Γιατί επιβράδυνε ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας


Η ελαφρά υποχώρηση του ετήσιου ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας στο πρώτο τρίμηνο του 2019 και η ισχνή αύξησή του σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, συμβαδίζουν με τη σταθερή πορεία του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος γύρω από το μακροχρόνιο μέσο όρο του και την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, αναλύει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο Οικονομικό της Δελτίο.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα τριμηνιαία εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ αυξήθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2019 κατά 1,3% σε ετήσια βάση, έναντι 2,6% το πρώτο τρίμηνο του 2018, ενώ σε σύγκριση με το τέταρτο τρίμηνο του 2018, η οικονομική δραστηριότητα κατέγραψε οριακή αύξηση της τάξης του 0,2%.

Ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ σε ετήσια βάση κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019 είναι χαμηλότερος από τον αντίστοιχο για το σύνολο του 2018 (1,9%) αλλά και των επιμέρους τριμήνων του (2018 Q1: 2.6%, Q2: 1.6%, Q3: 2.1%, Q4: 1.5%).

Η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας στο πρώτο τρίμηνο του 2019 σε σχέση με το προηγούμενο έτος συνδέεται με:

• την υποχώρηση της δημόσιας καταναλωτικής δαπάνης κατά 4,1%, εξέλιξη που πιθανότατα σχετίζεται με την προσπάθεια επίτευξης υπερ-πλεονασμάτων,

• την αύξηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών με ταχύτερο ρυθμό (9,5% από 4,2% συνολικά το 2018), κυρίως ως απόρροια της ανόδου της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης και

• την επιβράδυνση της αύξησης των εξαγωγών (4% από 8,7% για το σύνολο του 2018), εξέλιξη η οποία ενδεχομένως οφείλεται στην επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της Ευρωζώνης.

Ενθαρρυντικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι οι επενδύσεις, εξαιρουμένων των αποθεμάτων, αυξήθηκαν σε ετήσια βάση κατά 7,9%, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρών αποτελεσμάτων βάσης (base effects) καθώς το πρώτο τρίμηνο του 2018 κατεγράφη μείωση κατά 9%.

Ως αποτέλεσμα η συνεισφορά τους στη μεταβολή του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2019, διαμορφώθηκε στις 0,9 εκατοστιαίες μονάδες.

Οι επενδύσεις αναμένεται να συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία, η δυναμική της οποίας ωστόσο θα εξαρτηθεί από το βαθμό εκτέλεσης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, ο οποίος όμως παραμένει προς το παρόν χαμηλός.

Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 0,8% το πρώτο τρίμηνο του 2019 (Q1 2018: 0,5%), συνεισφέροντας θετικά στη μεταβολή του ΑΕΠ κατά 0,5 εκατοστιαίες μονάδες.

Η εξέλιξη αυτή συνάδει αφενός με την πορεία του Δείκτη Καταναλωτική Εμπιστοσύνης, ο οποίος σταδιακά ανακάμπτει και επανέρχεται στα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα και αφετέρου με τη συνέχιση της αύξησης των πωλήσεων ΙΧ αυτοκινήτων με ρυθμό 4,6% το πρώτο τρίμηνο του 2019 (από 37,6% το πρώτο τρίμηνο του 2018). Τέλος, θετική επίδραση στην ιδιωτική κατανάλωση είχε τόσο η μείωση της ανεργίας (κατά 2,1 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2018), όσο και η αύξηση της απασχόλησης ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού στο 81,7% (από 79,5% το 2018).

Η συμβολή του εμπορικού ισοζυγίου στο ΑΕΠ είναι αρνητική, φθάνοντας τις 1,8 ποσοστιαίες μονάδες, αφού όπως παρατηρείται οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 4,0%, με το ρυθμό ανόδου των εισαγωγών να είναι υπερδιπλάσιος (9,5%).

