Η παγίδα του Θουκυδίδη: Γεωπολιτικά και στρατηγικά μαθήματα στην Ελλάδα, τις ΗΠΑ και την Κίνα


Η Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου από τον Θουκυδίδη είναι ένα αφήγημα στρατηγικής που όλοι όσοι προσπαθούν να κατανοήσουν την φιλοσοφία του πολέμου πρέπει να το μελετήσουν. Με τη μελέτη του Πελοποννησιακού Πολέμου συνειδητοποιούμε ότι οι πολυπλοκότητες της σύγχρονης ζωής δεν έχουν διαφοροποιηθεί από τις αντίστοιχες των προηγούμενων γενεών άσχετα με τα προβλήματα και την τεχνολογική εξέλιξη του σήμερα. Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρει, ο Θουκυδίδης, μας παρέχει μια αξιόπιστη βάση από την οποία θα ανακαλύψουμε τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης των πολύπλοκων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονοι στρατηγικοί σχεδιαστές, επιτρέποντάς μας να κατανοήσουμε καλύτερα την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης γεωπολιτικής αστάθειας και την παρατεταμένη απειλή του πολέμου.
Ο Θουκυδίδης καταγράφει τον αντίκτυπο του πολέμου στον χαρακτήρα των εμπλεκόμενων κρατών. Χρησιμοποιεί την μεταμόρφωση της Αθήνας ως προειδοποιητική ιστορία για το τι επιφέρει ο πόλεμος σε ένα κράτος που είναι απροετοίμαστο για την επιβολή επιρροής στους εταίρους, συμμάχους και αντιπάλους ως μια αδιαμφισβήτητη ηγέτιδα δύναμη, για το κόστος της εφαρμογής άπληστης ισχύος ή στην επιδίωξη ενός άδικου πολιτικού σκοπού. Η ανάλυσή του βασίζεται στην κατανόηση, ότι η φύση του πολέμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη φύση, η οποία με τη σειρά της διαμορφώνει τη στρατηγική και στρατιωτική κουλτούρα που εκδηλώνεται στον χαρακτήρα του πολέμου και στους πολιτικούς στόχους για τους οποίους αγωνιζόμαστε. Μέσω μιας αφηγηματικής προσέγγισης, το έργο του χρησιμεύει, ακόμη και ως προειδοποίηση για την ηθική παρακμή της κοινωνίας κατά τη διάρκεια ενός παρατεταμένου πολέμου.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος που έπληξε όλη την Αρχαία Ελλάδα ξεκίνησε με σχετικά μικρές συγκρούσεις που αφορούσαν την Κέρκυρα και την Ποτίδαια, με αποτέλεσμα να κλιμακωθούν οι εντάσεις μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης στο οριακό σημείο του γενικευμένου πολέμου. Επειδή η τεχνολογία έχει καταρρίψει τις αποστάσεις, πιστεύω ότι η Ευρασία μπορεί να συγκριθεί με ένα συνεκτικό σύστημα σύγκρουσης όπως ήταν οι πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας. Μάλιστα διακρίνουμε ότι στη βασική θεώρηση του κόσμου μας, η κατάσταση είναι η ίδια όσον αφορά τη παρακμή σε πάρα πολλά σημεία. Προς το συμφέρον της ανθρωπότητας, ώστε να αποφευχθεί μια νέα τραγωδία, οι ηγέτες που χαράσσουν πολιτική πρέπει να ανησυχήσουν για το πώς να μην προκαλέσουν περισσότερη αναρχία από ότι ο κόσμος ήδη έχει.
Ξεκινώντας στα τέλη του 19ου αιώνα, οδηγηθήκαμε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με έναυσμα το «Ανατολικό Ζήτημα», δηλαδή τη στρατηγική για την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, που κυριάρχησε στην Ευρωπαϊκή γεωπολιτική σκηνή. Το Ανατολικό Ζήτημα φαίνεται να έχει πλέον αντικατασταθεί από το Ευρασιατικό ζήτημα, δηλαδή τι πρέπει να γίνει για την αποδυνάμωση των κρατών από τους ισχυρούς γεωπολιτικούς παίκτες, όπως λόγου χάρη, παλαιότερα κινείτο η αυτοκρατορική κληρονομιά στο προσκήνιο. Καθώς προσπαθούμε να κατανοήσουμε σήμερα γιατί η Τουρκία κάνει αυτά που κάνει, ποία κίνητρα την ωθούν και πιέζει, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι η βάση της ανθρώπινης φύσης δεν έχει αλλάξει για χιλιάδες χρόνια.
