Η Δημοκρατία στην Τουρκία δεν «πεθαίνει» γιατί δεν «γεννήθηκε» ποτέ


Την περασμένη εβδομάδα, το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο της Τουρκίας ακύρωσε το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα πολιτικοί αναλυτές και δημοσιογράφοι από όλο τον κόσμο να κάνουν λόγο για τον θάνατο της Δημοκρατίας στην Τουρκία. Πώς μπορεί να πεθάνει κάτι που δεν γεννήθηκε ποτέ όμως;

Στο πέρασμα των χρόνων, έγινε κοινά αποδεκτό ότι η ίδρυση του Δημοκρατικού Κόμματος της Τουρκίας το 1946 δεν οδήγησε μόνο στην εποχή της πολυκομματικής πολιτικής της χώρας αλλά ξεκίνησε και τη διαδικασία της δημοκρατικής μετάβασης. Όπως σημειώνει το Foreign Policy, οι Δημοκρατικοί πήραν την εξουσία το 1950 χωρίς αντιδράσεις από το ηττημένο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) και κάπως έτσι γεννήθηκε η μυθολογία της τουρκικής δημοκρατίας. Έκτοτε, οι εκλογές γίνονται στην ώρα τους, πιστεύεται ότι είναι ελεύθερες και δίκαιες και έχουν παράγει μια ομιχλώδη σειρά κυβερνήσεων συνασπισμού, ειδικά στη δεκαετία του ’70 και τη δεκαετία του ’90.

Φυσικά, υπήρξαν και τέσσερα πραξικοπήματα μεταξύ του 1960 και του 1997 που ανέβαλαν αυτές τις ελεύθερα εκλεγμένες κυβερνήσεις. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πολλοί παρατηρητές θεώρησαν την εκλογή του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), το οποίο ανέλαβε για πρώτη φορά το 2002, ένα κρίσιμο βήμα προς τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας. Οι ηγέτες του δεσμεύθηκαν να μεταρρυθμίσουν ή να καταργήσουν τους θεσμούς που ο στρατός δημιούργησε για να προστατεύσει το κράτος από το άτομο (που δρούσαν κυρίως εις βάρος των κομμάτων όπως το AKP και των εκλογέων τους). Έτσι, το AKP χρησιμοποίησε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία για να εγκρίνει πακέτα συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που χαλιναγώγησαν το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, δυσκόλεψαν το να εξαφανίζονται πολιτικά κόμματα και να απαγορεύεται το εκλέγεσθαι σε πολιτικούς, κατάργησαν τα μικτά πολιτικά και στρατιωτικά δικαστήρια της κρατικής ασφάλειας και άλλαξαν τον Ποινικό Κώδικα.

Ωστόσο, 17 χρόνια αργότερα, οι ηγέτες του ΑΚΡ έγιναν αυτό που κάποτε φοβόντουσαν, παρατηρεί στο άρθρο του το Foreign Policy. Ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ασχολείται με ένα γνωστό μοτίβο μόχλευσης και αυτοσχεδιασμού των πολιτικών και νομικών θεσμών της Τουρκίας για να διασφαλίσει ότι θα παραμείνει στην εξουσία ο ίδιος και το ΑΚΡ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο. Σε αυτό συμμετέχουν δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας και ο ρόλος του είναι να διασφαλίσει την ακεραιότητα των εκλογών στην Τουρκία. Ωστόσο, το Εκλογικό Συμβούλιο έπαψε να λειτουργεί ως ουδέτερος παρατηρητής της εκλογικής διαδικασίας. Αντ ‘αυτού, μέσω διορισμών στο δικαστικό σώμα, έχει καταστεί υποχείριο του ΑΚΡ και του Ερντογάν.

Τον Απρίλιο του 2017, οι Τούρκοι προσήλθαν στις κάλπες για να ψηφίσουν μια σειρά συνταγματικών τροπολογιών που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της εξουσίας της Προεδρίας. Όταν τα exit polls κατέδειξαν ότι η έγκριση των τροπολογιών ήταν αμφίρροπη, το AKP πίεσε το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο να εγκρίνει ως έγκυρα ψηφοδέλτια που δεν ήταν, δίνοντας έτσι στον Ερντογάν τη νίκη που χρειαζόταν, για να εγκαθιδρύσει καθεστώς «εκτελεστικής προεδρίας».

Τώρα, τα μέλη του Εκλογικού Συμβουλίου που διορίστηκαν από το AKP ψήφισαν υπέρ της ακύρωσης των εκλογών στην Κωνσταντινούπολη, με τη δικαιολογία ότι αυτοί που έτρεξαν τις εκλογές δεν ήταν δημόσιοι υπάλληλοι κι ότι παραβιάστηκε η εκλογικής διαδικασία. Αλλά – και αυτό είναι ένα μεγάλο αλλά, όπως τονίζει το Foreign Policy – η εκλογή του Εκρέμ Ιμάμογλου του αντιπολιτευόμενου CHP ως δημάρχου της Κωνσταντινούπολης ήταν η μόνη που ακυρώθηκε στην πόλη. Την ίδια στιγμή το Εκλογικό Συμβούλιο επικύρωσε τα αποτελέσματα στις περιφερειακές εκλογές της Κωνσταντινούπολης, όπου οι υποψήφιοι του AKP κέρδισαν, παρόλο που οι ίδιοι άνθρωποι καταμέτρησαν και αυτές τις ψήφους στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Για να μην αφεθεί και περιθώριο αμφισβήτησης, οι Τούρκοι εισαγγελείς είχαν προλάβει να κατηγορήσουν τους ψηφοσυλλέκτες που δεν μπορούσαν να μετρήσουν τις ψήφους υπέρ του υποψηφίου του CHP αλλά μπορούσαν αυτούς υπέρ των υποψηφίων του AKP, ότι είχαν διασυνδέσεις είχαν συνδέσεις με την οργάνωση FETO του Φετουλάχ Γκιουλέν, μια δικαιολογία που έχει χρησιμοποιηθεί για να διωχθούν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 και ύστερα.

