Πενήντα δύο χρόνια μετά, η Μέλπω Λεκατσά θυμάται με ανατριχιαστική λεπτομέρεια τις στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή της: Τους τρεισήμισι μήνες βασανιστηρίων και απομόνωσης στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, τους νεκρούς που είδε και τις μικρές στιγμές ανθρωπιάς που κράτησαν ζωντανή την ψυχή της
«Τι να ξεχάσεις; Δεν μπορείς να ξεχάσεις. Και δεν μπορείς και να συγχωρήσεις»: Με αυτά τα λόγια, 52 χρόνια μετά την εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου που υπήρξε αφορμή για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών πυροδοτώντας μια σειρά από γεγονότα -και νέες εθνικές τραγωδίες όπως η τουρκική εισβολή στην Κύπρο- που οδήγησαν στην επιστροφή της κοινοβουλευτικής τάξης και της προεδρευόμενης Δημοκρατίας στην Ελλάδα, ένα από τα πρόσωπα που συνέδεσε τη ζωή της με τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1973 ανοίγει την καρδιά της στο Newsbomb και αποκαλύπτει άγνωστα γεγονότα.
Η Μέλπω Λεκατσά, 21 ετών τότε, φοιτήτρια τρίτου έτους Φαρμακευτικής στο Πολυτεχνείο, γυρίζει στη νύχτα που καθόρισε τη ζωή της. Στο ιατρείο της σχολής, λίγο πριν την είσοδο του τανκ, πριν βρεθεί στα κρατητήρια του ΕΑΤ–ΕΣΑ, πριν ζήσει τρεισήμισι μήνες βασανισμών και απομόνωσης.

Η Μέλπω Λεκατσά την πρώτη ημέρα στο Πανεπιστήμιο, 1972
Η μνήμη της παραμένει νωπή: «Τα θυμάμαι όλα. Δεν έχω χάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο εκείνης της περιόδου».
Η ίδια μιλώντας στο Newsbomb περιγράφει: «Ας την πούμε την περίοδο του εγκλεισμού, που είναι οι τέσσερις ημέρες, με κορυφαία την τελευταία νύχτα του Πολυτεχνείου. Δυστυχώς θυμάμαι και μετά, τους τρεισήμισι μήνες στο ΕΑΤ–ΕΣΑ. Τα θυμάμαι πλέον αξιολογώντας, κρατώντας το συναίσθημα αυτών των ημερών, όχι όμως τον πόνο που μου προκάλεσαν. Αυτό τον έχω δουλέψει και έχει μέσα μου καταλαγιάσει, θα πω σε ορισμένα σημεία και αρθεί».
Δείτε ολόκληρη τη συνέντευξη της Μέλπως Λεκατσά:
Οι ημέρες πριν την εξέγερση
Η Μέλπω επιμένει πως τίποτα δεν έγινε από τη μια ημέρα στην άλλη.
«Οι φοιτητές δεν πέσανε ξαφνικά μια μέρα στο Πολυτεχνείο. Ήταν μια προετοιμασία που άρχισε από το 1972, όπου με αίτημα τις ελεύθερες εκλογές πιέζαμε διαρκώς το καθεστώς για μια φιλελευθεροποίηση στο Πανεπιστήμιο. Αυτοί βέβαια δεν το είδαν έτσι όπως εμείς».

Η Μέλπω ανάμεσα στους φοιτητές του Πολυτεχνείου
Αναφέρεται στις καταλήψεις της Νομικής, στις στρατεύσεις των φοιτητών, στον Μάη του 1973: «Το αποτέλεσμα είναι να ακολουθήσει η μεγάλη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, 8 Μαΐου. Για πρώτη φορά ανοίξανε τις στρατιωτικές φυλακές ΕΑΤ-ΕΣΑ, και οδηγήσανε εκεί κάποιους φοιτητές».
«Υπήρχαν νεκροί, με τα ίδια μου τα χέρια έκλεισα τα μάτια παιδιών»
Η διάψευση του μύθου περί μη ύπαρξης νεκρών στο Πολυτεχνείο είναι από τα σημεία που η φωνή της τρέμει: «Άλλος μύθος τεράστιος: δεν υπήρχαν νεκροί στο Πολυτεχνείο. Εγώ με τα ίδια μου τα χέρια έκλεισα τα μάτια δύο παιδιών. Υπήρχαν νεκροί, δεν μπορείς να ξεχάσεις. Και δεν μπορείς και να συγχωρήσεις. Έχουν πεθάνει άνθρωποι, έχουν βασανιστεί…», λέει με δάκρυα στα μάτια.
Η ίδια οργάνωσε το αυτοσχέδιο ιατρείο μαζί με άλλους φοιτητές. «Εγώ ήμουν στο φαρμακείο… οργανώσαμε αυτό το μίνι–χειρουργείο για τις πρώτες ανάγκες, να κλείσουμε ένα τραύμα, να βάλουμε ένα κολλύριο. Δεν πιστεύαμε ότι θα μας έρχονται άνθρωποι να σταματήσουν την αιμορραγία».
Περιγράφει τον θάνατο ενός νεαρού μπροστά της: «Ήταν ένα παιδί που είχε δεχθεί σφαίρα πάνω στον όρχη. Μου έλεγε “χάνομαι, χάνομαι, βοήθησέ με”. Πώς να τον βοηθήσω; Απλώς να ταμπονάρω… Πέθανε μπροστά στα μάτια μου».

