Βασίλης Ζούλιας: «Θυμάμαι τον πρίγκιπα με τον Μυκονιάτη ψαρά να πίνουν καφέ στο λιμάνι»


Ο Βασίλης Ζούλιας μας περιέγραψε τις μνήμες του από το ωραιότερο καλοκαίρι του στη Μύκονο

«Κλείνω τα μάτια και στην ερώτηση «Ποιο είναι το καλύτερο καλοκαίρι μου», μόνο ένα μου έρχεται στο μυαλό: Αυτό του 1979, όταν πρωτοπήγα στη Μύκονο! Εγώ στην αθώα ηλικία των 16 επισκέ­φτηκα ένα νησί που ήταν στην πιο αθώα εκδοχή του. Ήμουν απίστευτα χαρούμενος που θα παρα­θέριζα στη Μύκονο με την παρέα μου. Έφτασα στο νησί με το πλοίο έπειτα από 7 ή 8 ώρες και με 6 Μποφόρ. Τότε, ήταν η τελευταία χρονιά που σε κατέβαζαν από το πλοίο με το καΐκι.

Μετά έφτιαξαν το λιμάνι. Μπήκαμε, λοιπόν, στο καΐκι και ήμασταν τόσο ενθουσιασμένοι σαν να πηγαίναμε στο Φεγγάρι. Κατεβάσαμε τα μπαγκάζια από το καϊκάκι ενώ κούναγε αρκετά και βγήκαμε στο νησί όπου αρχίσαμε να ψάχνουμε για δωμάτιο. Τότε, τα ξενοδοχεία ήταν ελάχιστα.

Κάποιες γιαγιάδες φώναζαν για δωμάτιο και μία από αυτές μας πήγε σ’ ένα σπιτάκι, σ» εκείνο το δρομάκι που ξεκινάει από τα λεωφορεία και φτάνει στο λιμάνι. Τώρα αυτό το δρομάκι είναι γεμάτο μαγαζιά.-Τότε, ούτε ένα. Αυτή η γιαγιά, λοιπόν, μας πήρε στο σπίτι της, όπου κοιμούνταν κι άλλοι μέσα. Στους καναπέδες, στο σαλόνι, στο πατάρι, ένας κοιμόταν στο χολ… Εμείς κοιμηθήκαμε στην κουζίνα σε δύο ντιβάνια, ενώ κάποιοι κοιμούνταν και στο τυροκομείο, που είχε στο υπόγειο.

Η γιαγιά δεν μίλαγε γρι από καμιά ξένη γλώσσα, αλλά συνεννοούνταν μια χαρά με τους ξένους με τη γλώσσα της καρδιάς, αυτή που ξέρουν καλά οι Μυκονιάτες. Κάθε πρωί μας έφτιαχνε ελληνικό καφέ και αυγά με τυρί και κατσι­κίσιο γάλα. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι μαζί με όλους εμάς ήταν και μια φοβερή Ιταλίδα ημίγυμνη, με διάφανο φόρεμα, και η γιαγιά δεν έδινε καμία σημασία στο ντύσιμο της. Δεν την ένοιαζε. Γι’ αυτό το νησί πέτυχε! Γιατί έχει να κάνει με τους ανθρώπους που καλοδέχτηκαν όλο αυτόν τον παράξενο πληθυσμό που συγκεντρώθηκε στο νησί.

Στις παραλίες πηγαίναμε είτε με το καϊκάκι απ» τον Πλατύ Γιαλό, που έφτανε μέχρι και την Ελιά, που τότε είχε και ένα μικρό ταβερνάκι, είτε με το λεω­φορείο, παίρνοντας το ρίσκο για το αν θα φτάσεις, αφού οι δρόμοι ήταν ακόμα κατσικόδρομοι. Όσο για ομπρέλες και ξαπλώστρες Δεν υπήρχαν που­θενά. Αλλά ποιος νοιαζόταν; Τα πράγματα, τότε, ήταν πιο ελεύθερα, πιο μποέμ και σίγουρα πιο ακίνδυνα, ακόμη κα ισε σχέση με τον ήλιο. Εννοεί­ται ότι δεν υπήρχαν πουθενά ομπρέλες και ξαπλώ­στρες και δεν μας ένοιαζε, γιατί είχαμε έρθει για να μαυρίσουμε. Πολύ. Πάρο πολύ.

Τα βράδια, μου άρεσε να κάθομαι μαζί με τους φίλους μου στα σκαλάκια του Νέκταρ, δίπλα στη θρυλική Vegera, υψηλό σημείο συνάντησης μέχρι και σήμερα, και να κοιτάμε τον κόσμο που περ­νάει. Σαν πασαρέλα ήταν. Θυμά­μαι, σαν και τώρα, τον ήχο των ψηλών τακουνιών στα πλακόστρωτα της Μυκόνου και έναν κόσμο γεμάτο glamour και glitter. Αυτό για μένα από μόνο του ήταν διασκέδαση.

Ο κόσμος ήταν ένα μείγμα από high end jet setters απ’ όλο τον κόσμο, σοφά αναμεμειγμένους με μποέμ σοφιστικέ τύπους. Το σπουδαιότερο ήταν ότι κανείς δεν προσπαθούσε να δείχνει κάπως. Όλοι με όλους πέρναγαν καλά και ο στόχος ήταν ένας: απλή διασκέδαση χωρίς όρια. Ποιος να ξεχάσει τον Καρέλλα, που άφησε εποχή στα 70s και 80s, αλλά κα ιτον πρίγκιπα με τον Μυκονιάτη ψαρά που έπιναν καφέ στο λιμάνι; Εγώ πάντως δεν τους ξεχνώ, όπως δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ αυτές τις πρώτες μου και τις καλύτερες καλοκαιρινές δια­κοπές μου σ’ αυτό το νησί όπου όλα ήταν πιθανά» είπε στο People.

Πηγή: www.gossip-tv.gr


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