Τα επόμενα τρίμηνα του έτους αναμένεται ελαφρά άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας μέσω:

της ενίσχυσης της ιδιωτικής κατανάλωσης αφενός ως αποτέλεσμα των επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων που ελήφθησαν στην προεκλογική περίοδο, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, η εισοδηματική ενίσχυση των συνταξιούχων και η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ σε εστίαση και ενέργεια και αφετέρου εξαιτίας της ανόδου της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, η οποία στατιστικά καταγράφεται συνήθως λίγους μήνες πριν και μετά τις εκλογικές αναμετρήσεις (βλ. σχετική ανάλυση στο Εβδομαδιαίο Δελτίο 03/06/2019)της ενδυνάμωσης της επενδυτικής δαπάνης στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, ιδιαίτερα εάν συνεχισθεί η καθοδική πορεία των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών τίτλων που συνιστούν μέτρο κινδύνου χώρας και επιβεβαιωθεί η προσδοκία πολιτικής σταθερότητας και της ενίσχυσης της απασχόλησης, αν και με ηπιότερο ρυθμό σε σύγκριση με πέρυσι.

Ως προς την ανάλυση των επενδύσεων ανά κατηγορία (Γράφημα 3), σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, θετική μεταβολή κατέγραψαν όλες οι κατηγορίες επενδύσεων το πρώτο τρίμηνο του 2019, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018. Συνολικά οι επενδύσεις κατέγραψαν αύξηση σε σύγκριση με το τελευταίο τρίμηνο του 2018 κατά 8,1% και κατά 10,1% συμπεριλαμβανομένων και των αποθεμάτων.

Η αύξηση των συνολικών επενδύσεων στηρίχθηκε κυρίως στην αύξηση των επενδύσεων σε κατασκευές (εξαιρουμένων των κατοικιών) και σε μεταφορικό εξοπλισμό, οι οποίες συνέβαλαν θετικά κατά 4 και 2,6 εκατοστιαίες μονάδες αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2018 και οι δύο αυτές κατηγορίες είχαν συρρικνωθεί, καθώς οι επενδύσεις σε κατασκευές εκτός κατοικιών είχαν μειωθεί κατά 23% και οι επενδύσεις σε μεταφορικό εξοπλισμό κατά 43,5%.

Οι επενδύσεις σε κατοικίες συνέχισαν την ανοδική τους πορεία για πέμπτο συνεχόμενο τρίμηνο, καταγράφοντας άνοδο της τάξης του 6,4% το πρώτο τρίμηνο του 2019, ενώ η συμβολή τους στην αύξηση των συνολικών επενδύσεων διαμορφώθηκε στις 0,4 εκατοστιαίες μονάδες. Παράλληλα, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό, οι οποίες καταγράφουν σταθερά θετικό πρόσημο από το δεύτερο τρίμηνο του 2017, αυξήθηκαν κατά 1,9% σε ετήσια βάση, συνεισφέροντας στην αύξηση των συνολικών επενδύσεων κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες.

Η επάνοδος των επενδύσεων σε θετικό έδαφος συμβαδίζει με την ανοδική πορεία του Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών στη Βιομηχανία, ο οποίος μετά την πτώση που σημείωσε το φθινόπωρο του 2018, επανήλθε το πρώτο τρίμηνο του 2019 σε επίπεδο άνω των 100 μονάδων (Γράφημα 3). Άλλωστε, σύμφωνα και με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Commission Spring Forecast 2019), οι επενδύσεις στη χώρα μας αναμένεται να αυξηθούν σε όλη τη διάρκεια του 2019 κατά 10,1%. Στην περίπτωση μάλιστα που συνεχισθεί και στο δεύτερο εξάμηνο η τάση αποκλιμάκωσης του κινδύνου χώρας όπως αυτή αποτυπώνεται τις τελευταίες εβδομάδες στη μείωση των περιθωρίων αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και την ενίσχυση της εγχώριας κεφαλαιαγοράς, η συνολική αύξηση των επενδύσεων για το τρέχον έτος μπορεί να υπερβεί αυτήν την εκτίμηση.

