Το κοινό αναρωτιόταν αν έβλεπε έναν άνθρωπο ή ένα σκληρό αστείο της φύσης – Ήταν ο Σλίτσι, ο «άνθρωπος-καρφίτσα»
Το πρωινό εκείνο, ο ήλιος έπεφτε πάνω στη ριγέ τέντα του Τσίρκου Tom Mix, κάπου στην Καλιφόρνια της δεκαετίας του ’30. Ο αέρας μύριζε πριονίδι και καραμελωμένα μήλα.
Παιδιά τραβούσαν τις φούστες των μητέρων τους, πλησιάζοντας τη σκηνή. Ανάμεσα σε κλουβιά, κλόουν και αρσιβαρίστες, μια μικροσκοπική φιγούρα, ντυμένη με έναν παιδικό, εκκεντρικά πολύχρωμο χιτώνα, χόρευε και γελούσε αβίαστα.
Το κοινό αναρωτιόταν αν έβλεπε έναν άνθρωπο ή ένα σκληρό αστείο της φύσης. Ήταν ο Σλίτσι, ο «άνθρωπος-καρφίτσα».

Μεταξύ γοητείας και τρόμου
Ο Σλίτσι, του οποίου το πραγματικό όνομα δεν καταγράφηκε ποτέ με βεβαιότητα – κάποια έγγραφα μιλούν για «Σάιμον Μετζ», άλλα υιοθετούν επώνυμα ιδιοκτητών ή ατζέντηδων – γεννήθηκε, σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές, στη Νέα Υόρκη το 1901.
Από τη στιγμή που εμφανίστηκε δημόσια, ήταν γνωστός ως άτομο με μικροκεφαλία: πολύ μικρό κρανίο, υποανάπτυκτος εγκέφαλος, μια όψη που, με τα ιατρικά δεδομένα της εποχής, αμφισβητούσε τα όρια της «φυσιολογικότητας».
Μέσα όμως στη σκηνή του τσίρκου, τίποτα από αυτά δεν είχε σημασία. Εκεί μετρούσε μόνο το σοκ. Οι αφίσες τον παρουσίαζαν ως «τον χαμένο κρίκο», με λέξεις όπως «εκπληκτικός», «μοναδικός», «ανεπανάληπτος» να πλαισιώνουν το πρόσωπό του.
Πίσω από την κουρτίνα, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Ο Σλίτσι δεν καταλάβαινε γιατί τον κοιτούσαν έτσι. Χειροκροτούσε, γελούσε, κινούνταν με τη φυσικότητα κάποιου που δεν φοβάται να γελοιοποιηθεί. Με έναν παράδοξο τρόπο, ο θρίαμβός του ήταν απλώς ότι επιβίωνε.
Οι υπόλοιποι καλλιτέχνες, μαθημένοι στη σκληρή ζωή του περιοδεύοντος θεάματος, τον φρόντιζαν με τρυφερότητα.

Μια παιδικότητα σε αναστολή
«Θέλεις να δεις το κόλπο με το νόμισμα;» ρωτούσε τα παιδιά που χάζευαν στα παρασκήνια. Η ψιλή, χαρούμενη φωνή του κατέληγε πάντα σε τρανταχτά γέλια. Κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει την ηλικία του: κάποιες στιγμές έμοιαζε βρέφος, άλλες ένας γέρος χαμένος στη δική του παιδική ηλικία.
Η μικροκεφαλία σήμαινε πως είχε τη νοητική αντίληψη ενός τετράχρονου παιδιού, ακόμη κι όταν τα χρόνια περνούσαν. Μιλούσε με απλές προτάσεις, αγαπούσε τα γλυκά και τα έντονα χρώματα, και η χαρά του έμοιαζε ανεξάντλητη. Δεν ήξερε να διαβάζει ή να γράφει, προσανατολιζόταν όμως από τους ήχους της σκηνής και τον ρυθμό των βημάτων γύρω του.
Ο διευθυντής του τσίρκου τον παρουσίαζε με τελετουργικό ύφος: «Κυρίες και κύριοι, το παιδί-άνδρας, το ζωντανό θαύμα».
Ο Σλίτσι σήκωνε το χέρι και χαιρετούσε. Το κοινό, παγιδευμένο ανάμεσα στη λύπηση και την ηδονοβλεπτική περιέργεια, απαντούσε με συγκρατημένο χειροκρότημα. Κανείς δεν έφευγε ίδιος ύστερα από το βλέμμα του. Το χαμόγελό του διέλυε τη λογική του ίδιου του θεάματος.
Οι μέρες της γιορτής και η οικογένεια που διάλεξε
Η ζωή του υφαινόταν ανάμεσα σε περιοδείες και ανώνυμους σταθμούς. Δεν είχε γνωστούς συγγενείς αίματος, όμως οι άνθρωποι του τσίρκου έγιναν οι κηδεμόνες και τα αδέλφια του. Τυπικά, υιοθετήθηκε από τον Τζορτζ Σέρτις, θηριοδαμαστή λιονταριών, που είδε στον Σλίτσι μια ευθύνη τόσο ιερή όσο και τα ζώα του.

