Η Μακεδονία των κλασσικών και ελληνιστικών χρόνων


Παράλληλα με την Αθήνα και τη Σπάρτη, η Μακεδονία υπήρξε το ελληνικό κράτος που προκαλούσε και εξακολουθεί να προκαλεί ιστορικό αλλά και γενικότερο ενδιαφέρον. Η άνοδος ενός κράτους γεωργών και κτηνοτρόφων σε πρώτη ελληνική δύναμη κατά τον Δ΄ αιώνα π.Χ., ο ιστορικός ρόλος που έπαιξε ως «πρόφραγμα» (Πολύβιος, ΙΧ 35.1-4) της Νότιας Ελλάδος, αντιμετωπίζοντας τις εισβολές των λαών της Βόρειας Βαλκανικής, η κοσμοϊστορικής σημασίας εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή (η οποία δεν ήταν μόνον έργο μιας στρατιωτικής μεγαλοφυίας αλλά και των Μακεδόνων που τον ακολούθησαν), οι τρεις πόλεμοι κατά των Ρωμαίων, που αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιστάσεως στη ρωμαϊκή επέκταση στην Ανατολή, είναι τα τέσσερα στοιχεία που συνθέτουν την ιστορία της Μακεδονίας ως ανεξαρτήτου κράτους και δικαίως προκάλεσαν και προκαλούν αυτό το ιδιαίτερο ιστορικό και γενικό ενδιαφέρον.

Σε αντίθεση προς αυτόν τον εξαιρετικά σημαντικό ιστορικό ρόλο, οι πηγές που διαθέτουμε για την ιστορία των Μακεδόνων έως την ρωμαϊκή κατάκτηση, είναι σχετικά πολύ λίγες. Ως την εποχή του Φιλίππου Β΄, δηλαδή έως το β΄ μισό του Δ΄ αιώνος π.Χ., οι πληροφορίες που διαθέτουμε έχουν στο σύνολό τους περιστασιακό χαρακτήρα, παρατίθενται δηλαδή ως παρεκβάσεις σε έργα που αφορούν την ιστορία των πόλεων-κρατών της Νότιας Ελλάδος. Ιστορικά έργα που πραγματεύονταν την ιστορία της Μακεδονίας, γράφονται από την εποχή του Φιλίππου και αργότερα· από αυτά σώθηκαν όμως ελάχιστα αποσπάσματα ή μόνον οι τίτλοι. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι με την κλασσικιστική στροφή που παρατηρήθηκε την εποχή του Αυγούστου, τα έργα αυτά -όπως κι ένα μεγάλο μέρος της λοιπής γραμματείας των ελληνιστικών χρόνων- παραμερίσθηκαν, με αποτέλεσμα να χαθούν. Την απώλεια π.χ. του έργου του Ιερωνύμου του Καρδιανού (350-270 π.Χ.), όπου εξιστορούνται τα γεγονότα των πενήντα ετών από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως τον θάνατο του Πύρρου (323-272 π.Χ.), δεν μπορούν να αναπληρώσουν τα ελάχιστα αποσπάσματα από αυτό, που περιέχονται στο γενικό έργο του Διοδώρου (Α΄ αιώνας π.Χ.) ή σε πληροφορίες που παραθέτει ο Πλούταρχος στις βιογραφίες του, ούτε το από έντονο ρητορισμό διακρινόμενο ειδικό έργο του Πομπήιου Τρόγου HistoriaePhilippicae, το οποίο μας παραδίδεται μέσα από μία επιτομή του Ιουστίνου, γύρω στο 150 μ.Χ. Από τις άλλες γραμματειακές πηγές, η Πολιτική Ρητορική του Δ΄ αιώνος είναι γνωστή κυρίως από τους λόγους του Δημοσθένη, οι οποίοι αποτυπώνουν την αναμφισβήτητη προκατάληψη που χαρακτηρίζει τη στάση του Αθηναίου ρήτορα και πολιτικού κατά της νέας ανερχομένης ελληνικής δυνάμεως. Αυτοί οι πολιτικοί λόγοι άσκησαν, ως γνωστόν, σημαντική επίδραση στην κατοπινή γραμματεία των αυτοκρατορικών χρόνων αλλά και στη νεώτερη ευρωπαϊκή ιστοριογραφία, με το εξής παράδοξο αποτέλεσμα: σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει συχνά -ή μάλλον πάντοτε- η ιστορία της συγκρούσεως Αθηνών και Μακεδονίας μας είναι γνωστή όχι από την πλευρά του νικητή, αλλά από την πλευρά του ηττημένου.

