Φωτιά στο Μάτι: Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες ένα χρόνο μετά – «Ζήσαμε την κόλαση»


Ένας χρόνος συμπληρώνεται την Τρίτη από την αποφράδα 23η Ιουλίου 2018 και τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Ένα χρόνο μετά και οι μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν την τραγωδία ακόμα συγκλονίζουν.

Οι περιγραφές των στιγμών της φωτιάς όταν εκατοντάδες άνθρωποι στο Μάτι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την πύρινη λαίλαπα προκαλούν ανατριχίλα. Ο Γιώργος Καΐρης και η Μαρίνα Λαμπρίδου, μιλώντας στην «Καθημερινή» αποτυπώνουν το μέγεθος της τραγωδίας που εκτυλίχθηκε εκείνη την ημέρα στην Ανατολική Αττική.

«Ένα χρόνο μετά βλέπεις ακόμη εφιάλτες»

«Στις 18.49 έγινε το τελευταίο τηλεφώνημα. “Ξέρω ότι θα πεθάνω, τι δεν καταλαβαίνεις!”. Εκεί σταμάτησε ο χρόνος. Είκοσι ένα χρόνια συνύπαρξης κατέρρευσαν», γράφει στην «Κ» ο Γιώργος Καΐρης, κάτοικος του Ν. Βουτζά. «Γολγοθάς πλέον τα πάντα. Ένα κράτος χωρίς υποδομή, ένα κράτος που ζει στην αλαζονεία του, που δεν μπόρεσε και δεν μπορεί και τώρα ακόμα να στηρίξει τους πολίτες του. Όλα μοιάζουν κόκκινα, όπως η καρδιά που αιμορραγεί. Ξαναζείς τις στιγμές. Καίγονται τα πάντα γύρω σου, άνθρωποι, σπίτια, κατοικίδια, αυτοκίνητα. Εκείνο το βράδυ, στις 23/7/2018, όπως κάποιος είπε: Σώπαιναν οι λύκοι και ούρλιαζαν οι άνθρωποι», λέει.

«Ένα χρόνο μετά δεν μπορείς να αγγίξεις το πρόσωπο του ανθρώπου σου, του παιδιού σου, του γονιού σου. Ανθρώπινος νους δεν μπορεί να καταλάβει τι έγινε, κι όμως εμείς ξέρουμε: “Μας έκαψαν”. Οι μέρες περνούν και όλα γίνονται πιο δύσκολα. Προσπαθώντας να γυρίσεις τον χρόνο πίσω για να συνειδητοποιήσεις τι συνέβη φαίνονται όλα μάταια. Μένεις με ένα “γιατί” και δεν βρίσκεις απάντηση. Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια σου αντικρίζοντας τις διάφορες εικόνες της ζωής. Σφίγγει η καρδιά σου την ώρα που ακούς τυχαία το όνομα του ανθρώπου σου που χάθηκε. Η κατάθλιψη σε έχει καταβάλει και όλα μοιάζουν πλέον μαύρα. Και το κράτος απουσιάζει όπως πάντα. Μόνο οι άνθρωποι σου δίνουν χέρι βοήθειας και σου λένε “είμαστε εδώ δίπλα σου”, σε αγκαλιάζουν, σου μιλούν, σε βάζουν στις παρέες τους», γράφει μεταξύ άλλων.

«Ο πόνος και το αίσθημα της θλίψης δεν σβήνουν, ενώ ακόμη περιμένεις να προχωρήσει η υπόθεση δικαστικά και να αποδοθεί Δικαιοσύνη. Θυμάσαι ακόμη τις συνομιλίες εκείνης της ημέρας με την Πυροσβεστική: – Καίγεται το σπίτι μου, το παιδί μου. – Κάντε υπομονή κυρία μου», αναφέρει και συνεχίζει λέγοντας ότι ένα χρόνο μετά όλα άλλαξαν και στην περιοχή και στους κατοίκους της περιοχή.

