρει καθολικής αναγνώρισης, η έχει πετύχει πολλά σε έναν τομέα αλλά η δράση του είναι αμφιλεγόμενη σε άλλους.
Αμφιλεγόμενη κληρονομιά
Η επιτροπή αναφέρει ότι το βραβείο απονέμεται στο άτομο ή τον οργανισμό που έχει κάνει τα περισσότερα «για την αδελφοσύνη μεταξύ των εθνών και την κατάργηση ή μείωση των μόνιμων στρατών και τον σχηματισμό και τη διάδοση ειρηνευτικών συνεδρίων». Δημιουργήθηκε για να αναγνωρίσει όσους «προσέφεραν το μεγαλύτερο όφελος στην ανθρωπότητα».
Η ασαφής διατύπωση έχει οδηγήσει σε συχνές συζητήσεις σχετικά με την επιλεξιμότητα και την αξία των βραβευθέντων. Αν και ο Νόμπελ ήταν Σουηδός, ανέθεσε την ευθύνη για το Βραβείο Ειρήνης σε μια νορβηγική επιτροπή, μια απόφαση που ελήφθη ενώ η Νορβηγία και η Σουηδία ήταν ακόμα ενωμένες.
Όταν η Νορβηγία έγινε ανεξάρτητη το 1905, διαλύοντας ειρηνικά την ένωσή της με τη Σουηδία, το βραβείο έγινε ένα από τα καθοριστικά σύμβολα της χώρας, επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό την αίσθηση ταυτότητάς της στην παγκόσμια σκηνή. Οι επιλογές της επιτροπής ωστόσο έχουν διχάσει πολλές φορές την κοινή γνώμη.

O Kίσινγκερ με τον Λε Ντουκ Το
Το 1973, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ μοιράστηκε το Νόμπελ Ειρήνης με τον ηγέτη του Βόρειου Βιετνάμ Λε Ντουκ Το για την κατάπαυση του πυρός στον πόλεμο του Βιετνάμ που επιτεύχθηκε με τη μεσολάβηση του Παρισιού. Ο Βιετναμέζος ηγέτης έγινε το πρώτο και μοναδικό πρόσωπο που αρνήθηκε το βραβείο. Ο Κίσινγκερδεν τόλμησε να ταξιδέψει στο Όσλο για να το παραλάβει και δύο από τα πέντε μέλη της επιτροπής παραιτήθηκαν.