Η ιστορία της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή είναι γνωστή από πολύ μεταγενέστερα έργα, την βιογραφία δηλαδή του Πλουτάρχου και την «Ανάβαση» του Αρριανού, τα οποία όμως επικεντρώνονται στην προσωπικότητα του βασιλέως και σε αρκετά σημεία είναι επηρεασμένα από την κλασσικιστική τάση της εποχής, κατά την οποία γράφηκαν (Α΄-Β΄ αιώνας μ.Χ.). Όσον αφορά την ιστορία της αντιστάσεως κατά των Ρωμαίων, στα γενικά έργα, στα οποία αυτή περιέχεται, οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι όχι μόνον σχετικά περιορισμένες αλλά και οπωσδήποτε επηρεασμένες από το γεγονός της τελικής επικρατήσεως των Ρωμαίων. Αυτό ισχύει για το έργο του Πολυβίου (Β΄ αιώνας π.Χ.), που έχει ως κύρια ιδέα την άνοδο της Ρώμης σε παγκόσμια δύναμη και πολύ περισσότερο για την Ρωμαϊκή Ιστορία (από την ίδρυση της Ρώμης) του Τίτου Λίβιου (Α΄ αιώνας π.Χ.).

Αυτό που απομένει αναφορικά με την ιστορία των αρχαίων Μακεδόνων είναι -εκτός από τις παρεκβάσεις που αναφέρθηκαν και τα λίγα αποσπάσματα από έργα αφιερωμένα στη Μακεδονία- οι επιγραφές, από τις οποίες όμως ελάχιστες αναφέρονται στον Ε΄ ή Δ΄ αιώνα (οι πρώτες από την Αθήνα), ενώ στη μεγίστη πλειοψηφία τους προέρχονται από τον Γ΄ ή τον Β΄ αιώνα π.Χ. και ιδιαίτερα από την Αυτοκρατορική Εποχή.

Υπάρχει όμως, επίσης, ένα αριθμητικά σημαντικό ονοματολογικό υλικό, δηλαδή ονόματα προσώπων, θεσμών, εορτών κ.ά., γνωστό από γραμματειακές πηγές αλλά και από επιγραφές καθώς και λίγα κατάλοιπα της μακεδονικής διαλέκτου. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν ―κι έχουν μάλιστα ιδιαίτερη σημασία― τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών που έγιναν κυρίως στο β΄ μισό του Κ΄ αιώνος, ευρήματα τα οποία -χωρίς βέβαια να μπορούν να πληρώσουν το κενό που δημιουργεί η έλλειψη άλλων πηγών- αποτελούν μία σημαντική πηγή για την τέχνη και γενικά για τον πολιτισμό αλλά και για την καθημερινή ζωή των αρχαίων Μακεδόνων σε όλες τις φάσεις της ιστορίας τους.