Η Συμβολή των Επιμέρους Κλάδων στην Αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας

Ο δευτερογενής τομέας της μεταποίησης συνέβαλε θετικά κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019 στην αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (+0,9 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ η συμβολή του πρωτογενούς κλάδου ήταν μηδενική και του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών οριακά αρνητική (-0,1 εκατοστιαίες μονάδες).

Η θετική συμβολή του δευτερογενούς τομέα στην αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας προήλθε εξ ολοκλήρου από τον κλάδο των κατασκευών (+0,9 εκατοστιαίες μονάδες), ο οποίος κατέγραψε ετήσια αύξηση της τάξης του 32,2% (Γράφημα 4). Το γεγονός ότι οι κατασκευές συνέβαλλαν θετικά στην ΑΠΑ για έκτο συνεχόμενο τρίμηνο είναι ιδιαίτερα θετικό, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ο εν λόγω κλάδος είχε υποστεί τη μεγαλύτερη ύφεση.

Η επίδραση του τριτογενούς τομέα στην ΑΠΑ, ο οποίος συμμετέχει κατά 78% στη διαμόρφωσή της, ήταν σχεδόν ουδέτερη το πρώτο τρίμηνο του 2019.

Συγκεκριμένα, οι υπηρεσίες εκτός του εμπορίου και του τουρισμού κατέγραψαν πτώση (-1,1%), ενώ αντίθετα άνοδο σημείωσε ο κλάδος «εμπόριο-παροχή», καταλύματος και εστίαση-μεταφορές» (+2,5%). Η συμβολή του τελευταίου στην αύξηση της ΑΠΑ το πρώτο τρίμηνο του 2019 ήταν ίση με 0,6 εκατοστιαίες μονάδες, εξέλιξη που συνάδει με τα θετικά αποτελέσματα του τουρισμού και των μεταφορών κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019. Σύμφωνα άλλωστε με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, το πλεόνασμα του ταξιδιωτικού ισοζυγίου αυξήθηκε κατά 67%, ενώ το πλεόνασμα του ισοζυγίου μεταφορών κατά 31%.

Ο κλάδος του τουρισμού έχει άμεση, αλλά και έμμεση σημαντική συμβολή στην ελληνική οικονομία. Συνεκτιμώντας τα δευτερογενή και πολλαπλασιαστικά του οφέλη στην υπόλοιπη οικονομία, η συνολική συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ υπολογίζεται στο 30,9% του ΑΕΠ το 2018 (ΣΕΤΕ, Βασικά Μεγέθη του Ελληνικού Τουρισμού, 2018).

Η βελτίωση του τουριστικού προϊόντος έχει διττό ρόλο, αφού μπορεί αφενός να ενισχύσει τις επενδύσεις στον κλάδο και αφετέρου να συνεισφέρει στην αύξηση των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της παραγωγής στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα.

Η προοπτική αυτή υποδηλώνει τα δυνητικά δευτερογενή οφέλη του κλάδου στη συνολική οικονομία.

Η ανάλυση της επιβράδυνσης της οικονομικής μεγέθυνσης από την πλευρά της προσφοράς μπορεί να αναδείξει ορισμένους μακροχρόνιους παράγοντες και συγκεκριμένα τις αδυναμίες στο μέτωπο της παραγωγής και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών, η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις σε σχέση με την ανταγωνιστικότητά της.

Όπως αναφέρεται και στην πρόσφατη, τρίτη έκθεση αξιολόγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα (Enhanced Surveillance Report, June 2019), οι εξαγωγές, οι οποίες αποτέλεσαν κινητήρια αναπτυξιακή δύναμη το 2018, ενδέχεται να επιβραδυνθούν λόγω της μειωμένης ζήτησης από το εξωτερικό.

Η μείωση των εξαγωγών θα σήμαινε, μεταξύ άλλων, και επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου, εφόσον οι εισαγωγές διατηρήσουν αμείωτη την αυξητική δυναμική τους .