Επρόκειτο ξεκάθαρα για μια πολιτική απόφαση. Ο Ερντογάν, το κόμμα του και οι οπαδοί του έχουν υπάρξει τόσο θρασείς στην προσέγγισή τους στην πολιτική για περισσότερο από μια δεκαετία, που είναι δύσκολο να μην σκεφτεί κανείς το έλλειμμα της δημοκρατίας της Τουρκίας ως πρόβλημα του ΑΚΡ. Αυτό ήταν εν μέρει ο λόγος για τις ατελείωτες αναφορές εδώ και πολλά χρόνια στην «αυταρχική στροφή της Τουρκίας», αλλά ο Ερντογάν δεν είναι ο πρώτος Τούρκος ηγέτης που πιέζει τα θεσμικά όργανα του κράτους να αποκλείσουν ή να καταστρέψουν τους αντιπάλους του.

Οι ακόλουθοι του Φετουλάχ Γκιουλέν καταγγέλλουν την καταστολή που λαμβάνει χώρα εδώ και χρόνια και έχει οδηγήσει σε συλλήψεις δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών και δικαστών. Ανεξάρτητα πάντως από το γεγονός ότι το πογκρόμ του Ερντογάν είναι σε κάθε περίπτωση ανάλγητο, οι Γκιουλενιστές δεν έκαναν τίποτα όταν ευθυγραμμίστηκαν με το ΑΚΡ κι ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών και δικαστών βρισκόταν υπό διωγμό. Δεν είναι μόνο η σιωπή τους όμως, που τους καθιστά συνένοχους. Οι εισαγγελείς που συνδέονται με το γκιουλενικό κίνημα συμμετείχαν στην κατασκευή αποδεικτικών στοιχείων εναντίον των κατηγορουμένων, ενώ οι δικαστές που υποστήριζαν τον αυτοεξόριστο ιεροκήρυκα αποφάσιζαν αμφιλεγόμενες καταδίκες.

Μερικοί από εκείνους τους οποίους το AKP και οι Γκιουλενιστές φυλάκισαν τη δεκαετία του 2000 εμπλέκονταν στο αποκαλούμενο «μεταμοντέρνο» πραξικόπημα του 1997, που τερμάτισε το πρώτο πείραμα της Τουρκίας με ισλαμική κυβέρνηση. Αυτή η διαδικασία είχε ως στόχο να αναγκάσει τη νέα κυβέρνηση να τροποποιήσει τα νομικά και πολιτικά θεσμικά όργανα για να ξεπεράσει αυτό που το Γενικό Επιτελείο φοβόταν ότι θα ήταν ο εξισλαμισμός της χώρας. Το «πραξικόπημα του μνημονίου» του 1971 απαίτησε από τον Τούρκο πρωθυπουργό να ενισχύσει τις πτυχές του τότε συντάγματος που η στρατιωτική διοίκηση θεωρούσε υπερβολικά φιλελεύθερες. Στη δεκαετία του 1950, το Δημοκρατικό Κόμμα μπορεί να έβαλε τα θεμέλια της πολυκομματικής εποχής, αλλά χειραγώγησε επίσης τους κρατικούς θεσμούς για να προωθήσει τα πολιτικά του συμφέροντα σε βάρος της δημοκρατίας.

Η σύγχρονη πολιτική ιστορία της Τουρκίας δείχνει ότι ο εκδημοκρατισμός της χώρας επιχειρήθηκε μέχρι που ανέλαβε την εξουσία για πρώτη φορά το ΑΚΡ, το 2002. Η Τουρκία, όπως και πολλές άλλες χώρες, θεσμοθέτησε δημοκρατικές πρακτικές, αλλά λίγοι από τους ηγέτες της έχουν τήρησαν τη δέσμευσή τους στους δημοκρατικούς κανόνες. Την ίδια στιγμή, ο κυνισμός και ο αυταρχισμός άνθισαν και μάλιστα υπό τον μανδύα της δημοκρατίας.

Παρά τα όσα πιστώνονται στους Τούρκους ηγέτες, οι πολίτες της Τουρκίας είναι όμως ένα άλλο κεφάλαιο, καταλήγει το Foreign Policy. Σε κρίσιμες στιγμές, έχουν αψηφήσει τα ψευδοδημοκρατικά θεσμικά όργανα, όπως για παράδειγμα το 2007 όταν ο στρατός προσπάθησε να εμποδίσει τον Αμπντουλάχ Γκιουλ να γίνει πρόεδρος της Τουρκίας . Πολλοί Τούρκοι αντέδρασαν στην εκλογική αναταραχή που προκάλεσε το AKP το 2014, όμως οι επιλογές που είχαν ήταν πολύ λίγες…

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