Tα βασικά θέματα που έχουν τεθεί και εξακολουθούν να τίθενται στην ιστορική έρευνα της αρχαίας Μακεδονίας ως ανεξαρτήτου κράτους (και με αυτό εννοούμε τους αιώνες από την ίδρυση του μακεδονικού βασιλείου, στα μέσα του Ζ΄ αιώνος π.Χ., έως την κατάλυσή του από τους Ρωμαίους, το 168 π.Χ.), είναι τέσσερα: το πρώτο αφορά την καταγωγή των Μακεδόνων ή αλλιώς την «ελληνικότητά» τους· ακριβέστερα, εάν δηλαδή αποτελούν ένα ελληνικό φύλο, όπως τα άλλα, ή κάτι διαφορετικό (το οποίο όμως δεν προσδιορίζεται ακριβώς από τους αρνητές της ελληνικότητος των Μακεδόνων). Το δεύτερο θέμα αφορά την εσωτερική οργάνωση του κράτους, από τη σύσταση του μακεδονικού βασιλείου (περίπου στα μέσα του Ζ΄ αιώνος π.Χ.) έως την εποχή του Φιλίππου του Β΄. Το τρίτο θέμα αναφέρεται στις πολιτιστικές σχέσεις των Μακεδόνων με τους Νότιους Έλληνες, ενώ το τέταρτο στον ιστορικό ρόλο της Μακεδονίας από την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως και την αντίσταση εναντίον των Ρωμαίων.

1. Η καταγωγή των Μακεδόνων
Όσον αφορά το πρόβλημα της καταγωγής των Μακεδόνων, πρέπει να ειπωθεί ότι, ανεξάρτητα από τον αριθμό και το είδος των πληροφοριών που διαθέτουμε και από τις αντιλήψεις που διατυπώνουν συγγραφείς προερχόμενοι από τη Νότια Ελλάδα και φυσικά ανεξάρτητα από τις κρίσεις ή τις προκαταλήψεις παλαιοτέρων και σύγχρονων ερευνητών, εκείνο που έχει πρωταρχική σημασία είναι το τί πιστεύουν οι ίδιοι οι Μακεδόνες για τους εαυτούς τους και -σε άμεση συνάρτηση με αυτό- ποιά είναι εκείνα τα αδιαμφισβήτητα (αντικειμενικά θα μπορούσε να πει κανείς) στοιχεία, που τεκμηριώνουν αυτή την προβαλλόμενη από τους ιδίους αυτοσυνειδησία· ή με διαφορετική διατύπωση: αν οι Μακεδόνες αυτοπροσδιορίζονται από μία ορισμένη εποχή (συγκεκριμένα από τον Δ΄ αιώνα π.Χ.) και καθ’ όλη την κατοπινή ιστορική τους παρουσία ως Έλληνες και εάν τα γλωσσικά στοιχεία που αποδίδουν διάφορες πλευρές του πολιτισμού τους είναι ελληνικά, τότε το πρόβλημα της αρχικής καταγωγής είναι άνευ σημασίας. Άλλωστε, όπως έχει πολύ σωστά παρατηρηθεί από την παλαιότερη κυρίως έρευνα και είναι αυτονόητο, κανένας λαός δεν μπορεί να επιδείξει μία αμιγή εθνική καταγωγή, χωρίς επιμειξίες ή επιδράσεις από άλλους λαούς.

