5 Δεκεμβρίου 2025

Ψυχικό: Οι δυο επιθέσεις που δέχτηκε ο Παναγιώτης Στάθης πριν τη δολοφονία


Τι ανέφερε στην κατάθεσή της η σύζυγος του δολοφονημένου τοπογράφου

Με αφετηρία την κατάθεση της συζύγου του 54χρονου τοπογράφου Παναγιώτη Στάθη, ο οποίος δολοφονήθηκε στο Ψυχικό στις 2 Ιουλίου 2024, άρχισε η δίκη για την υπόθεση που έχει συγκλονίσει την κοινή γνώμη. Στο εδώλιο βρίσκονται δύο κατηγορούμενοι, οι οποίοι, με την έναρξη της διαδικασίας, αρνήθηκαν κάθε πράξη που τους αποδίδεται. Η χήρα του θύματος, τα δύο παιδιά του και οι γονείς του υπέβαλαν δήλωση υποστήριξης της κατηγορίας.

Η σύζυγος του 54χρονου ήταν η πρώτη μάρτυρας που εξετάστηκε, περιγράφοντας αναλυτικά τη ζωή και τη δραστηριότητα του άνδρα της. Όπως εξήγησε, ο Παναγιώτης Στάθης εργαζόταν ως τοπογράφος τόσο στην Αθήνα και στην επαρχία όσο και στη Μύκονο, όπου είχε σημαντική επαγγελματική παρουσία. «Ήταν καλοπροαίρετος, γενναιόδωρος και αφοσιωμένος στην οικογένεια και τη δουλειά του», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Η μάρτυρας αναφέρθηκε σε δύο επεισόδια επίθεσης που είχαν προηγηθεί της δολοφονίας. Το πρώτο, το 2021, το περιέγραψε ως «μικρό περιστατικό ξυλοδαρμού» το οποίο τότε δεν τους είχε ανησυχήσει. Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, εκτυλίχθηκε ένα σαφώς σοβαρότερο συμβάν. «Άκουσα φωνές, είδα μια μηχανή κρυμμένη κάτω από ένα δέντρο και έφτασε στα αυτιά μου το ‘βοήθεια, χτυπήσανε τον Παναγιώτη’. Τον βρήκα μέσα στα αίματα», κατέθεσε. Ο σύζυγός της της είπε ότι «κάποιος όρμησε πάνω του, τον χτύπησε, του έριξε μπουνιές και εξαφανίστηκε» και στη συνέχεια πήγε αμέσως στην αστυνομία.

Μετά το επεισόδιο εκείνο, όπως κατέθεσε, της είχε εκμυστηρευθεί ότι υποψιαζόταν συγκεκριμένο άτομο που δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά στη Μύκονο. Επρόκειτο για έναν μεσίτη με τον οποίο είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν, αλλά η συνεργασία τους είχε λήξει άδοξα. «Μάθαμε ότι μιλούσε αρνητικά για τον Παναγιώτη. Ο άντρας μου ήταν τρομοκρατημένος, δεν αισθανόταν ασφαλής να κυκλοφορεί μόνος», είπε η μάρτυρας.

Αίσθηση προκάλεσε στην εισαγγελέα η αναφορά της μάρτυρις ότι το 2023, όταν η οικογένεια αναζητούσε σπίτι, μια μεσίτρια «από τις επαφές της Μυκόνου» τους υπέδειξε το διαμέρισμα όπου διέμενε ο πρώτος κατηγορούμενος κατά τη σύλληψή του, ενώ σε δεύτερο σπίτι τους υποδείχθηκε βρέθηκε στο υπόγειο πάρκινγκ του ίδιου κτιρίου, η μηχανή που χρησιμοποιήθηκε στη δολοφονία.

