ΗΠΑ, Κίνα και στη μέση η Ευρώπη


Η οικοδόμηση του νέου Δρόμου του Μεταξιού αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα παγκόσμια διακυβεύματα του μέλλοντος, με την Ευρώπη να βρίσκεται στη μέση του οικονομικού ανταγωνισμού δύο υπερδυνάμεων: των ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ και της Κίνας του Σι Τζινπίνγκ. Και αν ερώτημα είναι με ποιόν θα πάει και ποιόν θα αφήσει, η απάντηση είναι μάλλον να παραμείνει σταθερή και ευέλικτη με τέτοιο τρόπο, ώστε να καρπωθεί τα οικονομικά οφέλη, χωρίς να διαταράξει τις σχέσεις ούτε με τους μεν, ούτε με τους δε.

Αντιπροσωπείες από 150 χώρες, συμπεριλαμβανομένων 37 αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων – διπλάσιος δηλαδή κόσμος από εκείνον που δίνει το παρών στην ετήσια διάσκεψη κορυφής της G-20 – έδωσαν το παρών στο Πεκίνο, στα τέλη Απριλίου. Βρέθηκαν εκεί μετά από πρόσκληση του προέδρου Σι Τζινπίνγκ για τη δεύτερη σύνοδο του Νέου Δρόμου του Μεταξιού, μία «γιορτή» για το παγκόσμιο πρόγραμμα υποδομών και ανάπτυξης της Κίνας, που είναι επίσημα γνωστό ως η πρωτοβουλία «Belt and Road».

Κατά την πρώτη σύνοδο κορυφής πριν από δύο χρόνια, παρέστησαν μόνο 29 πρόεδροι και πρωθυπουργοί. Αυτή τη φορά, όμως, πέραν των ισχυρών συμμάχων της Κίνας από την Ασία, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, αρκετοί υψηλόβαθμοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένων του Αλέξη Τσίπρα αλλά και των αρχηγών των κυβερνήσεων της Ιταλίας και της Αυστρίας, πήγαν στο Πεκίνο. Η Γερμανία, από την πλευρά της, έστειλε τον υπουργό Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ. Όμως, δεν αποδέχτηκαν όλες οι χώρες του κόσμου την πρόσκληση του Κινέζου προέδρου. Οι ΗΠΑ αποφάσισαν να απορρίψουν την πρόταση, όπως και η Ινδία, η οποία δεν παρέστη ούτε στην πρώτη συνάντηση.

Δεν θα ήταν άτοπο να πει κανείς, πως ο κατάλογος των επισκεπτών της διάσκεψης κορυφής για τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού ήταν η διπλωματική απάντηση σε μια σειρά από ερωτήματα: Πώς πρέπει να αντιμετωπίσει ο κόσμος την Κίνα; Πόσο στενά θα πρέπει να συνεργαστεί με την χώρα; Σε ποιο βαθμό μπορεί να εμπιστευτεί το Πεκίνο;

Η Κίνα έχει επιτύχει ένα οικονομικό, πολιτικό και τεχνολογικό μεγαλείο, το μέγεθος του οποίου δεν έχει δει ο κόσμος από την άνοδο των Ηνωμένων Πολιτειών και ύστερα. Το ζήτημα του τρόπου αντιμετώπισης της Κίνας είναι πιο σημαντικό για ορισμένες χώρες από ό, τι για τους άλλες, αλλά το σίγουρο είναι ότι κανένας δεν μπορεί να την αγνοήσει, σημειώνει το γερμανικό περιοδικό Spiegel.

Τα επιτεύγματα της Κίνας από την αρχή της μεταρρύθμισης της και του πολιτικού ανοίγματός της έχουν προκαλέσει έκπληξη στους αναλυτές, τόσο στις εκβιομηχανισμένες όσο και στις αναδυόμενες χώρες. Η χώρα έχει υποστεί ένα βαθμό οικονομικής και κοινωνικής μεταμόρφωσης που κανείς δεν πίστευε ότι είναι δυνατή πριν από 40 χρόνια, ενώ η ευημερία και ο αριθμός των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται από την άνθηση της οικονομίας της, ξεπερνούν κάθε ιστορική σύγκριση. Επίσης, οι τεχνολογικές εξελίξεις της Κίνας έχουν αποδομήσει τη λαϊκή αντίληψη ότι η καινοτομία ευδοκιμεί μόνο στις πλουραλιστικές κοινωνίες. Ωστόσο, η πρόοδος αυτή συνοδεύτηκε από ένα επίπεδο καταστολής και ελέγχου, που προκαλεί παγκόσμια ανησυχία και απόρριψη του «κινεζικού μοντέλου», ειδικά από ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η κινητήρια δύναμη ανάπτυξης του Πεκίνου αντιπροσωπεύει τόσο μια πολιτική όσο και πνευματική πρόκληση. Είναι δύσκολο να διαμορφωθεί μια ακριβής άποψη μιας χώρας, το μέγεθος, ο πληθυσμός και η πολυπλοκότητα της οποίας μοιάζουν περισσότερο με ήπειρο παρά με κράτος-έθνος. Οι συνθήκες που ενυπάρχουν στον μετασχηματισμό της Κίνας δικαιολογούν τις μεθόδους που χρησιμοποιεί η κυβέρνησή της; Αυτές οι μέθοδοι υποτιμούν ότι έχουν επιτύχει οι Κινέζοι τα τελευταία 40 χρόνια; Ποια συγκεκριμένα συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν, λοιπόν;