Στο περίφημο επίγραμμα που συνόδευε την αφιέρωση των περσικών ασπίδων, λάφυρα από τη νίκη του Αλεξάνδρου στον Γρανικό ποταμό (324 π.Χ.), ο Μακεδόνας βασιλιάς κάνει αναφορά στον εαυτό του και στους άλλους Έλληνες, εκτός από τους Λακεδαιμονίους (Αλέξανδρος Φιλίππου καί οι Έλληνες πλήν Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των τήν Ασίαν κατοικούντων, Αρρ. Ανάβασις, Ι.16.7, Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 16.18). Η επιστολή που έστειλε στον Δαρείο μετά τη μάχη της Ισσού, αρχίζει με την φράση «οι δικοί σου πρόγονοι, όταν ήλθαν στη Μακεδονία και την άλλη Ελλάδα, μας προξένησαν πολλές καταστροφές. Εγώ, αφού ορίστηκα ηγεμόνας των Ελλήνων, θέλησα να εκδικηθώ τους Πέρσες περνώντας στην Ασία, … αφού εσύ έκανες την αρχή των εχθροπραξιών» (Αρρ., Ανάβασις, ΙΙ.14). Στο Σύμφωνο του Βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου του Ε΄ με τον Αννίβα (215 π.Χ.) που παραθέτει ο Πολύβιος (VII.9), η Μακεδονία αναφέρεται εμφατικά ως μέρος της Ελλάδος· γίνεται αναφορά στους θεούς «που κατέχουν την Μακεδονία και την άλλη Ελλάδα», ενώ ως σύμμαχοι των Καρχηδονίων προβάλλονται ο Βασιλεύς Φίλιππος, οι Μακεδόνες και οι άλλοι Έλληνες. Εξάλλου, μισόν περίπου αιώνα αργότερα ένας άσημος Μακεδόνας από την Θεσσαλονίκη, σε μία αφιέρωσή του για τον Ρωμαίο Στρατηγό Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο, τονίζει την μακεδονική και συνάμα ελληνική του καταγωγή με τη φράση «αρετής ένεκεν καί ευνοίας ής έχων διατελεί εις τε αυτόν καί την πατρίδα καί τούς λοιπούς Μακεδόνας καί τούς άλλους Έλληνας» (IG X 2.1, 1031).

Τα στοιχεία αυτά, στα οποία θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλα από τους κατοπινούς αιώνες, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι οι Μακεδόνες αυτοπροσδιορίζονταν ως ελληνικό φύλο. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν στη μεγάλη πλειοψηφία τους και τα γλωσσικά κατάλοιπα που έχουν σωθεί: τα ονόματα των μακεδονικών μηνών, όπως Ξανδικός, Δίος, Αρτεμίσιος, Υπερβερεταίος, Περίτιος κλπ., τα οποία ανάγονται (όπως και στις πόλεις της Νότιας Ελλάδος) σε γιορτές, είναι ελληνικά. Τα ονόματα των προσώπων (και μάλιστα όχι μόνον εκείνων που ανήκουν στο ανώτερο κοινωνικό στρώμα αλλά και εκείνων που ανήκουν στα κατώτερα στρώματα) είναι, εκτός από ελάχιστα, επίσης ελληνικά. Αυτά ανάγονται στον ΣΤ΄-Ε΄ αιώνα π.Χ. και, όπως και τα ονόματα των εορτών, δεν οφείλονται φυσικά στον «εξελληνισμό» των Μακεδόνων από τις ελληνικές παραλιακές πόλεις. Σε όλες τις περιπτώσεις επικοινωνίας των Μακεδόνων με τους άλλους Έλληνες δεν αναφέρεται διερμηνέας, πράγμα που σημαίνει ότι η μακεδονική διάλεκτος, όπως και η αττική, ήταν εύκολα κατανοητή από τις αντίστοιχες πλευρές. Αυτό καταδεικνύει επίσης ένα απόσπασμα από την κωμωδία «Μακεδόνες» που έγραψε ο ποιητής Στράττις τον Ε΄ αιώνα, όπου υπάρχει η αποδιδόμενη σ’ έναν Μακεδόνα (πρόσωπο της κωμωδίας) φράση, στην οποία προφανώς χρησιμοποιεί την προσιδιάζουσα στην καταγωγή του διάλεκτο: «κέστραν μέν ύμμες ωττικοί κικλήσκετε» («αυτό που εσείς οι Αθηναίοι ονομάζετε κέστρα», J. M. Edmonds, TheFragmentsofAtticComedy, τόμ. 1 Leiden 1957, απ. 28).