Ως εκ τούτου, δεδομένου και του στόχου που έχει τεθεί στο πλαίσιο της Ολιστικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής της κυβέρνησης “Ελλάδα: Μια στρατηγική ανάπτυξης για το μέλλον”, ο οποίος προβλέπει τη διαμόρφωση του λόγου Εξαγωγών προς ΑΕΠ στο 50% μέχρι το 2025, καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική η ενίσχυση των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων. Όπως αναφέρεται και στην εν λόγω Έκθεση, η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί την αύξηση του λόγου Εξαγωγών προς ΑΕΠ κατά 14 εκατοστιαίες μονάδες κατά την επόμενη εξαετία.

Στο πλαίσιο αυτό, δύο σχέδια δράσης βρίσκονται σε εξέλιξη, τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής Ανάπτυξης και καταρτίστηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων σταθερότητας (Ιούλιος 2018).

Το ένα είναι το Σχέδιο Δράσης για την Προώθηση των Εξαγωγών, το οποίο στοχεύει στην αύξηση του μεριδίου αγοράς των εξαγόμενων ελληνικών προϊόντων στις παραδοσιακές εξαγωγικές αγορές, στην επέκταση σε νέες αγορές, στην αύξηση και διαφοροποίηση του αριθμού των εξαγόμενων αγαθών, στην υποστήριξη των εξαγωγικών μονάδων μέσω της βελτίωσης των επιχειρηματικών δεξιοτήτων, στη μείωση της γραφειοκρατίας και στην εξάλειψη των φραγμών εισόδου στις αγορές του εξωτερικού.

Το δεύτερο σχέδιο δράσης, ο «Οδικός Χάρτης Διευκόλυνσης του Εμπορίου», έχει σαν σκοπό τη μείωση και απλοποίηση των προ-τελωνειακών και τελωνειακών διαδικασιών σχετικών με τις Εξαγωγές και τις Εισαγωγές. Μέρος του σχεδίου είναι η εφαρμογή ενός νέου συστήματος πληροφοριών (ΤΠΕ) που θα συνδεθεί με το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Τελωνείων (ICISnet), τα Πληροφοριακά Συστήματα άλλων δημόσιων φορέων και οργανισμών που εμπλέκονται με το διασυνοριακό εμπόριο, καθώς και με τα συστήματα του ιδιωτικού τομέα, με σκοπό τη διευκόλυνση των εμπόρων στις προ-τελωνειακές διαδικασίες.

Όσον αφορά την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί σε σχέση με τα ανωτέρω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκφράζει ανησυχίες αναφορικά με τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή του νέου συστήματος ΤΠΕ των τελωνείων.

Επιπλέον, συνιστά στις ελληνικές αρχές να ακολουθήσουν τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ που προβλέπουν εκ των προτέρων ελέγχους, βάσει μιας προσέγγισης ανάλυσης κινδύνου.

Επιπροσθέτως, ως προς το θέμα των αδειοδοτήσεων για νέες επενδύσεις, παρά τις καθυστερήσεις, φαίνεται ότι έχει υπάρξει πρόοδος σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ ειδική αναφορά γίνεται και σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις που έχουν τεθεί σε εφαρμογή τα τελευταία χρόνια στη χώρα.

Συγκεκριμένα, στην αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής γίνεται αναφορά σε μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, η οποία αξιολογεί τις επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν από το 2011 στην Ελλάδα στα φαρμακεία, τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα και τα ανοιχτά καταστήματα ορισμένες Κυριακές του έτους. Συνολικά, όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, βάσει των στοιχείων της μελέτης αξιολογούνται θετικά οι μεταρρυθμίσεις σε σχέση με τον αντίκτυπό τους στον ανταγωνισμό, τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης αλλά και τις πωλήσεις.

Η ελαφρά υποχώρηση του ετήσιου ρυθμού μεγέθυνσης και η ισχνή αύξησή του σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, συμβαδίζουν με τη σταθερή πορεία του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος.