Αποκόμμα εφημερίδας με τη Μέλπω σε φωτογραφία στα κάγκελα του Πολυτεχνείου
Και τη 15χρονη που έφτασε τραυματισμένη, μαζί με χιλιάδες ανθρώπους που δεν ήταν μόνο φοιτητές: «Στο Πολυτεχνείο δεν ήταν μόνο φοιτητές, ήταν κόσμος δημοκράτες που βγήκε στους δρόμους, ήταν εργάτες, ήταν παιδιά».
Η Μέλπω Λεκατσά ενώ βρισκόταν στην Αυστραλία πριν από λίγα χρόνια συνάντησε έναν φοιτητή του Πολυτεχνείου: «Μου λέει “μου σώσατε το πόδι, μου βγάλατε μια σφαίρα από το καλάμι”. Ο γιατρός του είπε μετά ότι αν δεν την είχα βγάλει εκείνη τη στιγμή θα έχανε το πόδι του».
Η ίδια τονίζει ξανά την αλήθεια των πραγματικών σφαιρών: «Μας λέγανε ότι είναι πλαστικά. Ποια πλαστικά; Κανονικές σφαίρες είναι. Και αυτή είναι μια αλήθεια που δεν μπορούν να μας την πάρουνε».
«Υπάρχουν μυρουδιές, υπάρχουν ήχοι που δεν σβήνονται»
Η μνήμη όπως λέει η Μέλπω Λεκατσά, δεν περιορίζεται στην επέτειο: «Υπάρχουν μυρουδιές, υπάρχουν ήχοι που ξαφνικά σε ξαναγυρνάνε εκεί. Δεν σβήνονται ποτέ».
Στις 24 Δεκεμβρίου συλλαμβάνεται μετά από μια ατυχία και οδηγείται στις φυλακές ΕΑΤ-ΕΣΑ: «Πήγα να κρύψω δύο συντρόφους… ένας έκανε ένα τηλέφωνο ατυχές και μας τσάκωσαν».
Περιγράφει πώς άλλαζε συνεχώς εμφάνιση για να κινείται: «Φορούσα περούκες, μαντήλια… έκανα την ηλικιωμένη».
ΕΑΤ–ΕΣΑ: Το απόλυτο σκοτάδι
Μετά τη σύλληψή της και την μεταγωγή της στο ΕΑΤ–ΕΣΑ, η Μέλπω προσπαθεί να περιγράψει τις πρώτες στιγμές στη «μαύρη τρύπα» του καθεστώτος:
Για τη φρίκη του χώρου και τις συνθήκες κράτησης ανέφερε: «Εκεί δεν υπάρχει περιγραφή. Είναι η απόλυτη απομόνωση, το αφόρητο κρύο, η έλλειψη στοιχειώδους καθαριότητας… το ξύλο και οι κακοποιήσεις».
Οι γυναίκες κρατούμενες αντιμετώπιζαν ακόμη πιο βαρύ φορτίο, πέρα από την κοινή κακοποίηση των φυλακισμένων: «Σε ταύτιζαν με την πόρνη ή τη γυναίκα που την πιάσαν στη Συγγρού… σε εξευτελίζανε θεωρώντας ότι είσαι ένα τίποτα».

Η Μέλπω Λεκατσά κρατά αποκόμμα εφημερίδας με τίτλο «Παραιτήθηκε η Συγκλήτος»
Κάθε λεπτό στην απομόνωση ήταν μια μάχη: «Να ζήσεις ένα λεπτό παραπάνω, να υπάρξει η επόμενη μέρα. Είχα την αγωνία να ξαναδώ το φως, να ξαναδώ τους γονείς μου», περιγράφει.
Η σκέψη της δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου παρά τα βασανιστήρια: «Δεν μπορείς στα είκοσί σου χρόνια να ταυτιστείς με τον θάνατο», υπογραμμίζει.