Μόνο αν δεχθεί κανείς αυτή την ελληνική ταυτότητα της μακεδονικής διαλέκτου, καταλαβαίνει γιατί η αττική έγινε η γλώσσα της διοικήσεως του μακεδονικού κράτους από τον Φίλιππο τον Β΄ και μόνον έτσι αντιλαμβάνεται επίσης γιατί οι Μακεδόνες, μετά την κατάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας από τον Αλέξανδρο, χρησιμοποιούν την αττική. Ένας λαός με τέτοια πολιτικά επιτεύγματα -τόσο στην περίπτωση του Φιλίππου Β΄, με τη νίκη του επί των Αθηναίων όσο και στην περίπτωση του Αλεξάνδρου, με την κατάκτηση της Ανατολής- έχει τόσο ισχυρό αυτοσυναίσθημα, ώστε να μην αφήσει τη γλώσσα του για να χρησιμοποιήσει μία άλλη. Αυτό, όπως σωστά παρατηρήθηκε από τον K. J. Beloch και άλλους ιστορικούς, θα αποτελούσε το μοναδικό παράδειγμα στην παγκόσμια ιστορία.

Ο ισχυρισμός από επικριτές της ελληνικότητος των Μακεδόνων ότι ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος χρησιμοποιούσαν την ελληνική όπως ο Μ. Φρειδερίκος και η Μεγάλη Αικατερίνη χρησιμοποιούσαν γαλλικά, είναι δείγμα προκαταλήψεως, διότι και στη μία και στην άλλη περίπτωση δε χρησιμοποιούνταν στην Πρωσία ή στη Ρωσία ως επίσημη γλώσσα τα γαλλικά· ή ακόμη το να υποστηρίζεται η «ιδιαιτερότητα» της μακεδονικής γλώσσης με αναφορές σε φράσεις «ανεβόα Mακεδονιστί» (Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 51.4) ή «Mακεδονιστί τη φωνή», (Πλούτ., Ευμένης, 14.5) προδίδει αφέλεια ή προκατάληψη, εφόσον η φράση «Πελοποννασιστί λαλεύμες» (Θεόκριτος, ΧV, στ. 92) αφορά την διάλεκτο και όχι, φυσικά, την πελοποννησιακή γλώσσα.

Η αμφισβήτηση της ελληνικής καταγωγής των Μακεδόνων έγινε κυρίως (ανεξάρτητα από τις εκάστοτε προϋποθέσεις ή προκαταλήψεις της σχετικής επιχειρηματολογίας) με αναφορά στον διαχωρισμό Ελλήνων και Μακεδόνων, που απαντάται σε γραμματειακές πηγές από τον Ε΄ αιώνα π.Χ. Κατά την αμφισβήτηση αυτή δίδεται ιδιαίτερη έμφαση σε σχετικά ελάχιστες φράσεις, όπου με έκδηλη πολιτική φόρτιση χαρακτηρίζονται οι Μακεδόνες ως πολιτιστικά κατώτεροι («βάρβαροι», π.χ. Δημοσθένης, Γ΄ Φιλιππικός, 31, ΧΙΧ 327). Παρά το γεγονός ότι οι φράσεις αυτές και με την κοινή εμπειρία δεν μπορούν να αποτελέσουν τεκμήρια για μία γενικευμένη αρνητική τοποθέτηση των Νοτίων Ελλήνων απέναντι στους Μακεδόνες και φυσικά πολύ λιγότερο για κάποια δήθεν «βαρβαρότητα», θεωρείται αναγκαία εδώ η παράθεση λίγων, οπωσδήποτε όμως ενδεικτικών στοιχείων, που αντικατοπτρίζουν την ιστορική πραγματικότητα ή αναμφισβήτητα την τεκμηριώνουν και κατόπιν θα γίνει λόγος γι’ αυτές τις φράσεις, όπου γίνεται ο διαχωρισμός που προαναφέρθηκε.