«Μην τον αντιμετωπίζετε σαν αξιοθέατο. Είναι απλώς ένας άνθρωπος που χρειάζεται αγάπη», έλεγε στους νεοφερμένους. Ο κόσμος έξω από τη σκηνή, όμως, ήταν συχνά πιο άγριος κι από το κλουβί των λιονταριών.Όταν το τσίρκο έμενε εβδομάδες σε μια πόλη, ο Σλίτσι περνούσε τον χρόνο του με τους κλόουν, από τους οποίους έμαθε την παντομίμα και απλά κόλπα. Δημιουργούσε μικρές τελετουργίες: πρωινά μαζί, παιχνίδια με υφάσματα, βοήθεια στο πλύσιμο των κοστουμιών. Πολλοί έλεγαν πως ήταν η ψυχή της ομάδας, χάρη στο μεταδοτικό του γέλιο. Άλλοι υποστήριζαν πως η πραγματική λύπη μετριόταν στις στιγμές που κοίταζε έξω από το παράθυρο, ρωτώντας αν θα είχε παράσταση εκείνο το βράδυ.
Freaks, ακούσια διασημότητα και το τίμημα του βλέμματος
Το 1932, η ιστορία του άλλαξε για πάντα. Ο σκηνοθέτης Τοντ Μπράουνινγκ τον επέλεξε για την ταινία Freaks, ένα φιλμ που έφερε στην οθόνη πραγματικούς ανθρώπους των τσίρκων, σε ένα κράμα ανθρωπιάς και τρόμου.
Ο Μπράουνινγκ, εμμονικός με τα όρια, είδε στον Σλίτσι μια απόλυτη αγνότητα. Στα διαλείμματα των γυρισμάτων τον προστάτευε από τα πειράγματα και το ψύχος. Στην οθόνη, ο Σλίτσι έγινε σύμβολο εύθραυστης αθωότητας, μέσα σε μια οικογένεια «τεράτων» τόσο απίθανη όσο και αληθινή.
Η ταινία τον ανύψωσε σε ένα παράδοξο είδος πολιτισμικής διασημότητας. Τίποτα όμως δεν άλλαξε στην καθημερινότητά του. Το αιώνιο παιδί του τσίρκου συνέχισε να περιμένει την ώρα της παράστασης, ανυποψίαστο για τις ηθικές και αισθητικές συζητήσεις που προκαλούσε η ύπαρξή του.

Ανάμεσα στην ποπ κουλτούρα και τη λήθη
Με τα χρόνια, το πρόσωπό του έγινε εικονικό. Τυπώθηκε σε μπλουζάκια, αφίσες, περιοδικά της υπόγειας ποπ κουλτούρας και της ιστορίας των sideshows. Άλλοι τον είδαν ως «σύμβολο φυλακισμένης αθωότητας», άλλοι έγραψαν δοκίμια για την ηθική της έκθεσής του.
Όσοι τον γνώρισαν συμφωνούν σε ένα πράγμα: ο Σλίτσι ήταν ακτινοβόλος, ανίκανος για κακία, με μοναδική απαίτηση την προσοχή και την αγάπη των άλλων. Για τους συναδέλφους του, ενσάρκωνε μια απλούστερη, πιο άμεση ανθρωπιά.
«Μαμά! Μαμά!» φώναζε χαρούμενα όταν έβλεπε κάποια γυναίκα στο κοινό, ίσως αναζητώντας σε κάθε πρόσωπο μια υπόσχεση προστασίας, ίσως απλώς επαναλαμβάνοντας τις λέξεις που αγαπούσε περισσότερο.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, σύμφωνα με μαρτυρίες, τα πέρασε στα προάστια του Λος Άντζελες, υπό τη φροντίδα φίλων της οικογένειας Σέρτις, την ώρα που ο κόσμος των τσίρκων ξεθώριαζε σαν παλιό κόλπο.
Η τελετουργία της επανάληψης
Η καθημερινότητά του είχε δομή. Κάθε πρωί ξεκινούσε ίδιο: ξύπνημα στο μικρό του κρεβάτι, φως που περνούσε από το κόκκινο ύφασμα της τέντας, ήχοι προετοιμασίας. Πρωινό με τους εργάτες, πάντα το πιο μαλακό ψωμί και τον πιο έντονα χρωματισμένο χυμό.
Ύστερα, η προετοιμασία για την παράσταση: το φλοράλ φόρεμα, το πλύσιμο των χεριών, το χτένισμα. «Σήμερα θα είναι καλή μέρα, Σλίτσι», του έλεγε κάποια από το βεστιάριο. Εκείνος απαντούσε με ένα φωτεινό βλέμμα.
Η ζωή του ήταν ένας κύκλος από παραστάσεις, ταξίδια και τελετουργίες. Και όταν η μουσική σταματούσε, περιπλανιόταν στους διαδρόμους, σαν να του έλειπαν τα βλέμματα του πλήθους.
Ο Σλίτσι πέθανε το 1971. Ο Τύπος σχεδόν δεν το ανέφερε. Μικρές ειδήσεις σε τοπικές εφημερίδες, αναμνήσεις σε γράμματα και ιστορίες που ειπώθηκαν σε μπαρ.
Κι όμως, η μνήμη του επιμένει. Κάθε τόσο, κάποιος συλλέκτης ή σινεφίλ ανακαλύπτει ξανά το πρόσωπό του: το μικρό κεφάλι, τα μεγάλα μάτια, το χαμόγελο που αφόπλιζε κάθε τραγωδία.
Στην ταινία Freaks, η φωνή του αντηχεί σαν παιδικός απόηχος ανάμεσα στο όνειρο και την απειλή. Για πολλούς, εκείνη η στιγμή αλήθειας αρκεί για να δικαιώσει ολόκληρη την ταινία. Και ολόκληρη τη ζωή του «ανθρώπου-καρφίτσα».