«Ένα χρόνο μετά βλέπεις ακόμη εφιάλτες, πετάγεσαι μέσα στη νύχτα. Αναζητείς τη βοήθεια ψυχολόγου, παίρνεις ηρεμιστικά και όλα αυτά εξαιτίας εκείνων των ανθρώπων τα ονόματα των οποίων αναφέρονται στη δικογραφία. Ανθρώπων που αποδείχθηκε ότι ήταν ανίκανοι για τις θέσεις που κατείχαν. Είναι αυτοί που μας άφησαν να καούμε. Εκείνοι που κατέστρεψαν τις ζωές μας. Δεν ξεχνώ, ζητώ δικαίωση και σεβασμό», γράφει ο Γιώργος Καΐρης.

«Ζήσαμε την κόλαση»

«Εκείνη την ημέρα σταμάτησαν όλα για την οικογένειά μου. Μόλις έξι μέρες πριν, γιορτάζαμε όλοι μαζί τη γιορτή μου, χωρίς κανείς να φαντάζεται το κακό που μας περίμενε.Έξι μέρες μετά, μου στέρησαν ό,τι πολυτιμότερο είχα. Τον άνθρωπό μου. Το στήριγμά μου. Τον μπαμπά μου. Αυτόν, που μαζί με την υπέροχη μητέρα μας, ήταν πρότυπο για όλους μας. ΠΑΤΕΡΑΣ και ΑΝΘΡΩΠΟΣ με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Πρώτος σε όλα. Ακόμα και στο τέλος έκανε τη διαφορά. Ήταν ο πρώτος εγκαυματίας που έφυγε. Στις 26 Ιουλίου, ο Μιχάλης Λαμπρίδης άφησε τις τέσσερις γυναίκες του, όπως του άρεσε να λέει, και ο χρόνος «πάγωσε» εκεί. Ενα χρόνο μετά, πρωτόγνωρα συναισθήματα έχουν φωλιάσει στην καρδιά μου. Θλίψη, παράπονο, θυμός, ευγνωμοσύνη, όλα μαζί, έχουν πλέξει ένα αλλόκοτο δίχτυ», γράφει μεταξύ άλλων η Λυδία Λαμπρίδου, κάτοικος στο Ν. Βουτζά.

«Παράπονο, γιατί κανείς δεν του έδωσε την ευκαιρία να σωθεί. Ζήσαμε την κόλαση μόνοι μας. Δεν υπήρξε προειδοποίηση. Δεν ξέραμε ποια ήταν η σωστή και ποια η λάθος επιλογή. Oλα ήταν θέμα τύχης. Θυμός, γιατί εξαιτίας της ανεπάρκειας όλων, αναγκαστήκαμε να ζήσουμε έναν πόλεμο. Ολομόναχοι. Απροστάτευτοι. Περνώντας από τους πληγωμένους μας δρόμους, κάθε μέρα ξαναζούμε την τραγωδία. Την αγωνία, τον φόβο, τον πανικό, την εγκατάλειψη. «Γιατί;», φωνάζουν οι νεκροί μας. Και εμείς τους ακούμε. Κανείς δεν είχε το θάρρος να παραδεχθεί τα λάθη του.

Ευγνωμοσύνη, για τη στήριξη και την αγάπη που εισπράξαμε από ανθρώπους που δεν γνωρίζαμε μέχρι τότε. Ο πόνος μας ένωσε σαν μια μεγάλη οικογένεια. Μόνοι μας, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου μαζέψαμε τα κομμάτια μας και σηκωθήκαμε ξανά. Ενα ευχαριστώ θέλω να πω στους ανθρώπους που πέρασαν την κόλασή μας και είναι βράχοι, ενώ όλοι οι άλλοι, ήταν και συνεχίζουν να είναι, απλώς, πουθενά. Εύχομαι σε όλους, ποτέ κανείς να μην ξαναζήσει τόσο απροστάτευτος, τόσο μόνος, όσο νιώσαμε εμείς».


Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