Ο Θουκυδίδης προειδοποιεί για την ύπαρξη του σημείου ανατροπής όπου μια ακμάζουσα δύναμη γίνεται υπερβολικά ισχυρή για να περιορισθεί. Σε αυτό το σημείο, η σύγκρουση μεταξύ σχεδόν ίσων, μπορεί να παρουσιαστεί ως αναπόφευκτη. Επίσης, μπορεί να υπάρξει σύγκρουση όταν οι ανίσχυροι σύμμαχοι για τη δική τους προστασία επιδιώκουν τη δράση από τον κυρίαρχο και ισχυρό εταίρο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο πολιτικός σκοπός του πολέμου μπορεί να επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από το φόβο του κόστους της έκβασης του πολέμου όσο και από τον φόβο του ίδιου του πολέμου. Αυτή η περιγραφή είναι συνάμα μια συμβουλή σε ένα ευρύ φάσμα σχέσεων κρατών. Όπως τα έθνη αυξάνονται, απειλούν άλλα έθνη που δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να αναλάβουν την απειλή πολύ σοβαρά. Συχνά, αυτή η απειλητική συμπεριφορά είναι ακούσια. Οι μελετητές των διεθνών σχέσεων έχουν ονομάσει αυτή την ιδέα, «δίλημμα ασφαλείας» και διαπιστώνουμε ότι συμβαίνει ξανά και ξανά, τόσο σε στρατηγικά θέματα όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο συγκρούσεων. Ένα δίλημμα ασφαλείας για την εθνική μας πολιτική είναι και ο ζωτικός χώρος του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου που το γειτονικό κράτος της Τουρκίας προσπαθεί εναγωνίως να υφαρπάξει.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, δεν αφορά την εποχή που γράφτηκε αλλά και το σύγχρονο κόσμο. Η σύγκρουση συνεχίζει να υφίσταται στο παρόν και τα υποτιθέμενα της διδάγματα, είναι τόσο παρόμοια, που συναντώνται στους περισσότερους από τους πολέμους του περασμένου αιώνα, αλλά και της σύγχρονης εποχής. Γιατί ο αρχαίος αυτός πόλεμος μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης εξακολουθεί να χρησιμοποιείται τόσο συχνά, ιδιαίτερα όταν η αντιπαλότητα υφίσταται ανάμεσα σε ένα δίπολο, όπου παίζεται το σενάριο του μηδενικού αθροίσματος; Διότι πέραν όλων των άλλων, κυρίως οι δυο αντίπαλοι ήταν αντιθετικοί σχεδόν σε όλες τις απόψεις και έτσι η διπολική πάλη ανακηρύσσεται τελικός διαιτητής των αντίστοιχων αξιών τους, πολιτικών και πολιτιστικών αξιών. Σε στιγμές μεγάλης αναταραχής, πολλοί θα αναρωτηθούμε. Τι θα ακολουθήσει; Τι πρέπει να αναζητήσουμε; Τι έχουν κάνει οι άλλοι; Η απάντηση είναι ότι για να προβλέψουμε το μέλλον, πρέπει να αντιληφθούμε το παρελθόν.
Οι περισσότεροι πόλεμοι, βέβαια, δεν τελειώνουν όπως ξεκινούν. Πριν από την επίθεση στο Σαγγάριο, για παράδειγμα, η στρατιωτική ηγεσία των Ελλήνων σκέφτηκε ότι μια μεγάλη μάχη θα κέρδιζε τον πόλεμο. Μετά τη μάχη των μαχών, συνειδητοποιήσαμε ότι χάθηκαν δεκάδες χρόνων αγώνων, χιλιάδες ζωές και εκατομμύρια σε κεφάλαιο που χρειάστηκαν για να καταστρέψουν και την κοιτίδα του ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Έτσι και οι Σπαρτιάτες προχώρησαν στην Αττική την άνοιξη του 431 π.Χ. με το σκεπτικό ότι σε ένα χρόνο οι καταστροφές των πεδίων θα τους έφερναν τη νίκη. Όμως επτά χρόνια αργότερα καμία από τις πλευρές δεν προσέγγισε τη νίκη και χρειάστηκαν ακόμη είκοσι χρόνια πολέμου. Ο ίδιος ο Πελοποννησιακός πόλεμος, επίσης αποδείχθηκε ένα κολοσσιαίο παράδοξο. Η Σπάρτη διατηρούσε ένα ισχυρό στρατό ξηράς στον τότε γνωστό κόσμο. Ωστόσο, ήταν το νεοσύστατο ναυτικό της Σπάρτης που τελικά κέρδισε τις μεγάλες μάχες και έκρινε την έκβαση του πολέμου.
