Οι τρομοκράτες της παραλίας Μπόνταϊ είχαν ταξιδέψει την 1η Νοεμβρίου στις Φιλιππίνες, όπου έμεναν έναν μήνα, στο Μιντανάο, γνωστό ως «πυρήνα εκπαίδευσης τζιχαντιστών»
Η τρομοκρατική επίθεση στην παραλία Μπόνταϊ με στόχο Εβραίους που γιόρταζαν δίπλα στη θάλασσα τη Χανουκά, έφερε στο παγκόσμιο προσκήνιο το Μιντανάο των Φιλιππίνων, που έχει χαρακτηριστει «ως κέντρο εκπαίδευσης του Ισλαμικού Κράτους», μετά τη διαπίστωση ότι το τρομοκρατικό δίδυμο, πέρασε έναν μήνα στην περιοχή πριν επιστρέψει στην Αυστραλία.
Οι Φιλιππίνες επιβεβαίωσαν ότι πατέρας και γιος βρίσκονταν στο Νταβάο από την 1η έως τις 28 Νοεμβρίου και προσπαθούν να διαπιστώσουν εάν η διαμονή τους συνδεόταν με πιθανή εκπαίδευση με ομάδες που συνδέονται με το ISIS. «Δεν υπάρχουν ενδείξεις ή πληροφορίες ότι έλαβαν εκπαίδευση» στο Μιντανάο, δήλωσε ο Εντουάρντο Άνο, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των Φιλιππίνων, σε μια προσπάθεια να αποστασιοποιήσει τη χώρα του από το στίγμα της τρομοκρατίας.
Η περιοχή Νταβάο, που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά του νησιού Μιντανάο, περιλαμβάνει 5 επαρχίες: Νταβάο ντελ Νόρτε, Νταβάο ντελ Σουρ, Οριεντάλ Νταβάο, Νταβάο Οξιντεντάλ και Νταβάο ντε Όρο (γνωστή και ως Κοιλάδα Κομποστέλα).
Η πόλη Νταβάο, χαρακτηρίζεται από τη σημαντική αστυνομική παρουσία και αυστηρούς ελέγχους στους δρόμους πρόσβασης, αλλά το τριγύρω γεωγραφικό περιβάλλον το οποίο εναλλάσσεται μεταξύ παράκτιων περιοχών στον Κόλπο του Νταβάο, πυκνής ζούγκλας και ορεινού εδάφους ευνοεί τη δραστηριότητα ανταρτών και δυσκολεύει τον κρατικό έλεγχο.

Ένας αστυνομικός στέκεται σε ένα σημείο ελέγχου, καθώς η Εθνική Αστυνομία των Φιλιππίνων βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους συναγερμού μετά την κήρυξη στρατιωτικού νόμου στο Μιντανάο, στο νότιο τμήμα των Φιλιππίνων
AP/Aaron Favila
Το Μιντανάο, το νότιο τρίτο του αρχιπελάγους των Φιλιππίνων, έχει μακρά ιστορία τζιχαντιστικών ομάδων που δρουν από τις αρχές του 21ου αιώνα. Οι πιο ριζοσπαστικές παρατάξεις, όπως Αμπού Σαγιάφ και η Ομάδα Μάουτε , βρήκαν πρόσφορο έδαφος στις αγροτικές και ορεινές περιοχές του νότου λόγω ενός συνδυασμού φτώχειας, εδαφικής βίας και δύσκολου κρατικού ελέγχου. Ενώ αυτές οι ομάδες προήλθαν από ιστορικά μουσουλμανικά αυτονομιστικά κινήματα, η ευθυγράμμισή τους με τον παγκόσμιο τζιχαντιστικό σκοπό συνέβη ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους στην περιοχή, οπότε και ορκίστηκαν πίστη και άρχισαν να χρησιμοποιούν τακτικές τυπικές της διεθνούς τρομοκρατίας, όπως απαγωγές, βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας και χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών σε αστικά κέντρα και τουριστικές περιοχές.
Το 2017, η πόλη Μαράουι, στο νότιο Μιντανάο, αποτέλεσε το θέατρο παρατεταμένης πολιορκίας από αντάρτες πιστούς στο ISIS, η οποία οδήγησε σε μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επέμβαση με την υποστήριξη αεροσκαφών των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ και της Αυστραλίας. Μετά την κατάληψη και την επακόλουθη απελευθέρωση της Μαράουι, οι αρχές ενέτειναν τις επιχειρήσεις κατά της εξέγερσης, αποδυναμώνοντας σημαντικά τις εξτρεμιστικές ομάδες, τα απομεινάρια των οποίων λειτουργούν πλέον σε κατακερματισμένους πυρήνες με πολύ πιο περιορισμένους πόρους και επιχειρησιακή ικανότητα.
Επί του παρόντος, σύμφωνα με στρατιωτικές πηγές των Φιλιππίνων και μια εσωτερική αξιολόγηση που επικαλείται το Associated Press, παραμένουν λιγότερα από 100 ενεργά μέλη, ομαδοποιημένα σε σποραδικές συμμορίες, κυρίως σε απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες περιοχές.
Οι Φιλιππίνες εδώ και καιρό προσπαθούν να αποστασιοποιηθούν από την «ταυτότητα» του «πυρήνα εκπαίδευσης τρομοκρατών», κάνοντας λόγο για παραπλανητικές ή μη επικυρώμένες αναφορές.
Διεθνείς αναλυτές συμφωνούν ότι, μετά από χρόνια στρατιωτικών επιχειρήσεων και μείωση των δυνατοτήτων των τζιχαντιστικών ομάδων, το Μιντανάο παρουσιάζει πλέον ένα κατακερματισμένο και παρακμάζον τοπίο, αν και με λανθάνοντες κινδύνους σε περιφερειακές περιοχές.
Στις αρχές Δεκεμβρίου, στρατιωτικοί αξιωματούχοι των Φιλιππίνων ανέφεραν τον θάνατο ενός ύποπτου κατασκευαστή βομβών και ηγέτη της ομάδας Dawlah Islamiyah-Hassan, που συνδέεται με το ISIS.
Τα τελευταία δύο χρόνια, οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν δηλώσει ότι έχουν «εξουδετερώσει» ξένες ομάδες και υπολείμματα πρώην τζιχαντιστικών οργανώσεων.