Δεν μπορούν να δοθούν απόλυτες απαντήσεις σε τέτοιες ερωτήσεις, επειδή η σύγχρονη Κίνα παραμένει ένα έργο εν εξέλιξει. Αν και η πολιτική ηγεσία προσπαθεί να εμπεδώσει την εντύπωση μιας δυναστείας σταθερότητας και έχει κηρύξει τον Σι Τζινπίνγκ εφόρου ζωής ηγέτη, η χώρα εξακολουθεί να υφίσταται μαζικές αλλαγές και δεν έχει καμία σχέση με την εποχή του Μάο.

Κάποιοι λένε μάλιστα πως η Κίνα του Σι Τζινπίνγκ είναι το αντίθετο από την Κίνα του Μάο. Ο Μάο ήταν ένας ουτοπιστής που προσπάθησε να κρατήσει τη χώρα του σε κατάσταση μόνιμης επανάστασης. Ο Σι Τζινπίνγκ είναι ένας γραφειοκράτης που αγωνίζεται για τη τάξη και τη σταθερότητα. Αλλά υπάρχει ένα πράγμα που συνδέει το όραμα του Μάο και του Σι για την Κίνα: η φιλοδοξία και η αποφασιστικότητα να αλλάξει ο κόσμος.

Για να αντιληφθεί κανείς την πολιτική της Κίνας θα πρέπει να εξετάσει την ιστορία και τη γεωγραφία της, αλλά και την αντίληψή της για την παγκοσμιοποίηση.

Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι πριν εκατό χρόνια , στις 4 Μαΐου του 1919. 3.000 φοιτητές συγκεντρώθηκαν μπροστά στην πύλη Τιεν Αν Μεν για να διαμαρτυρηθούν για την αποδοχή από την κυβέρνηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών που σήμαινε παράταση της κατοχής της Κίνας από ξένες δυνάμεις. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας που θα διαμόρφωνε την νεοτερική κινέζικη ιστορία γεννήθηκε ουσιαστικά στο κλίμα ριζοσπαστισμού που ακολούθησε το «Κίνημα της 4ης Μαΐου». Κι αν και ξέρουμε τα γεγονότα της Τιεν Αν Μεν η αλήθεια είναι ότι ξέρουμε λίγα για τη σημασία των γεγονότων αυτών, μια άγνοια που είναι σύμπτωμα της ανισορροπίας στη σχέση πολλών χωρών με το Πεκίνο. Κι ακριβώς αυτή η έλλειψη γνώσεων συχνά οδηγεί σε απλοϊκές και ανιστόρητες συζητήσεις στη Δύση σχετικά με θέματα, όπως η παγκόσμια επέκταση της εξουσίας της Κίνας και η Πρωτοβουλία για τον νέο Δρόμο του Μεταξιού.

Όπως επίσης σημειώνει το Spiegel κι αξίζει να σημειωθεί, η Κίνα όχι μόνο έχει μια διαφορετική άποψη της ιστορίας και πιο εκτεταμένες αναμνήσεις από την παγκοσμιοποίηση από ό, τι οι περισσότεροι Ευρωπαίοι, αλλά στους κινεζικούς παγκόσμιους χάρτες η Αμερική βρίσκεται πολύ πιο ανατολικά, ενώ η Ευρώπη εμφανίζεται συχνά ως μια μικρή χερσόνησος στα βορειοδυτικά της Ρωσίας. Ο δε Ειρηνικός και η Αφρική απεικονίζονται πολύ μεγαλύτερες από ότι είναι.