Το αναφέρω αυτό διότι η Θαλάσσια ισχύς, ήταν, είναι και θα είναι, άμεσα συνδεδεμένη με την τύχη του Ελληνισμού, ως πηγή πόρων, ως μέσο μεταφοράς, εθνικής επικράτησης και στρατηγικής κυριαρχίας σε οποιασδήποτε φάση της εγχώριας ανάπτυξης, διότι η πατρίδα μας είναι ναυτικό κράτος. Η Πατρίδα μας, παρά τις τόσες εσωτερικές αδυναμίες και τις συνεχείς υπονομεύσεις της τρόικας ή του κουαρτέτου, κατορθώνει εν τούτοις να διατηρεί στις θαλάσσιες δυνάμεις μια ισορροπία δυνάμεων τουλάχιστο στο Αιγαίο. Αυτή η ισορροπία όμως διαταράσσεται υπέρ του αντιπάλου μας, και το βλέπουμε καθημερινά. Οι παραβιάσεις έχουν ενταθεί ποιοτικά και ποσοτικά, για αυτό υπάρχει ανησυχία για ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος. Πιστεύω σήμερα ειδικά, ο αεροναυτικός παράγων, κατ’ αύξουσα συνεχώς κλίμακα, είναι εκ των αποφασιστικότερων προϋποθέσεων για την τύχη του Έθνους.
Η διατήρηση αυτής της θέσης είναι μια ατέρμονη διαδικασία καθήκοντος που γίνεται πιο δύσκολη σε κάθε κρίσιμη κατάσταση. Το Πολεμικό Ναυτικό έχει ζωτικό ρόλο στην προστασία της εθνικής μας ακεραιότητας και ελευθερίας. Μπορούμε να διατηρήσουμε αυτή την ελευθερία μόνο μέσα από ένα Ναυτικό που έχει τους ικανούς πόρους και την απόλυτη αφοσίωση προς τον σκοπό αυτό. Ο έλεγχος των ελληνικών θαλασσών σημαίνει ασφάλεια και ειρήνη. Επίσης μπορεί να σημαίνει και νίκη. Η Ελλάδα έχει καθήκον να ελέγχει το ζωτικό χώρο του Αιγαίου και της νοτιοανατολικής Μεσογείου, αν θέλουμε να προστατεύσουμε την εθνική μας ασφάλεια και να διατηρήσουμε την επιβίωσή μας. Εν ολίγοις, για να μη βρεθούμε σε δυσάρεστες εκπλήξεις τα σύγχρονη έθνη, καταρτίζουν αποτρεπτικά και αμυντικά σχέδια έκτακτης ανάγκης για να βοηθήσουν τις άμυνες τους. Η ανικανότητα ενός έθνους θα έχει ως αποτέλεσμα να υποστεί εισβολή καθώς ο κίνδυνος παρερμηνείας της εικόνας και κλιμάκωσης απειλής, δίδει τη δυνατότητα στον εχθρό να γίνει πιο απειλητικός. Καθώς όλο και περισσότερο η Τουρκία βλέπει να δέχεται πλήγματα στις στρατηγικές της επιλογές του μεγαλοϊδεατισμού, το πρόβλημα στις θάλασσες του Αιγαίου και της Μεσογείου σίγουρα θα επιδεινωθεί.