Η πρώτη χρονικά μαρτυρία που διαθέτουμε, δηλαδή το έργο του Ηροδότου, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η ονομασία Μακεδόνες αποδίδει ένα ελληνικό φύλο. Στην πρώτη σχετική αναφορά (Ι 56) γίνεται λόγος για το δωρικόν έθνος, το οποίο «οίκεε εν Πίνδω, Μακεδνόν καλεόμενον». Στη δεύτερη (VIII 43) ως «Δωρικόν και Μακεδνόν έθνος» χαρακτηρίζονται πόλεις της Πελοποννήσου (Λακεδαιμόνιοι, Κορίνθιοι, Σικυώνιοι, Επιδαύριοι, Τροιζήνιοι), που έλαβαν μέρος στη Ναυμαχία του Αρτεμισίου (480 π.Χ.). «Μακεδνός» είναι, ως γνωστόν, επίθετο που απαντά στα ομηρικά έπη και σημαίνει τον υψηλό-λυγερό (η 106: «φύλλα μακεδνής αιγείροιο»).

Την ιστορική πραγματικότητα αντικατοπτρίζει και η μαρτυρούμενη στον Ησίοδο μυθολογική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Μακεδών, ο γενάρχης των Μακεδόνων, είναι γιος του Δία και της Θυίας, κόρης του Δευκαλίωνα και αδελφός του Μάγνητος, που κατοικούσαν ο πρώτος στον Όλυμπο και ο άλλος στα Πιέρια (R. Merkelbach-M.L.West, FragmentaHesiodea, Οξφόρδη 1967, απ. 7). Ως γιοι του Μακεδόνος αναφέρονται ο Ευρωπός, ο Πίερος και ο Άμαθος, ονομασίες, ως γνωστόν, μακεδονικών πόλεων. Σύμφωνα με μία άλλη παράδοση, ο Μακεδών είναι γιος του Αιόλου, αδελφού του Δώρου και του Ξούθου (FGrHist 4 F74, Ελλάνικος), μία παράδοση που δηλώνει σαφώς τη σύνδεση με τα ελληνικά φύλα. Στα στοιχεία αυτά, όπως και σε άλλα (γλωσσικά προπάντων, που δείχνουν τη συγγένεια των διαλέκτων), βασίζεται η υποστηριζόμενη στην παλαιότερη και σύγχρονη ιστορική έρευνα άποψη, σύμφωνα με την οποία η Μακεδονία φιλοξενεί ένα από τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα, με χώρο προέλευσης την περιοχή της Πίνδου.

Χαρακτηριστικό δείγμα από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα της αντιλήψεως ότι οι Μακεδόνες αποτελούν ένα ελληνικό φύλο είναι η επισήμανση του Ακαρνάνα πολιτικού Λυκίσκου, σε λόγο του που εκφωνεί το 211 π.Χ. στη Σπάρτη, σύμφωνα με την οποία οι Μακεδόνες είναι «ομόφυλοι των Αχαιών» και των Δωριέων Σπαρτιατών. Με τους «ομοφύλους» Μακεδόνες και τον βασιλιά τους Φίλιππο πρέπει να ενωθούν οι λοιποί Έλληνες, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η απειλή από τους «αλλοφύλους», δηλαδή τους Ρωμαίους («τώρα απειλεί τους Έλληνες πόλεμος με βαρβάρους, που θέλουν να τους υποδουλώσουν» Πολύβιος, IX 37.7). Ως ελληνικό φύλο, με το οποίο θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους οι άλλοι Έλληνες για την αντιμετώπιση του εχθρού, προβάλλονται οι Μακεδόνες και στον λόγο του Αιτωλού πολιτικού Αγελάου το 217 π.Χ., στη Ναύπακτο (Πολύβιος, V 104).

