Γεμάτος… μυστικά, ο πίνακας με την Γκαμπριέλ Ντ’ Εστρέ και την αδελφή της


Στην Ιστορία της Τέχνης τα έργα ενός έντονου—συχνά διαστροφικού-ερωτισμού υποβαθμίζονται, διαβάλλονται, ή απλώς αποκρύπτονται. Όμως τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει μία επανεκτίμησή τους και έχει αρχίσει να προβάλλεται ο ιδιάζων χαρακτήρας τους.

Ένα από τα μεγάλα προβλήματα στην επαναξιολόγηση αυτών των έργων, ιδίως για τα παλαιότερα, είναι η κατηγοριοποίησή τους με βάσει σημερινά γένη. Μπορεί ένα έργο, φερ’ ειπείν, να χαρακτηρισθεί queer, ή λεσβιακό, όταν ο τότε δημιουργός του μήτε καν γνώριζε αυτόν τον όρο, ή είχε συναίσθηση της σημασίας που σήμερα αποδίδουμε στον πίνακά του; Πού βρίσκεται, άραγε, στις πρωτότυπες εκείνες δημιουργίες το όριο ανάμεσα στον φετιχισμό και την αναπαράσταση στην πρόθεση του καλλιτέχνη;

Στον εμβληματικό πίνακα, εκτελεσμένο από ανώνυμο Γάλλο καλλιτέχνη, «Η Γκαμπριέλ Ντ’ Εστρέ και μία από τις αδελφές της» (περίπου 1594), αναπαριστώνται δύο γυναίκες—η μία θρυλείται πως είναι η Γκαμπριέλ Ντ’ Εστρέ, ερωμένη του βασιλέα Ερρίκου Δ’ της Γαλλίας, ενώ η άλλη θεωρείται πως είναι η αδελφή της Δούκισσα του Βιλάρ—είναι κατά το ήμισυ στραμμένες προς τον θεατή, ενώ κάθονται μέσα σε μία μπανιέρα περιενδυμένη με μετάξι. Οι δύο γυναίκες, που αναπαριστώνται με πρόσωπα σαν ανεστραμμένα πέταλα λουλουδιών, λεπτά τοξωτά φρύδια, πάλλευκο χρώμα σαν τα μαργαριτάρια που κοσμούν τα σκουλαρίκια τους και μικρά, φλογερά, μαύρα μάτια, κοιτάζουν τον θεατή με ένα βλέμμα αμφιλεγόμενο.

Όμως η λεπτομέρεια, που πρώτη ελκύει το βλέμμα του θεατή είναι η χειρονομία της μίας εξ αυτών, που εκτείνεται για να τσιμπήσει τη ρόγα στο στήθος της άλλης, με τον αντίχειρα και το δείκτη της να σχηματίζουν ένα τέλειο μισοφέγγαρο. Από πάνω τους κρέμονται βαριές κουρτίνες σαν σύννεφα, που ανοίγουν σαν σκηνή θεάτρου, καθοδηγώντας τον θεατή, εν είδει «ηδονοβλεψία», να παρακολουθήσει μία απαγορευμένη ιδιωτική παράσταση.

Υπάρχει ένας διάχυτος ερωτισμός μέσα στον πίνακα: οι αβρές καμπύλες του σώματος και η διαφάνεια του δέρματος, οι στητές ρόγες, το τσίμπημα καθαυτό –ως μοναδική απτική πράξη μεταξύ των χαρακτήρων του πίνακα, που εγκαθιστά μία εσωτερική σχέση μεταξύ των υποκειμένων του, έξω από την αλληλεπίδραση με τον θεατή. Όπως τονίζει ο μελετητής Κρίς Ρόουλστον, στη σύνθεση χρησιμοποιείται η μέθοδος της αλληλοσυμπλήρωσης—η μία μορφή έχει ξανθά μαλλιά, η άλλη σκούρα—που της προσφέρει έναν χαρακτήρα οικειότητας, καθιστώντας τη θεματολογία του καθαρά σαπφική.

