Oι αναδυόμενες αγορές θύματα του εμπορικού πολέμου


Τις τελευταίες εβδομάδες, οι αγορές ομολόγων και μετοχών έστελναν σήματα τα οποία ήταν ουσιαστικά ασυμβίβαστα.

Ενώ οι μετοχές εξέπεμπαν ασυγκράτητη αισιοδοξία, οι αποδόσεις των ομολόγων αντανακλούσαν βεβαιότητα για επερχόμενη ύφεση.

Την περασμένη εβδομάδα, η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου ήταν χαμηλότερη από την αντίστοιχη του 3μηνου εντόκου, μια αντιστροφή της συνηθισμένης καμπύλης αποδόσεων η οποία ιστορικά αποτελεί καλό οδηγό για την πρόβλεψη ύφεσης.

Τότε ήρθε και η σειρά των επενδυτές μετοχών να καταλάβουν επιτέλους τι συμβαίνει, με λίγη βοήθεια από την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να επεκτείνει τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα και στο Μεξικό. Η διάθεση για ανάληψη ρίσκου εξαφανίστηκε, το αφήγημα της αγοράς μετοχών ευθυγραμμίστηκε με αυτό της αγοράς ομολόγων και ο δείκτης S&P 500 κατέγραψε μηνιαία βουτιά πάνω από 6%.

Όπως συμβαίνει συνήθως όταν βουτάνε οι μετοχές του ανεπτυγμένου κόσμου, οι μετοχές των αναδυόμενων αγορών έπεσαν ακόμα περισσότερο. Σύμφωνα με το Ινστιτούτου Διεθνούς Χρηματοοικονομικής (IIF), οι εκροές $14,6 δισ. από τις μετοχές των αναδυόμενων αγορών τον Μάιο ήταν οι μεγαλύτερες από το λεγόμενο «taper tantrum» του Ιουνίου του 2013, όταν η επιπόλαιη ρητορική του πρώην πρόεδρου της Fed, Μπεν Μπερνάνκε, προκάλεσε εκροές $21,9 δισ. To επακόλουθο είναι πως η πλειονότητα των κερδών που είχαν καταγράψει οι παγκόσμιες μετοχές από την αρχή της χρονιάς εξαφανίστηκε.

Mε αυτή την αίσθηση ήττας που υπάρχει στην ατμόσφαιρα, μήπως ήρθε η στιγμή να κολυμπήσουμε κόντρα στο ρεύμα στις μετοχές;

Δεν είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς μια contrarian στρατηγική. Η υπεραπόδοση των μετοχών το πρώτο τρίμηνο του έτους ήταν αποτέλεσμα της μεταστροφής της Fed σε μια πιο ήπια στάση όταν ήρθε αντιμέτωπη με την πρόκληση της αποδυνάμωσης της παγκόσμιας οικονομίας. Την ίδια στιγμή, οι εμπορικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα φαίνονταν να κινούνται προς κάποια επίλυση.

Με την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου και τα πρόσφατα σημάδια ότι η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη χάνει τον δυναμισμό της, οι πιθανότητες να μειώσει η Fed τα επιτόκια πάνω από μια φορά μέσα στο 2019 αυξάνονται. Όσον αφορά τον παγκόσμιο πόλεμο, η μεγαλύτερη απειλή στην επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2020 είναι μια ύφεση εξαιτίας της διαμάχης. Είναι ως εκ τούτου περίεργο, αν μετά από μια περίοδο ακροσφαλούς διπλωματίας, δεν υπογράφονταν άρον άρον συμφωνίες και δεν ανακηρυσσόταν μια «νίκη» του Τραμπ, ανεξάρτητα από το ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο. H ακροσφαλής διπλωματία μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος οι μειώσεις επιτοκίων της Fed να αποδυναμώσουν το δολάριο και να μετατρέψουν έναν εμπορικό πόλεμο σε νομισματικό πόλεμο, καθώς θα καταφεύγουν και άλλες χώρες σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις για να αρπάξουν μεγαλύτερο κομμάτι της παγκόσμιας οικονομικής πίτας.