Τους λόγους για τους οποίους επιβραδύνθηκε ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας στο α΄τρίμηνο του 2019 αναλύει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο Οικονομικό της Δελτίο.

Η ελαφρά υποχώρηση του ετήσιου ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας στο πρώτο τρίμηνο του 2019 και η ισχνή αύξησή του σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, συμβαδίζουν με τη σταθερή πορεία του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος γύρω από το μακροχρόνιο μέσο όρο του και την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα τριμηνιαία εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ αυξήθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2019 κατά 1,3% σε ετήσια βάση, έναντι 2,6% το πρώτο τρίμηνο του 2018, ενώ σε σύγκριση με το τέταρτο τρίμηνο του 2018, η οικονομική δραστηριότητα κατέγραψε οριακή αύξηση της τάξης του 0,2%.

Ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ σε ετήσια βάση κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019 είναι χαμηλότερος από τον αντίστοιχο για το σύνολο του 2018 (1,9%) αλλά και των επιμέρους τριμήνων του (2018 Q1: 2.6%, Q2: 1.6%, Q3: 2.1%, Q4: 1.5%).

Η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας στο πρώτο τρίμηνο του 2019 σε σχέση με το προηγούμενο έτος συνδέεται με:

• την υποχώρηση της δημόσιας καταναλωτικής δαπάνης κατά 4,1%, εξέλιξη που πιθανότατα σχετίζεται με την προσπάθεια επίτευξης υπερ-πλεονασμάτων,

• την αύξηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών με ταχύτερο ρυθμό (9,5% από 4,2% συνολικά το 2018), κυρίως ως απόρροια της ανόδου της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης και

• την επιβράδυνση της αύξησης των εξαγωγών (4% από 8,7% για το σύνολο του 2018), εξέλιξη η οποία ενδεχομένως οφείλεται στην επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της Ευρωζώνης.

Ενθαρρυντικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι οι επενδύσεις, εξαιρουμένων των αποθεμάτων, αυξήθηκαν σε ετήσια βάση κατά 7,9%, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρών αποτελεσμάτων βάσης (base effects) καθώς το πρώτο τρίμηνο του 2018 κατεγράφη μείωση κατά 9%.

Ως αποτέλεσμα η συνεισφορά τους στη μεταβολή του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2019, διαμορφώθηκε στις 0,9 εκατοστιαίες μονάδες.

Οι επενδύσεις αναμένεται να συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία, η δυναμική της οποίας ωστόσο θα εξαρτηθεί από το βαθμό εκτέλεσης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, ο οποίος όμως παραμένει προς το παρόν χαμηλός.

Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 0,8% το πρώτο τρίμηνο του 2019 (Q1 2018: 0,5%), συνεισφέροντας θετικά στη μεταβολή του ΑΕΠ κατά 0,5 εκατοστιαίες μονάδες.

Η εξέλιξη αυτή συνάδει αφενός με την πορεία του Δείκτη Καταναλωτική Εμπιστοσύνης, ο οποίος σταδιακά ανακάμπτει και επανέρχεται στα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα και αφετέρου με τη συνέχιση της αύξησης των πωλήσεων ΙΧ αυτοκινήτων με ρυθμό 4,6% το πρώτο τρίμηνο του 2019 (από 37,6% το πρώτο τρίμηνο του 2018). Τέλος, θετική επίδραση στην ιδιωτική κατανάλωση είχε τόσο η μείωση της ανεργίας (κατά 2,1 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2018), όσο και η αύξηση της απασχόλησης ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού στο 81,7% (από 79,5% το 2018).

Η συμβολή του εμπορικού ισοζυγίου στο ΑΕΠ είναι αρνητική, φθάνοντας τις 1,8 ποσοστιαίες μονάδες, αφού όπως παρατηρείται οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 4,0%, με το ρυθμό ανόδου των εισαγωγών να είναι υπερδιπλάσιος (9,5%).