Στο δοκίμιό της «Πράγματα της επιθυμίας» (Desiring Things) η Ρεμπέκα Τζόρατς υπογραμμίζει πως «μολονότι θα ήταν εντελώς αναχρονιστικό να το επαναξιολογήσουμε ως μία εν γένει λεσβιακή ματιά (…) μπορούμε κάλλιστα να διαπιστώσουμε πως ελκύει τόσο το γυναικείο, όσο και το ανδρικό βλέμμα». Μολονότι οι σημερινές απόψεις περί σεξουαλικότητας διαφέρουν από τις αντίστοιχες των παλαιότερων μελετητών, ο συγγραφέας του 16ου αιώνα Πιερ ντε Μπαντόμ σημείωνε πως «υπάρχουν πολλές περιοχές και πολλές τέτοιες κυρίες και λεσβίες, στη Γαλλία, την Ιταλία, την Τουρκία, την Ελλάδα και άλλα μέρη. Στη Γαλλία τέτοιες γυναίκες είναι συχνό φαινόμενο».

Άλλα έργα που αποδίδονται στη Σχολή του Φονταινεμπλώ, καθώς και άλλες γυμνές απεικονίσεις της ίδιας της Γκαμπριέλ, μοιάζουν να επικυρώνουν αυτή τη διαπίστωση. Μεγάλος αριθμός από δημιουργήματα εκείνης της εποχής, από τα γυναικεία ενδύματα που φορούν άνδρες στον Σαίξπηρ, έως τα λεσβιακά πορνογραφικά θέματα, τεκμαίρουν τη συναίσθηση που είχε η κοινωνία της εποχής για τις σεξουαλικές σχέσεις των γυναικών.

Σε κάθε περίπτωση, ο πίνακας πάντοτε θεωρείτο πως απεικονίζει μία λεσβιακή σχέση. Μάλιστα, τον 19ο αιώνα, μας παραδίδεται πως ένας αξιωματούχος του Λούβρου κάλυψε με ένα πανί τον «βέβηλο» πίνακα.

Βέβαια, άλλοι ερευνητές του πίνακα ερμηνεύουν την αμφίσημη θεματολογία του, όχι ως λεσβιακό θέμα, αλλά ως μία συμβολική ανακοίνωση πως η Γκαμπριέλ είναι έγκυος με τον νόθο γιό του βασιλέα. Και είναι η αδελφή της που το υπαινίσσεται στο κοινό, καθώς τα δάκτυλα γύρω από τη ρόγα της συμβολίζουν την επικείμενη κυοφορία της, ενώ ένα συμπληρωματικό στοιχείο της γονιμότητας τούτης αποτελεί η απεικόνιση στο βάθος του πίνακα της υπηρέτριας που ράβει τα μωρουδιακά.

Δεν θα ήταν αφελές να θεωρήσουμε ότι και οι δύο ερμηνείες μπορούν να ισχύουν εξίσου. Το κοινό της εποχής, που ασφαλώς δεν είχε τα ίδια κριτήρια περί ερωτισμού και σεξουαλικότητας με τους συγκαιρινούς μας, δεν μπορεί να μην αναγνώριζε τον έκδηλο ερωτισμό του θέματος. Σε άλλο σημείο του γραπτού του, ο Μπαντόμ παραδίδει πως μία γυναίκα είχε ερεθιστεί τόσο πολύ από τον πίνακα που εγκατέλειψε αμέσως την αίθουσα για να συνευρεθεί με έναν αυλικό της.

Ακόμη πιο δυσχερής, υπό το πρίσμα της λεσβιακής σχέσης, είναι η ερμηνεία της φετιχιστικής απεικόνισης των γυναικών. Δίνοντας έμφαση στις ερωτικές δυνατότητες μεταξύ αδελφών—που αποκτούν σεξουαλική διάσταση, με τις δύο γυναίκες γυμνές, ακόμη κι αν δεχθούμε πως η ερμηνεία αφορά μία απλή ανακοίνωση εγκυμοσύνης—το έργο αποσκοπεί στην άμεση παρατήρηση. Σχολιάζοντας το έργο του Μπαντόμ, η Τζόρατς παρατηρεί πως «πάντοτε οι λεσβιακές σκηνές χρησιμεύουν ως ερέθισμα για ετεροφυλόφιλους».

Η πολυπλοκότητα της σύνθεσης του πίνακα «Η Γκαμπριέλ Ντ’ Εστρέ και μία από τις αδελφές της» καθιστά όλες τις ερμηνείες θεμιτές. Είναι ταυτόχρονα μία λεσβιακή σκηνή, μία κωδικοποιημένη ανακοίνωση της εγκυμοσύνης και μία ερωτική φαντασίωση που κινητοποιεί άμεσα τη φαντασία των θεατών. Το να προτάξει κανείς μόνο τη μία ερμηνεία θα αδικήσει τις άλλες, στερώντας τη συμβολή τους στο σαγηνευτικό μυστήριο του πίνακα.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ (από Artsy Magazine)


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