Η Μέλπω Λεκατσά και οι δύο άνδρες που την παρακολουθούσαν
Ακόμη και σήμερα, με όσα έζησε τότε και όσα πλήρωσε μετά, η Μέλπω Λεκατσά αναφέρει: «Το Πολυτεχνείο μπορώ να πω ότι δεν θα το άλλαζα. Θα ήθελα να το ζήσω ξανά και να το ζήσουν και τα νέα παιδιά, φτιάχνοντας νέα Πολυτεχνεία».
Τα περιτυλίγματα σοκολάτας που έγιναν αυτοσχέδιο ημερολόγιο της κράτησης
Μέσα στο σκοτάδι των κρατητηρίων, χωρίς χαρτί και μολύβι, η Μέλπω προσπαθούσε να κρατήσει τον χρόνο ζωντανό, να διατηρήσει μια αίσθηση ημέρας και νύχτας. Η ανάγκη για έγγραφα, σημειώσεις ή ημερολόγιο ήταν απλά αδύνατη, αλλά η επιθυμία της να μην χαθεί η μνήμη της ήταν πιο δυνατή από τη στέρηση και την απομόνωση.
Η ίδια αφηγείται: «Δεν είχες χαρτί και μολύβι… Λιποθύμησα από υπογλυκαιμία και ο γιατρός- ένας ΩΡΛ, ο Κόφας, ήρθε και μου έφερε μια coca-cola, μόλις είχε βγει στην αγορά, και δύο σοκολάτες. Ήταν σαν μικρά φάρμακα για το μυαλό και το σώμα. Δεν ήταν απλώς τρόφιμα, ήταν η γεύση της ζωής που ξαναγύριζε μέσα μου. Κράτησα τα αποκόμματα από τις συσκευασίες και άρχισα να προσπαθώ να φτιάξω ένα ημερολόγιο, απλώς για να βλέπω τι μέρα είναι, για να ξέρω ότι ο χρόνος περνάει, ότι δεν έχω χαθεί ολοκληρωτικά μέσα σε αυτή τη φυλακή».

Το αυτοσχέδιο ημερολόγιο από τις σοκολάτες ΙΟΝ
«Μου φάνηκε ότι μέσα από αυτές τις τρεις μικρές σοκολάτες και τη μια coca-cola, η ζωή με επισκέφτηκε ξανά, μου έδωσε δύναμη να κρατηθώ, να συνεχίσω να προσπαθώ να επιβιώσω, και να προσπαθήσω να κρατήσω την επαφή μου με τον έξω κόσμο, με το φως, με την ελπίδα».