Η σύζυγος του θύματος απάντησε πως πράγματι όλα έγιναν μέσω μεσίτριας, με την εισαγγελέα να σχολιάζει ότι η σύμπτωση είναι εντυπωσιακή: «Ολόκληρη η Αθήνα και εσείς βρήκατε αυτά τα δύο σπίτια…».

Ακολούθησε αναλυτική αναφορά στη δραστηριότητα του συζύγου της στη Μύκονο. Όπως περιέγραψε, ξεκίνησε ως βοηθός τοπογράφου πριν από το 2000 και σταδιακά εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο έμπειρους επαγγελματίες του νησιού. Παράλληλα, η οικογένεια έκανε επενδύσεις σε ακίνητα το 2003–2004, αγοράζοντας και πουλώντας γη.

Ιδιαίτερη μνεία έγινε στη συνεργασία με τον μεσίτη της Μυκόνου, η οποία έληξε λόγω σοβαρής διαφωνίας. «Αγόρασαν ένα ακίνητο μαζί και δίπλα υπήρχε άλλο. Ο Παναγιώτης πρότεινε να το αγοράσουν και αυτό ώστε να δοθεί ενιαία σε τρίτο. Ο μεσίτης το πούλησε μόνος του. Όταν το έμαθε ο Παναγιώτης ήταν στη Μύκονο· με πήρε έξαλλος και είπε ‘τέλος μαζί του’», κατέθεσε. Παρότι δεν υπήρξε ανοιχτή σύγκρουση, ο Στάθης αποστασιοποιήθηκε πλήρως. Λίγο καιρό αργότερα πούλησε το δικό του ακίνητο στο νησί.

Η διαδικασία συνεχίστηκε με την κατάθεση της ιδιοκτήτριας του διαμερίσματος και των θέσεων στάθμευσης όπου εντοπίστηκε η μηχανή που χρησιμοποιήθηκε στο έγκλημα. «Οι θέσεις αυτές ήταν πάντα άδειες. Δεν γνωρίζω τους κατηγορουμένους. Έμαθα ότι η μηχανή βρέθηκε στη δική μου θέση όταν έφτασε η αστυνομία», τόνισε.

Στο βήμα ανέβηκε στη συνέχεια συνεργάτης του θύματος, επίσης τοπογράφος μηχανικός. Όπως εξήγησε, στο παρελθόν ταξίδευαν συχνά μαζί στη Μύκονο για επαγγελματικές υποθέσεις, μέχρι που εκείνος ανέλαβε τα εσωτερικά της εταιρείας και ο Παναγιώτης Στάθης τα εξωτερικά. Ο μάρτυρας επιβεβαίωσε τα δύο προγενέστερα επεισόδια βίας, χαρακτηρίζοντας το πρώτο ασήμαντο. Για το δεύτερο, ενημερώθηκε από τη σύζυγο του θύματος: «Έμαθα ότι ήταν δύο άτομα με μηχανή. Ο Παναγιώτης αρχικά νόμισε πως ήταν κούριερ. Το καταγγείλαμε, αλλά δεν βρέθηκε τίποτα».

Καταθέτοντας για τις σχέσεις με τον μεσίτη της Μυκόνου, είπε ότι υπήρχε υποψία από την πλευρά του Στάθη λόγω επαγγελματικών ασυμφωνιών και ότι μετά τη ρήξη εκείνος δεν ήθελε συνοδευτική παρουσία όταν κινούνταν, αν και αρχικά είχε άγχος και μετακινούνταν συχνά με τη σύζυγο ή με τον ίδιο.

Τέλος, ο μάρτυρας περιέγραψε όσα είδε τη στιγμή της δολοφονίας: «Άκουσα πυροβολισμούς και κατέβηκα αμέσως. Είδα ένα μαύρο σκούτερ, ο οδηγός φορούσε λευκό κράνος και μαύρο μπουφάν. Το μυαλό μου πήγε στη Μύκονο, επειδή μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς μας ήταν εκεί. Δεν είχαμε όμως ποτέ αντιδικίες».


Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