Επιπλέον, οικονομολόγοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου εκτιμούν ότι το ποσό του ΑΕΠ που εξανεμίζεται από την εμπορική κόντρα προέρχεται τόσο από τις επιπτώσεις στην επιχειρηματική εμπιστοσύνη όσο και από τον αντίκτυπο των δασμών. Οι επιπτώσεις στην επιχειρηματική εμπιστοσύνη σχετίζονται μεταξύ άλλων με αναπροσαρμογές των διασυνοριακών εφοδιαστικών αλυσίδων από τις επιχειρήσεις και ο επαναπατρισμός των δραστηριοτήτων των θυγατρικών. Η προσαρμογή αυτή συνεπάγεται μια σημαντική απομείωση αξίας η οποία πλήττει όσους έχουν μετοχές.

Η πραγματικότητα είναι ότι ο κ. Τραμπ έχει καταστρέψει ήδη μεγάλο μέρος των θεσμικών θεμελίων της παγκοσμιοποίησης. Πλήγμα έχει δεχτεί και η εμπιστοσύνη που αντλούσαν οι διεθνείς επιχειρήσεις από τις προβλέψιμες λειτουργίες ενός βασισμένου σε κανόνες συστήματος. Εν ολίγοις, δεν μπορεί να επιστρέψουμε στο status quo ante. H μερκαντιλιστική λογική έχει αποκαλυφθεί.

Ο κίνδυνος είναι να κατακερματιστεί ο κόσμος σε τοπικά περιφερειακά μπλοκ, με πιο προφανή τις ΗΠΑ, την Ε.Ε. και την Κίνα. Στα μπλοκ αυτά το επίπεδο της ζήτησης και της παραγωγής μπορεί να μην αλλάξει πολύ, με τις χαμένες εξαγωγές να αντισταθμίζονται από αυξημένη ζήτηση για εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες. Ο Τζον Λιουγέλιν της Llewellyn Consulting, σημειώνει ότι δεν είναι προφανές ότι θα υποχωρήσουν τα πραγματικά εισοδήματα και ότι το κόστος θα ανέβει κατά πολύ σε αυτές τις μεγάλες περιφερειακές αγορές, διότι πολλοί παραγωγοί θα συνέχιζαν να απολαμβάνουν τα οφέλη από την εξειδίκευση και τις οικονομίες κλίμακας, όχι μόνο στην παραγωγή, αλλά και στο μάρκετινγκ και στο R&D.

Αλλά, προσθέτει, άλλες οικονομίες – δυνητικά μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου – θα μπορούσε να υποφέρει σημαντικά επειδή έχει περιορισμένες δυνατότητες για οικονομίες κλίμακας. Εκτός από την περίπτωση που καταφέρουν να διατηρήσουν πρόσβαση σε μια τουλάχιστον από τις βασικές αγορές, η παραγωγή θα περιοριζόταν, το κόστος παραγωγής και οι τιμές θα αυξάνονταν και τα πραγματικά εισοδήματα θα υπέφεραν.

Οι αναδυόμενες αγορές ήταν οι μεγαλύτεροι ωφελημένοι της παγκοσμιοποίησης τα τελευταία 40 χρόνια. Θα είναι τα μεγαλύτερα θύματα της υποχώρησης από τον πολυμερισμό. Εν τω μεταξύ, η επιμονή των υπέρμαχων του Brexit να κλείσουν τις δικές τους εμπορικές συμφωνίες σε αυτόν τον βάρβαρο νέο κόσμο φαίνεται, για να το θέσω ευγενικά, δονκιχωτικό.

Για τις αγορές μετοχών, το ερώτημα είναι αν ένας κόσμος περιφερειακών μπλοκ είναι δεδομένος και σε ποιον βαθμό οι αποτιμήσεις στις διάφορες χώρες το αντανακλούν αυτό. Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι πως μοιάζει πολύ πιθανό. Όσον αφορά το δεύτερο, σίγουρα όχι. Φυσικά, οι κεντρικές τράπεζες κατάφεραν να στηρίξουν τις αγορές σε μια περίοδο αποπαγκοσμιοποίησης η οποία ξεκίνησε πριν από τον κ. Τραμπ. Μπορεί να το κάνουν ξανά.

Αλλά η εργαλειοθήκη της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής έχει εξαντληθεί.

Σας έχουν προειδοποιήσει.

Του John Plender

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