Η πιθανή πρόσκληση της FYROM για ένταξη στην επικείμενη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στις 11-12 Ιουλίου, μέσω των προσεκτικών διατυπώσεων του διεθνούς παράγοντα, μαρτυρά το τετελεσμένο, δηλαδή την αναβάθμιση του βόρειου γείτονα μέσω της ένταξής του στους ευρωατλαντικούς θεσμούς μετά τη συμφωνία των Πρεσπών. Η συνολική εξέλιξη είναι δύσκολο να αποτιμηθεί για την Ελλάδα. Σε τέτοιες περιπτώσεις καλό θα ήταν να προσπαθήσει κάποιος να δει το δάσος και όχι μόνο το δέντρο. Με τη διπλωματική αναβάθμιση της FYROM ολοκληρώνεται ένας «νέος βαλκανικός χώρος», εκείνος των Δυτικών Βαλκανίων που συγκροτείται μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με μια σειρά παλαιών και νέων κρατών ή μορφωμάτων, βρίσκεται σε επαφή με τους ευρωατλαντικούς θεσμούς και προσπαθεί να λειτουργήσει εξισορροπητικά απέναντι στην πάγια ρωσική επιρροή στην περιοχή των Βαλκανίων. Στον νέο ιδιότυπο ψυχρό πόλεμο το επεισόδιο των Βαλκανίων μπορεί να μοιάζει περιφερειακό, αλλά δεν παύει να είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς πλέον το γεωστρατηγικό παιχνίδι δεν αφορά μόνο δύο αλλά τρεις, αφού και η Κίνα με σταθερά βήματα και με σύμμαχό της τη διαφορετική προσέγγισή της στο θέμα του χρονικού βάθους εγκαθιδρύεται στην περιοχή των Βαλκανίων, την οποία θεωρεί ως την είσοδό της στην Ευρώπη. Η παγίδα του Θουκυδίδη αναφέρεται στη θεωρία της σύγκρουσης δύο δυνάμεων, της ανερχόμενης που προσπαθεί να υπερσκελίσει τη δεσπόζουσα. Η διένεξη αυτή μετατρέπεται συνήθως σε πολεμική σύγκρουση. Στη βαλκανική περίπτωση τα πράγματα δεν φαίνονται να είναι τόσο ξεκάθαρα ούτε οι ρόλοι αποσαφηνισμένοι. Οι μεγάλοι παίκτες αναζητούν ρόλους, θέσεις, και σε αυτόν τον αγώνα δρόμου φαίνεται να προχωρούν και σε κινήσεις συχνά αλληλοαναιρούμενες. Η παγίδα του Θουκυδίδη μοιάζει αυτήν τη στιγμή πιο πολύ σαν μια σκακιέρα, όπου η κίνηση κάθε παίκτη προκαλεί σχεδόν την άμεση αντίδραση του άλλου.
Η Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι υποχρεωτικό ανάγνωσμα στις στρατιωτικές ακαδημίες των ΗΠΑ και  στα πανεπιστημιακά μαθήματα στρατηγικής  σε όλο τον κόσμο. Τώρα ένα νέο βιβλίο του Γκραμ Αλισον, καθηγητή στη Σχολή Κένεντι του Χάρβαρντ και υφυπουργού άμυνας στην πρώτη κυβέρνηση Κλίντον, έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση στην Ουάσιγκτον, καθώς ο συγγραφέας συνιστά  σε όσους είναι επιφορτισμένοι με τη διαχείριση της μεγάλης αντiπαλότητας του 21ου αιώνα, που φέρνει αντιμέτωπες τις ΗΠΑ με την Κίνα, να διδαχθούν από την ανάλυση του Θουκυδίδη για τη σύγκρουση των δύο μεγάλων δυνάμεων της αρχαίας Ελλάδας  στον  5ο αιώνα π.χ., της Αθήνας και της Σπάρτης. Στην «παγίδα του Θουκυδίδη», όταν μια ανερχόμενη δύναμη απειλεί να εκθρονίσει μια κυρίαρχη δύναμη, το πιθανότερο αποτέλεσμα είναι ο πόλεμος, όπως η άνοδος της Αθήνας και ο φόβος που αυτή προκάλεσε στην δεσπόζουσα δύναμη της εποχής, την Σπάρτη, έφερε  τον καταστροφικό Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.χ ). Μελετώντας 16 ανάλογες περιπτώσεις τα τελευταία  500 χρόνια, το «Πρότζεκτ της Παγίδας του Θουκυδίδη», που ο συγγραφέας διευθύνει στο Χάρβαρντ, διαπίστωσε ότι μόνο σε τέσσερις από αυτές  αποφεύχθηκε ο πόλεμος. Είναι όμως ασφαλές να συμπεράνει κανείς ότι η  οικονομική εκτίναξη της Κίνας με την παράλληλη αύξηση της στρατιωτικής και πολιτικής επιρροής της, που απειλεί την πρωτοκαθεδρία της Αμερικής, αναπόφευκτα θα καταλήξει σε θερμή σύγκρουση, ιδιαίτερα τώρα που οι ηγέτες των δύο χωρών  υπόσχονται να «αναστήσουν το μεγαλείο τους»? Ο συγγραφέας μάς υπενθυμίζει ότι  η άνοδος της Αθήνας με την αύξηση της αυτοπεποίθησης και του γοήτρου  της συνοδεύθηκε από απαιτήσεις για τον σεβασμό της από φίλους και αντιπάλους και