Τα επόμενα τρίμηνα του έτους αναμένεται ελαφρά άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας μέσω:
της ενίσχυσης της ιδιωτικής κατανάλωσης αφενός ως αποτέλεσμα των επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων που ελήφθησαν στην προεκλογική περίοδο, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, η εισοδηματική ενίσχυση των συνταξιούχων και η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ σε εστίαση και ενέργεια και αφετέρου εξαιτίας της ανόδου της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, η οποία στατιστικά καταγράφεται συνήθως λίγους μήνες πριν και μετά τις εκλογικές αναμετρήσεις (βλ. σχετική ανάλυση στο Εβδομαδιαίο Δελτίο 03/06/2019)της ενδυνάμωσης της επενδυτικής δαπάνης στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, ιδιαίτερα εάν συνεχισθεί η καθοδική πορεία των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών τίτλων που συνιστούν μέτρο κινδύνου χώρας και επιβεβαιωθεί η προσδοκία πολιτικής σταθερότητας και της ενίσχυσης της απασχόλησης, αν και με ηπιότερο ρυθμό σε σύγκριση με πέρυσι.

Ως προς την ανάλυση των επενδύσεων ανά κατηγορία (Γράφημα 3), σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, θετική μεταβολή κατέγραψαν όλες οι κατηγορίες επενδύσεων το πρώτο τρίμηνο του 2019, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018. Συνολικά οι επενδύσεις κατέγραψαν αύξηση σε σύγκριση με το τελευταίο τρίμηνο του 2018 κατά 8,1% και κατά 10,1% συμπεριλαμβανομένων και των αποθεμάτων.

Η αύξηση των συνολικών επενδύσεων στηρίχθηκε κυρίως στην αύξηση των επενδύσεων σε κατασκευές (εξαιρουμένων των κατοικιών) και σε μεταφορικό εξοπλισμό, οι οποίες συνέβαλαν θετικά κατά 4 και 2,6 εκατοστιαίες μονάδες αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2018 και οι δύο αυτές κατηγορίες είχαν συρρικνωθεί, καθώς οι επενδύσεις σε κατασκευές εκτός κατοικιών είχαν μειωθεί κατά 23% και οι επενδύσεις σε μεταφορικό εξοπλισμό κατά 43,5%.

Οι επενδύσεις σε κατοικίες συνέχισαν την ανοδική τους πορεία για πέμπτο συνεχόμενο τρίμηνο, καταγράφοντας άνοδο της τάξης του 6,4% το πρώτο τρίμηνο του 2019, ενώ η συμβολή τους στην αύξηση των συνολικών επενδύσεων διαμορφώθηκε στις 0,4 εκατοστιαίες μονάδες. Παράλληλα, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό, οι οποίες καταγράφουν σταθερά θετικό πρόσημο από το δεύτερο τρίμηνο του 2017, αυξήθηκαν κατά 1,9% σε ετήσια βάση, συνεισφέροντας στην αύξηση των συνολικών επενδύσεων κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες.

Η επάνοδος των επενδύσεων σε θετικό έδαφος συμβαδίζει με την ανοδική πορεία του Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών στη Βιομηχανία, ο οποίος μετά την πτώση που σημείωσε το φθινόπωρο του 2018, επανήλθε το πρώτο τρίμηνο του 2019 σε επίπεδο άνω των 100 μονάδων (Γράφημα 3). Άλλωστε, σύμφωνα και με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Commission Spring Forecast 2019), οι επενδύσεις στη χώρα μας αναμένεται να αυξηθούν σε όλη τη διάρκεια του 2019 κατά 10,1%. Στην περίπτωση μάλιστα που συνεχισθεί και στο δεύτερο εξάμηνο η τάση αποκλιμάκωσης του κινδύνου χώρας όπως αυτή αποτυπώνεται τις τελευταίες εβδομάδες στη μείωση των περιθωρίων αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και την ενίσχυση της εγχώριας κεφαλαιαγοράς, η συνολική αύξηση των επενδύσεων για το τρέχον έτος μπορεί να υπερβεί αυτήν την εκτίμηση.

