Στη σκιά των υποσχέσεων: Το αόρατο πρόσωπο της μαύρης αγοράς οργάνων στην Ευρώπη και η ελπίδα που γίνεται παγίδα
Το ραντεβού ήταν στα προάστια. Ένα παλιό καφενείο, φωτισμένο με την κίτρινη λάμπα που τρεμόπαιζε κι έκανε τα πρόσωπα να μοιάζουν με φαντάσματα. Ο Μάριος —ας τον πούμε έτσι— μπήκε διστακτικά. Ήταν 28 χρονών, άνεργος, με χρέη που τον έπνιγαν σαν θηλιά. Είχε ακούσει για “εύκολα χρήματα”. Για εκείνους που, λέει, “έδωσαν ένα νεφρό και καθάρισαν”.
Μύθοι που ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα όταν η απελπισία γίνεται πιο δυνατή από τη λογική.
Στη γωνία τον περίμενε ένας άντρας με σκούρο παλτό. Δεν χαμογέλασε. Δεν συστήθηκε. Μόνο έγνεψε και έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί.
«Ξέρεις τι ζητάς;»
Η φωνή του ήταν χαμηλή, επίπεδη.
Ο Μάριος κατάπιε. «Ναι… νομίζω.»
Αλλά δεν ήξερε.
Ο μύθος της “εύκολης συναλλαγής”
Τα τελευταία χρόνια, οι ιστορίες για «τιμές» και «συμφωνίες» στη μαύρη αγορά οργάνων έχουν γίνει σχεδόν αστικός μύθος. Κυκλοφορούν σε φόρουμ, κοινωνικά δίκτυα, ακόμη και σε δήθεν ρεπορτάζ. Όμως κανείς δεν μιλά για το πραγματικό πρόσωπο αυτού του κόσμου: ένα πρόσωπο που δεν έχει ούτε σταθερή αγορά, ούτε πραγματικά χρήματα, ούτε καν μια στοιχειώδη υπόσχεση ασφάλειας.
Συνήθως δεν υπάρχει “συμφωνία”. Υπάρχει μόνο εκμετάλλευση.
Οι άνθρωποι που πλησιάζουν τέτοια κυκλώματα δεν αγοράζουν τίποτα. Αγοράζουν ελπίδα.
Και η ελπίδα είναι πάντα ακριβή.
Το κενό δωμάτιο
Ο Μάριος θυμάται αργότερα —σε μια κατάθεση που δίνει διστακτικά— πως τον πήγαν σε ένα διαμέρισμα χωρίς πινακίδα, χωρίς φως από έξω. Το ρολόι του στους τοίχους είχε σταματήσει σε μια ώρα που κανείς δεν ξέρει ποια ήταν. Εκεί τον εξέτασαν “πρόχειρα”. Όχι για να τον προστατεύσουν, αλλά για να δουν αν “κάνει”.
«Δε θα πάρεις ποτέ αυτά που σου υποσχέθηκαν» του είπε ένας άνθρωπος που δούλευε κάποτε σε ανθρωπιστική οργάνωση και τώρα προσπαθεί να βοηθήσει όσους επέζησαν από τέτοια κυκλώματα. «Απλώς θα σου πάρουν ό,τι μπορούν και θα σε αφήσουν μόνο.»
Πολλοί δεν καταλήγουν καν σε “επέμβαση”.
Η εκμετάλλευση συχνά σταματά πριν καν ξεκινήσει — όταν το θήραμα συνειδητοποιεί τι συμβαίνει ή όταν το κύκλωμα χάνεται μέσα στο χάος της παρανομίας.
Μια “αγορά” που δεν υπάρχει
Οι ειδικοί είναι ξεκάθαροι: δεν υπάρχει πραγματική μαύρη αγορά οργάνων με τη μορφή που φαντάζεται ο κόσμος. Δεν υπάρχουν “τιμές”, “ταρίφες” ή “παζάρια”.
Υπάρχουν μόνο άνθρωποι σε ανάγκη και άνθρωποι έτοιμοι να τους πατήσουν όταν είναι πιο αδύναμοι.
Οι παράνομες μεταμοσχεύσεις που έχουν αποκαλυφθεί διεθνώς είναι ελάχιστες και συνδέονται με οργανωμένο έγκλημα, εξαπάτηση και βία. Οι υποψήφιοι “πωλητές” βρίσκονται στο περιθώριο: πρόσφυγες, μετανάστες χωρίς χαρτιά, άτομα βυθισμένα στα χρέη ή στη μοναξιά της οικονομικής κατάρρευσης.
Κανείς δεν μιλά για τα ονόματά τους.
Κανείς δεν τους θυμάται.
Το σώμα ως τελευταίο καταφύγιο — και η παγίδα
Όταν ο άνθρωπος φτάνει στο σημείο να σκέφτεται να πουλήσει ένα κομμάτι του σώματός του, δεν είναι απλώς απελπισμένος. Έχει διαβεί ένα αόρατο σύνορο: εκεί όπου η ανάγκη επικαλύπτει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Αυτό το σύνορο είναι το πραγματικό έδαφος στο οποίο ανθίζουν τα κυκλώματα.
Αλλά η αλήθεια είναι σκληρή:
Κανείς δεν σώθηκε οικονομικά επειδή “πούλησε” ένα όργανο.
Κανείς δεν βγήκε αλώβητος.
Και σχεδόν όλοι κουβαλούν ένα βάρος που δεν φαίνεται στα εξώφυλλα των περιοδικών.
Τα σιωπηλά θύματα
Ο Μάριος τελικά δεν προχώρησε. Ένας φίλος του μπήκε τη σωστή στιγμή και τον τράβηξε πίσω.
Αλλά άλλοι δεν είχαν κάποιον να τους τραβήξει.
Μερικοί εξαφανίζονται χωρίς να αφήσουν ίχνος.
Άλλοι γυρίζουν με ιστορίες που κανείς δεν θέλει να ακούσει στα αλήθεια.
Κι όταν ρωτάς τις αρχές, τους γιατρούς, τους ειδικούς, όλοι λένε το ίδιο:
«Το πραγματικό επικίνδυνο δεν είναι ότι υπάρχει μία αγορά. Είναι ότι υπάρχει η ψευδαίσθηση πως υπάρχει.»
Οι ιστορίες που δεν γράφονται
Όσο οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μπορούν να πουλήσουν το σώμα τους για να ξεχρεώσουν, όσο οι μύθοι ταξιδεύουν πιο γρήγορα από την αλήθεια, τόσο η απελπισία θα γίνεται εργαλείο για εκείνους που ξέρουν να κρύβονται στο σκοτάδι.
Το ρεπορτάζ δεν τελειώνει με τον Μάριο.
Τελειώνει με μια ερώτηση που μένει αναπάντητη:
Πόσο αξίζει τελικά η ζωή ενός ανθρώπου όταν ο ίδιος πιστέψει πως δεν αξίζει τίποτα;