Από τους αεροδιαδρόμους στα νησιά του Ειρηνικού μέχρι τα φράγματα στον ποταμό Μεκόνγκ και τα τείχη των λιμανιών στη Μεσόγειο, ο Νέος Δρόμος του Μεταξιού – το πρόγραμμα ανάπτυξης πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων του Σι – πάντως, καταφέρνει να αλλάξει τον κόσμο.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι ΗΠΑ ήταν οι που πρώτες συνειδητοποίησαν ότι η Κίνα κουνούσε τα θεμέλια της καθεστηκυίας παγκόσμιας τάξης. Υπό την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα, η Ουάσιγκτον επέλεξε να ακολουθήσει έναν στρατηγικό «Άξονα για την Ασία», ενώ η διοίκηση Τραμπ επέλεξε μια πιο πολεμική προσέγγιση, χαρακτηρίζοντας την Κίνα «στρατηγικό ανταγωνιστή» και «ρεβιζιονιστική» δύναμη που χρησιμοποιεί φτηνά δάνεια και πολιτική εξουσία ώστε να φέρει τη μια χώρα μετά την άλλη κάτω από την επιρροή της.

Την άνοιξη, η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολούθησε το αμερικανικό παράδειγμα. Χρησιμοποιώντας σχεδόν τα ίδια λόγια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε σε έγγραφο της ότι η Κίνα είναι «ένας συστημικός αντίπαλος που προωθεί εναλλακτικά πρότυπα διακυβέρνησης» και «ένας οικονομικός ανταγωνιστής στην επιδίωξη της τεχνολογικής κυριαρχίας», με τον πρωθυπουργό Λι Κετσιάνγκ να εκφράζει την έκπληξή του για τον σκεπτικισμό που αντιμετώπισε στο τελευταίο του ταξίδι στις Βρυξέλλες. Ωστόσο, στα τέλη Μαρτίου, η Ιταλία έγινε η πρώτη χώρα της G7 και η πρώτη από τις ισχυρότερες χώρες της ΕΕ που συμμετέχει στην κινεζική πρωτοβουλία «Belt and Road», υπογράφοντας περίπου 30 συμφωνίες, ύψους 2,5 δισ. ευρώ. Λίγα 24ωρα αργότερα, ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν υποδέχθηκε στο Παρίσι τον Κινέζο ομόλογό του υπογράφοντας 15 οικονομικές συμφωνίες ύψους 40 δισεκατομμυρίων.

Πώς θα ισορροπήσει η Ευρώπη σε αυτό το δίπολο λοιπόν; Όπως σημειώνει το Ινστιτούτο ΕΝΑ στο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Απριλίου, «ο μεγάλος κίνδυνος για την ΕΕ είναι να εγκλωβιστεί ως κομπάρσος σε μια κλιμάκωση της αντιπαράθεσης των δύο ισχυρών παγκόσμιων παικτών, της Ουάσινγκτον και του Πεκίνου∙ υπόθεση εξαιρετικά δύσκολη, αν τα συμφέροντά της ως Ένωση είναι αντικρουόμενα με αυτά των επιμέρους (ισχυρών) κρατών-μελών της. Η Ευρώπη πρέπει να διατηρήσει τη δική της θέση, αξιοποιώντας τις προοπτικές που διανοίγονται από την επιθυμία της περαιτέρω εξάπλωσης των κινεζικών επιχειρήσεων -κρατικών ή μη- στη Γηραιά Ήπειρο, αλλά και διατηρώντας σε ισορροπία την παραδοσιακή σχέση της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, διασφαλίζοντας τη διατήρηση του μοντέλου πολυμέρειας που πρεσβεύει».

Και καταλήγει στο εξής συμπέρασμα:

Η ενίσχυση των σινο-ευρωπαϊκών σχέσεων θα είναι αμοιβαία επωφελής για Ευρωπαϊκή Ένωση και Κίνα αφού και οι δύο πλευρές διατηρούν εμπορικούς και επενδυτικούς «διαδρόμους». Τα οφέλη θα είναι αμφίδρομα. Η Ευρώπη δεν θα πρέπει να δει την Κίνα ούτε ως «αντίπαλο» ούτε ως ισχυρότερο παγκόσμιο παράγοντα, στο άρμα του οποίου θα προσδεθεί εξαιτίας της δυναμικής του. Θα πρέπει να δει την Κίνα ως ισότιμο εταίρο, θέτοντας συγκεκριμένα όρια και κανόνες. Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται οι αυστηρότεροι όροι που θέτει η ΕΕ προς τις κινεζικές στρατηγικές επενδύσεις, με το σύστημα εποπτείας τους.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