Η Συμβολή των Επιμέρους Κλάδων στην Αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας

Ο δευτερογενής τομέας της μεταποίησης συνέβαλε θετικά κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019 στην αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (+0,9 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ η συμβολή του πρωτογενούς κλάδου ήταν μηδενική και του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών οριακά αρνητική (-0,1 εκατοστιαίες μονάδες).

Η θετική συμβολή του δευτερογενούς τομέα στην αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας προήλθε εξ ολοκλήρου από τον κλάδο των κατασκευών (+0,9 εκατοστιαίες μονάδες), ο οποίος κατέγραψε ετήσια αύξηση της τάξης του 32,2% (Γράφημα 4). Το γεγονός ότι οι κατασκευές συνέβαλλαν θετικά στην ΑΠΑ για έκτο συνεχόμενο τρίμηνο είναι ιδιαίτερα θετικό, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ο εν λόγω κλάδος είχε υποστεί τη μεγαλύτερη ύφεση.
Η επίδραση του τριτογενούς τομέα στην ΑΠΑ, ο οποίος συμμετέχει κατά 78% στη διαμόρφωσή της, ήταν σχεδόν ουδέτερη το πρώτο τρίμηνο του 2019.

Συγκεκριμένα, οι υπηρεσίες εκτός του εμπορίου και του τουρισμού κατέγραψαν πτώση (-1,1%), ενώ αντίθετα άνοδο σημείωσε ο κλάδος «εμπόριο-παροχή», καταλύματος και εστίαση-μεταφορές» (+2,5%). Η συμβολή του τελευταίου στην αύξηση της ΑΠΑ το πρώτο τρίμηνο του 2019 ήταν ίση με 0,6 εκατοστιαίες μονάδες, εξέλιξη που συνάδει με τα θετικά αποτελέσματα του τουρισμού και των μεταφορών κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019. Σύμφωνα άλλωστε με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, το πλεόνασμα του ταξιδιωτικού ισοζυγίου αυξήθηκε κατά 67%, ενώ το πλεόνασμα του ισοζυγίου μεταφορών κατά 31%.

Ο κλάδος του τουρισμού έχει άμεση, αλλά και έμμεση σημαντική συμβολή στην ελληνική οικονομία. Συνεκτιμώντας τα δευτερογενή και πολλαπλασιαστικά του οφέλη στην υπόλοιπη οικονομία, η συνολική συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ υπολογίζεται στο 30,9% του ΑΕΠ το 2018 (ΣΕΤΕ, Βασικά Μεγέθη του Ελληνικού Τουρισμού, 2018).

Η βελτίωση του τουριστικού προϊόντος έχει διττό ρόλο, αφού μπορεί αφενός να ενισχύσει τις επενδύσεις στον κλάδο και αφετέρου να συνεισφέρει στην αύξηση των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της παραγωγής στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα.

Η προοπτική αυτή υποδηλώνει τα δυνητικά δευτερογενή οφέλη του κλάδου στη συνολική οικονομία.
Η ανάλυση της επιβράδυνσης της οικονομικής μεγέθυνσης από την πλευρά της προσφοράς μπορεί να αναδείξει ορισμένους μακροχρόνιους παράγοντες και συγκεκριμένα τις αδυναμίες στο μέτωπο της παραγωγής και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών, η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις σε σχέση με την ανταγωνιστικότητά της.
Όπως αναφέρεται και στην πρόσφατη, τρίτη έκθεση αξιολόγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα (Enhanced Surveillance Report, June 2019), οι εξαγωγές, οι οποίες αποτέλεσαν κινητήρια αναπτυξιακή δύναμη το 2018, ενδέχεται να επιβραδυνθούν λόγω της μειωμένης ζήτησης από το εξωτερικό.