O Ομπάμα παραλαμβάνει το Νόμπελ Ειρήνης
AP
Αμερικανοί πρόεδροι έχουν κερδίσει το Νόμπελ Ειρήνης και στο παρελθόν: Ο Θίοντορ Ρούσβελτ ήταν ο πρώτος που το έλαβε το 1906 για τη διαμεσολάβηση για τον τερματισμό του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου, ενώ ακολούθησε ο Γούντροου Ουίλσον το 1919 για την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών (πρόδρομος των Ηνωμένων Εθνών).
Πάνω από έναν αιώνα αργότερα, το 2009, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα έλαβε το βραβείο λιγότερο από ένα χρόνο αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του, μια απόφαση που επικρίθηκε έντονα. Ο Ομπάμα κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης, μόλις οκτώ μήνες μετά την άνοδό του στην εξουσία «για τις εξαιρετικές του προσπάθειες για ενδυνάμωση της διεθνούς διπλωματίας και συνεργασίας ανάμεσα στους λαούς». Η βράβευση υπήρξε πρωτοφανής στην ιστορία του θεσμού, καθώς ο πρώτος αφροαμερικανός πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ βραβεύτηκε για τις καλές του προθέσεις και όχι για το έργο που είχε επιτελέσει για την εμπέδωση της ειρήνης,
Πολιτικός αντίκτυπος
Το βραβείο συχνά αντανακλούσε παγκόσμιες αλλαγές εξουσίας. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τα βραβεία συχνά απονέμονταν σε ηγέτες και ακτιβιστές που σχετίζονταν με τη διπλωματία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο Τζίμι Κάρτερ έλαβε το βραβείο του 2002 για το μακρύ ιστορικό του στη μεσολάβηση σε συγκρούσεις. Ο Νέλσον Μαντέλα και ο Φ.Γ. ντε Κλερκ τιμήθηκαν το 1993 για τον τερματισμό του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Οι Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, Λεχ Βαλέσα και οι Βορειοιρλανδοί Τζον Χιουμ και Ντέιβιντ Τρίμπλ αναγνωρίστηκαν επίσης για την προώθηση των δημοκρατικών μεταβάσεων.
Οι πιο πρόσφατοι νικητές έχουν υποβληθεί σε αυστηρούς ελέγχους μετά τη βράβευσή τους. Η Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία τιμήθηκε με το βραβείο το 1991 για την αντίθεσή της στο στρατιωτικό καθεστώς της Μιανμάρ, αργότερα καταδικάστηκε για τον χειρισμό της κρίσης των Μουσουλμάνων Ροχίνγκια. Ο Άμπι Άχμεντ, πρωθυπουργός της Αιθιοπίας και βραβευμένος το 2019, κατηγορήθηκε αργότερα ότι επέβλεψε τις φρικαλεότητες στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας.
Συμβολισμός και επιρροή
Συνολικά 111 άτομα και 31 οργανισμοί έχουν λάβει το Νόμπελ Ειρήνης, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Εθνών, του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος και της Διεθνούς Εκστρατείας για την Απαγόρευση των Ναρκών Ξηράς. Μόνο 19 γυναίκες έχουν τιμηθεί μέχρι σήμερα, ενώ η νεότερη βραβευθείσα είναι η Πακιστανή ακτιβίστρια Μαλάλα Γιουσαφζάι η οποία έλαβε το Νόμπελ Ειρήνης το 2014 σε ηλικία 17 ετών. Σε ηλικία 11 ετών επέζησε από πυροβολισμό στο κεφάλι. Της επιτέθηκε μέσα σε σχολικό λεωφορείο ένας Ταλιμπάν. Υπερασπιζόταν το δικαίωμα των κοριτσιών στην εκπαίδευση.
Ο γηραιότερος σε ηλικία Νομπελίστας μέχρι σήμερα είναι ο Τζόζεφ Ρόμπλατ, ο μόνος πυρηνικός επιστήμονας που αποχώρησε το 1944 από το κέντρο κατασκευής της πρώτης ατομικής βόμβας στο Λος Άλαμος των ΗΠΑ («Σχέδιο Μανχάταν»). Βραβεύθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης το 2005 σε ηλικία 86 ετών και έφυγε από τη ζωή το 2005.

Οι επικριτές λένε ότι το βραβείο συχνά αντικατοπτρίζει τις δυτικές προτεραιότητες , τον πυρηνικό αφοπλισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανθρωπιστική βοήθεια – αντί για έναν αντικειμενικό ορισμό της ειρήνης, ενώ παράλληλα χρησιμεύει ως μια μορφή ήπιας ισχύος για τη Νορβηγία, η οποία κατατάσσεται 17η στον Παγκόσμιο Δείκτη Ήπιας Ισχύος.
Ωστόσο, σε έναν κόσμο που ορίζεται από συνεχιζόμενες συγκρούσεις – από την Ουκρανία και τη Γάζα μέχρι τις εντάσεις για την Ταϊβάν – τα όρια της συμβολικής αναγνώρισης είναι σαφή. Πάνω από έναν αιώνα μετά, το Νόμπελ Ειρήνης παραμένει μια από τις πιο αναγνωρισμένες και αμφιλεγόμενες τιμές στον κόσμο. Ωστόσο, οι επιλογές του συνεχίζουν να υπογραμμίζουν την ένταση μεταξύ ιδανικών και της Realpolitik και τη δυσκολία ορισμού της ίδιας της ειρήνης.
Οι περυσινοί νικητές
Η Nihon Hidankyo, μια ιαπωνική ομάδα επιζώντων της ατομικής βόμβας, κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης 2024. Γνωστοί ως «hibakusha», οι επιζώντες των βομβαρδισμών της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι το 1945 αναγνωρίστηκαν από τη Νορβηγική Επιτροπή Νόμπελ για τις προσπάθειές τους να απαλλαγεί ο κόσμος από τα πυρηνικά όπλα.

Ο συμπρόεδρος Τοσιγιούκι Μιμάκι
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Νόμπελ, Joergen Watne Frydnes, δήλωσε τότε ότι η ομάδα «συνέβαλε σημαντικά στην καθιέρωση του πυρηνικού ταμπού».
Η οργάνωση που ιδρύθηκε το 1956, στέλνει επιζώντες σε όλο τον κόσμο για να μοιραστούν τις μαρτυρίες τους για τις «φρικτές ζημιές» και τα βάσανα που προκλήθηκαν από τη χρήση πυρηνικών όπλων, σύμφωνα με την ιστοσελίδα της.