Το αυτοσχέδιο ημερολόγιο από τις σοκολάτες Παυλίδη
Η στιγμή που συνάντησε τους βασανιστές της
Η Μέλπω Λεκατσά αναφέρει ότι έχει συναντήσει δύο φορές ανθρώπους που την βασάνισαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας: «Η μία ήταν όταν συνάντησα ένα νταγματάρχη στη λαϊκή της Νέας Ιωνίας να κουβαλάει τα τρόφιμα της γυναίκας του, πολύ περήφανος, καλός οικογενειάρχης. Και τον κοίταξα έτσι υποτιμητικά και του λέω “αυτά να τα θυμάσαι”».
Ήταν πριν δικαστούν οι υπεύθυνοι, λέει, και αργότερα δικαστήκαν και φυλακίστηκαν για 10–12 χρόνια. Παρά την εικόνα του «καλού οικογενειάρχη», εκείνη είχε το θάρρος να του μιλήσει: «Του λέω, πολύ καλός οικογενειάρχης είσαι, αλλά είχα το θάρρος».
Η δεύτερη συνάντηση ήταν στο φαρμακείο της: «Ήρθε ένας που με είχε χτυπήσει πολύ να πάρει ένα φάρμακο και σε διανυκτέρευση -εντεταλμένη υπηρεσία ήμουνα υγείας- δεν μπορούσα να του το αρνηθώ, δεν θα το έκανα ποτέ. Και μου λέει, ξέρεις, είμαι πολύ καλό παιδί, άλλαξα, δουλεύω στον ΟΤΕ σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Δεν θυμάμαι για ποιο είχα ταραχτεί πιο πολύ, του λέω “άσ’ τα λόγια τώρα, πάρε το φάρμακό σου, ούτε τα λεφτά σου θέλω και φύγε”. Τον έβγαλα έξω και έφυγε, ντροπιάστηκε, αλλά τι να το κάνεις; Πιστεύεις ότι υπάρχει περίπτωση κανένας από αυτούς να άλλαξε; Εγώ δεν το πιστεύω, διότι όταν τους επιλέγουν για αυτές τις θέσεις, είναι ειδικές ψυχοσυνθέσεις ανθρώπων που επιλέγονται. Δεν επιλέγεται ο οποιοδήποτε».
Σε ερώτηση για το αν υπήρξε κάποιος από τους βασανιστές που να είχε έστω μια πλευρά ευαισθησίας είπε: «Συνάντησα έναν ταγματάρχη, ο οποίος ήταν ο πιο ευπρεπής από όλους. Και μετά, ευτυχώς, έμαθα ότι στο δικαστήριο που έγινε αυτός αθωώθηκε. Σημαίνει ότι κάποιοι άλλοι είπαν ότι ήταν ευπρεπής, έκανε τη δουλειά του. Τον συνάντησα, αυτός είχε μία διαφορετική πλευρά, ήταν επαγγελματίας, εθνικόφρων με την έννοια να προασπίσει την Ελλάδα, όχι να τσακίσει τους αντιφρονούντες. Δεν μπορεί να θέλεις αυτός που έχει διαφορετική γνώμη από σένα να μην υπάρχει, γιατί αυτή είναι η λογική τους. Δεν είσαι μαζί μας, να μην υπάρχεις».
Όσο για τις δίκες, σημειώνει: «Έγιναν δύο δίκες. Η δίκη για τη δικτατορία των συνταγματαρχών, που εκεί πήγαν πολλοί αγωνιστές με μία λίστα ανθρώπων και έγινε και η δίκη των ταγμάτων, δηλαδή των ΕΑΤ–ΕΣΑ που είχαν φυλακίσει. Εγώ δεν πήγα σε καμία».
Οι κίνδυνοι του εκφασισμού σήμερα
Η Μέλπω Λεκατσά αναλογίζεται τους σημερινούς κινδύνους για την κοινωνία και τις πολιτικές τάσεις που θυμίζουν παρόμοιες απειλές με εκείνες της εποχής της δικτατορίας: «Στον εκφασισμό βλέπω πολλούς κινδύνους. Δεν βλέπω πολλούς κινδύνους για δικτατορία με την έννοια της στρατιωτικής δικτατορίας, γιατί και τα μέσα έτσι που τα χρησιμοποιούν, δικτατορία είναι έμμεση. Έχουμε μπει στην ενωμένη Ευρώπη και είναι πολύ δύσκολο. Βλέπεις πόσα κράτη ξεπηδούν να είναι ακροδεξιά, αλλά και από την άλλη γυρίζουν ξαφνικά. Παράδειγμα η Ολλανδία, παράδειγμα που δεν τα κατάφεραν παντού να γίνει εκφασισμός. Σίγουρα κοίταξε ο κόσμος: όπου του μιλήσουν γλυκά και του πούνε “εγώ έχω τη λύση για σένα”, αυτό θα κάνω, θα σου δώσω επίδομα, θα σου αυξήσω, δεν το ψάχνει πολύ. Πόσος κόσμος είναι βαθιά πολιτικοποιημένος;».

Αποκόμμα εφημερίδας με τη Μέλπω σε φωτογραφία στα κάγκελα του Πολυτεχνείου
Αναπολεί την εποχή που πολιτικοποιήθηκε η ίδια, μέσα σε συνθήκες δικτατορίας:
«Νόμιζες ότι ήμουνα βαθιά πολιτικοποιημένη; Εγώ πήγα σε ένα βιβλιοπωλείο και λέω “σας παρακαλώ, έχω ακούσει ότι υπάρχει το Κεφάλαιο του Μαρξ, μπορείτε να μου το πουλήσετε;” και ήταν δικτατορία. Με κοίταζαν περίεργα… μου λένε “είναι πολύ μεγάλο, δεν νομίζω ότι μπορείτε να το διαβάσετε” και είναι πολύ ακριβό. Με ένα κατοστάρικο που έβγαζα ένα μήνα, πού να βρω τα λεφτά;».
Η πολιτικοποίηση της Μέλπως Λεκατσά χτίστηκε με κόπο: «Χρειάστηκε πολύ κόπος και διάβασμα, γιατί δεν ήμουνα έτοιμη όπως άλλοι. Εγώ απλώς είχα πάντα μέσα μου πάθος του δικαίου, να βλέπω ποιο είναι το ψεύτικο και ποιο το αληθινό. Έτσι διάβασα, έτσι πολιτικοποιήθηκα, και ας μην κυβέρνησα ποτέ. Νομίζω ότι έχω πάρα πολλές γνώσεις γύρω από τα τεκταινόμενα για αυτό και τα παιδιά μου, οι κόρες μου, είναι κι αυτές βαθιά πολιτικοποιημένες».