Η μείωση των εξαγωγών θα σήμαινε, μεταξύ άλλων, και επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου, εφόσον οι εισαγωγές διατηρήσουν αμείωτη την αυξητική δυναμική τους .

Ως εκ τούτου, δεδομένου και του στόχου που έχει τεθεί στο πλαίσιο της Ολιστικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής της κυβέρνησης “Ελλάδα: Μια στρατηγική ανάπτυξης για το μέλλον”, ο οποίος προβλέπει τη διαμόρφωση του λόγου Εξαγωγών προς ΑΕΠ στο 50% μέχρι το 2025, καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική η ενίσχυση των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων. Όπως αναφέρεται και στην εν λόγω Έκθεση, η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί την αύξηση του λόγου Εξαγωγών προς ΑΕΠ κατά 14 εκατοστιαίες μονάδες κατά την επόμενη εξαετία.

Στο πλαίσιο αυτό, δύο σχέδια δράσης βρίσκονται σε εξέλιξη, τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής Ανάπτυξης και καταρτίστηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων σταθερότητας (Ιούλιος 2018).

Το ένα είναι το Σχέδιο Δράσης για την Προώθηση των Εξαγωγών, το οποίο στοχεύει στην αύξηση του μεριδίου αγοράς των εξαγόμενων ελληνικών προϊόντων στις παραδοσιακές εξαγωγικές αγορές, στην επέκταση σε νέες αγορές, στην αύξηση και διαφοροποίηση του αριθμού των εξαγόμενων αγαθών, στην υποστήριξη των εξαγωγικών μονάδων μέσω της βελτίωσης των επιχειρηματικών δεξιοτήτων, στη μείωση της γραφειοκρατίας και στην εξάλειψη των φραγμών εισόδου στις αγορές του εξωτερικού.
Το δεύτερο σχέδιο δράσης, ο «Οδικός Χάρτης Διευκόλυνσης του Εμπορίου», έχει σαν σκοπό τη μείωση και απλοποίηση των προ-τελωνειακών και τελωνειακών διαδικασιών σχετικών με τις Εξαγωγές και τις Εισαγωγές. Μέρος του σχεδίου είναι η εφαρμογή ενός νέου συστήματος πληροφοριών (ΤΠΕ) που θα συνδεθεί με το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Τελωνείων (ICISnet), τα Πληροφοριακά Συστήματα άλλων δημόσιων φορέων και οργανισμών που εμπλέκονται με το διασυνοριακό εμπόριο, καθώς και με τα συστήματα του ιδιωτικού τομέα, με σκοπό τη διευκόλυνση των εμπόρων στις προ-τελωνειακές διαδικασίες.

Όσον αφορά την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί σε σχέση με τα ανωτέρω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκφράζει ανησυχίες αναφορικά με τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή του νέου συστήματος ΤΠΕ των τελωνείων.

Επιπλέον, συνιστά στις ελληνικές αρχές να ακολουθήσουν τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ που προβλέπουν εκ των προτέρων ελέγχους, βάσει μιας προσέγγισης ανάλυσης κινδύνου.

Επιπροσθέτως, ως προς το θέμα των αδειοδοτήσεων για νέες επενδύσεις, παρά τις καθυστερήσεις, φαίνεται ότι έχει υπάρξει πρόοδος σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ ειδική αναφορά γίνεται και σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις που έχουν τεθεί σε εφαρμογή τα τελευταία χρόνια στη χώρα.
Συγκεκριμένα, στην αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής γίνεται αναφορά σε μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, η οποία αξιολογεί τις επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν από το 2011 στην Ελλάδα στα φαρμακεία, τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα και τα ανοιχτά καταστήματα ορισμένες Κυριακές του έτους. Συνολικά, όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, βάσει των στοιχείων της μελέτης αξιολογούνται θετικά οι μεταρρυθμίσεις σε σχέση με τον αντίκτυπό τους στον ανταγωνισμό, τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης αλλά και τις πωλήσεις.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