προσδοκίες για διευθετήσεις που θα αντανακλούσαν τη νέα ισορροπία  ισχύος, αλλά η Σπάρτη αντέδρασε  στην απειλή ανατροπής του στάτους κβο με ανασφάλεια και φόβο . Η διεκδικητική πολιτική της Αθήνας μετατράπηκε σε ύβρι και η ανασφάλεια της Σπάρτης οδήγησε σε παράνοια, με αποτέλεσμα μικρές κρίσεις και κακοί υπολογισμοί  να πυροδοτήσουν ένα καταστροφικό πόλεμο, που γονάτισε την αρχαία Ελλάδα. Στις αρχές του 21ου αιώνα η θεαματική οικονομική άνοδος της Κίνας έχει προκαλέσει τεκτονικές αλλαγές στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων, που προέκυψε μεταπολεμικά. Αν συνεχισθούν οι μέσοι ρυθμοί ανάπτυξης των τελευταίων ετών, το ΑΕΠ της Κίνας  αναμένεται να ξεπεράσει αυτό της Αμερικής σε μια δεκαετία, ενώ αν οι οικονομίες μετρηθούν με ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης η Κίνα  κατέχει ήδη τα πρωτεία, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα.  Μάλιστα παρά την επιβράδυνση του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης της στο 6-7%, η Κίνα πιστώνεται με το  40% της παγκοσμίας οικονομικής μεγέθυνσης  μετά τη Μεγάλη Υφεση του 2008. Ετσι το δόγμα του Σουν Τσου στην «Τέχνη του Πολέμου», ότι « η σπουδαιότερη νίκη είναι η ήττα του εχθρού χωρίς μάχη», βρίσκει την έκφραση του στην  οικονομική διείσδυση της Κίνας σε όλο τον κόσμο με το «Νέο Δρόμο του Μεταξιού» και το φιλόδοξο σχέδιο «Μία Ζώνη- Ενας Δρόμος», που συνοδεύεται  από την απαίτηση για σεβασμό των διαφορετικών αξιών και ζωτικών συμφερόντων της. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι εθισμένοι από την μακραίωνη  ιστορία τους στην υπομονή και στο μακροπρόθεσμο παιγνίδι, οι Κινέζοι θα είναι προσεκτικοί στην χρήση των όπλων ως μέσου επιβολής του ηγετικού ρόλου τους, όσο διατηρείται το χάσμα της στρατιωτικής υπεροπλίας, που διαθέτει σήμερα  η Αμερική. Αλλωστε σε 23 εδαφικές διαφορές με τους γείτονες της από το 1949 η Κίνα έχει χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία μόνο σε τρεις περιπτώσεις. Πάντως ενα ναυτικό ατύχημα στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ένα κίνημα ανεξαρτησίας στην Ταιβάν, η  κατάρρευση της Βόρειας Κορέας, μία σφοδρή εμπορική σύγκρουση ή  μία μαζική κυβερνοεπίθεση μπορούν να κλιμακωθούν σε ένα σινοαμερικανικό πόλεμο. Με οδηγό όμως τη σύνεση και  αμοιβαίες υποχωρήσεις το εφιαλτικό αυτό σενάριο μπορεί να αποφευχθεί, καθώς την μεγαλύτερη αποτρεπτική επιρροή ασκούν σήμερα όχι  τόσο η οικονομική αλληλεξάρτηση όσο τα πυρηνικά οπλοστάσια των δύο υπερδυνάμεων, που εγγυώνται την αμοιβαία καταστροφή τους. Για παράδειγμα  σε τέσσερις περιπτώσεις στο παρελθόν, αναδυόμενες και κυρίαρχες δυνάμεις της εποχής τους διαχειρίσθηκαν τον ανταγωνισμό τους, χωρίς να πέσουν στην «παγίδα του Θουκυδίδη», αποφεύγοντας δηλαδή τον πόλεμο, μεταξύ Ισπανίας –Πορτογαλίας στο τέλος του 15ου αιώνα, ΗΠΑ- Βρετανίας στις αρχές του 20ου αιώνα, Σοβιετικής Ενωσης – ΗΠΑ στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και Γερμανίας –Βρετανίας / Γαλλίας στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1990. Ο συγγραφέας προτείνει τη διαμόρφωση μιάς μακροπρόθεσμης και πολυεπίπεδης στρατηγικής για την αντιμετώπιση της κινεζικής πρόκλησης, στη βάση του σεβασμού  των θεμελιωδών συμφερόντων κάθε πλευράς και της κοινής δράσης στην αντιμετώπιση παγκοσμίων απειλών, όπως της πυρηνικής αναρχίας, της διεθνούς τρομοκρατίας και της  κλιματικής αλλαγής. Θέλετε να προστατεύσετε τα ζωτικά συμφέροντα σας αποφεύγοντας τον πόλεμο; Μελετήστε και διδαχθείτε από τον σπουδαίο Αθηναίο ιστορικό για τις αιτίες του πολέμου και την ανθρώπινη συμπεριφορά, συμβουλεύει  ο Γκραμ Αλισον τους ιθύνοντες στην Ουάσιγκτον και στο Πεκίνο.


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