Εκτός από αυτές τις μαρτυρίες -που αναφέρονται σε κρίσιμες, εξαιτίας της εξωτερικής απειλής περιστάσεις- υπάρχουν και άλλες, που αναφέρονται σε επιμέρους περιπτώσεις· είναι όμως εξίσου ενδεικτικές: από τον Δ΄ αιώνα π.Χ. μαρτυρούνται Μακεδόνες ως νικητές σε Πανελληνίους Αγώνες· μεταξύ των ελληνικών πόλεων από διάφορες περιοχές, που αναγνωρίζουν την ασυλία του Ασκληπιείου της Κου το 243 π.Χ., είναι και οι μακεδονικές Πέλλα, Κασσάνδρεια, Αμφίπολη, Φίλιπποι (Hatzopoulos, Institutions II, àρ. 36, 41, 47, 58). Το 209/8 π.Χ. ο Βασιλιάς Φίλιππος ο Ε΄ προσπαθεί να επηρεάσει τη συμμετοχή της Χαλκίδος στην πανελλήνια εορτή της Αρτέμιδος Λευκοφρυηνής που οργανώνει η Μαγνησία του Μαιάνδρου, τονίζοντας, όπως δηλώνει η παρατιθέμενη στο Ψήφισμα της Χαλκίδος φράση από σχετική επιστολή του, ότι οι Μάγνητες είναι συγγενείς των Μακεδόνων (I. Magnesia, 37). Από την Αυτοκρατορική Εποχή θα αρκούσε εδώ ένα παράδειγμα, το Ψήφισμα δηλαδή της πόλεως της Εφέσου (162/163 ή 163/164), όπου οι Μακεδόνες αναφέρονται μαζί με τα λοιπά ελληνικά έθνη, στ. 16-20: «τον μήνα που εμείς ονομάζουμε Αρτεμισιώνα, οι Μακεδόνες και τα λοιπά ελληνικά έθνη ονομάζουν Αρτεμίσιο» (Ι. Ephesos, 24B).

Η εντύπωση που αποκομίζει κανείς από αυτά τα λίγα -ωστόσο ενδεικτικά- στοιχεία, είναι ότι η διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων, εάν δεν οφείλεται σε πολιτικές προκαταλήψεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Δημοσθένη, πρέπει να αποδοθεί στην εύλογη απουσία επαφών που υπήρχε κατά την Αρχαϊκή και Κλασσική Εποχή· μία έλλειψη επαφών που δικαιολογεί και την άγνοια των πραγματικών συνθηκών που επικρατούσαν στη Μακεδονία. Ωστόσο, επειδή έχει γίνει αρκετός λόγος γι’ αυτόν τον διαχωρισμό, είναι ανάγκη να επιχειρηθεί εδώ μία σύντομη παρουσίασή του.

Στη Νότιο Ελλάδα, η Μακεδονία είναι γνωστή κυρίως με την έκταση και την οργάνωση που είχε στην εποχή του Αλεξάνδρου του Α΄ (περ. 495-452 π.Χ.). Και για τα δύο θα ακολουθήσει σύντομη αναφορά παρακάτω· εδώ όμως χρειάζεται να επισημανθεί ότι το κράτος αυτό περιελάμβανε περιοχές από την Άνω Μακεδονία έως τον Στρυμόνα. Ένα τέτοιο κράτος που περιελάμβανε διάφορα μακεδονικά φύλα καθώς και περιοχές όπου κατοικούσαν άλλα, μη ελληνικά φύλα, όπως Ιλλυριοί, Παίονες και Θράκες και εκδιώχθηκαν κατόπιν, ελάχιστα γνωστό μπορούσε να γίνει -και έγινε τελικά- στους Έλληνες της Νότιας Ελλάδος. Ελάχιστα γνωστό μπορούμε να πούμε ακόμα ότι ήταν το φύλο, από το οποίο προέρχονταν οι Αργεάδες βασιλείς που με τον Αλέξανδρο τον Α΄ και τους προγόνους του είχαν καταστήσει κέντρο του κράτους την «Μακεδονίδα γη» (Ηρόδ., VII 127), την περιοχή δηλαδή που ορίζεται μεταξύ των ποταμών Αλιάκμονα και Λουδία. Σύμφωνα με την παράδοση, την οποία διασώζουν ο Ηρόδοτος (VIII 137-138) και ο Θουκυδίδης (II 99.2), οι Μακεδόνες βασιλείς κατάγονταν από το Άργος και ήταν απόγονοι του Τημένου, ανήγαγαν δηλαδή την καταγωγή τους στον Ηρακλή. Μία αναθηματική στον Ηρακλή Πατρώο επιγραφή από την Βεργίνα ―αν και χρονολογείται στη διάρκεια της βασιλείας του Περσέα (178-169 π.Χ.)― είναι ενδεικτική της συνδέσεως της βασιλικής οικογενείας με τον «προπάτορά» της (SEG XLVI 829).

Τον Ε΄ αιώνα π.Χ. γνωρίζουμε ότι έγιναν ομαδικές εγκαταστάσεις από τη Νότιο Ελλάδα στη Μακεδονία: για παράδειγμα το 478 π.Χ., με την καταστροφή των Μυκηνών από τους Αργείους, ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της κατέφυγε στη Μακεδονία, χάρη στο ενδιαφέρον που επέδειξε ο Μακεδόνας Βασιλιάς Αλέξανδρος ο Α΄(Παυσανίας VII, 25, 6), ενώ το 446 π.Χ. κάτοικοι της Ιστιαίας στη Βόρεια Εύβοια, μετά την κατάληψη της νήσου από τον Περικλή, μετανάστευσαν στη Μακεδονία (FGrHist115, F387, Θεόπομπος)· το 423 π.Χ., σύμφωνα με πληροφορία του Θουκυδίδη, Έλληνες οπλίτες υπηρετούσαν στον στρατό του Περδίκκα του Β΄(IV 124.1). Μακεδόνες όμως μάλλον θα έρχονταν σπάνια στη Νότιο Ελλάδα κι έτσι η χώρα άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστή στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Είναι ενδεικτικό ότι πόλεις που βρίσκονται στον χώρο της Μακεδονίας και ανήκουν στην Αττική-Δηλιακή Συμμαχία, αναφέρονται στους σχετικούς φορολογικούς καταλόγους ως ανήκουσες γεωγραφικά στη Θράκη.

Έχω την άποψη ότι αυτή η έλλειψη γνώσεων για τη χώρα και τους κατοίκους της στάθηκε μία βασική αιτία του διαχωρισμού των Μακεδόνων από τους Έλληνες. Η άλλη ήταν ότι οι Μακεδόνες δεν είχαν μετάσχει στις πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις της ελληνικής ιστορίας του ΣΤ΄-Ε΄ αιώνος και το βασικό στοιχείο των εξελίξεων αυτών, δηλαδή η δημοκρατική πόλη-κράτος, δεν υπήρχε στην διοικούμενη από μονάρχη Μακεδονία. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι στα μέσα του Δ΄ αιώνος ακόμη και ο Ισοκράτης, στην επιστολή που απευθύνει προς τον Φίλιππο και στην οποία του συνιστά την ένωση των Νοτίων Ελλήνων υπό την ηγεσία του στον πόλεμο εναντίον των Περσών, διαχωρίζει τους Μακεδόνες από τους Έλληνες (Φίλιππος, 107-108). Παρ’ όλα αυτά, οι λίγες σχετικές αναφορές στις πηγές που διαθέτουμε, δεν επιτρέπουν, όπως ήδη αναφέρθηκε, τη γενίκευση αυτού του διαχωρισμού ως καθολική στάση των Νοτίων Ελλήνων. Στον λόγο του Περί του στεφάνου (330 π.Χ.), ο Δημοσθένης κατηγορεί έναν μεγάλο αριθμό πολιτικών σε πόλεις της Νότιας Ελλάδος που ακολουθούσαν φιλομακεδονική πολιτική, ως προδότες (Περί του στεφάνου, 295). Θα επιθυμούσε κανείς να γνωρίζει τις αντιλήψεις αυτών των «προδοτών» για την Μακεδονία, αλλά δυστυχώς μας είναι γνωστή μόνον η φορτισμένη περιγραφή του Αθηναίου ρήτορα και πολιτικού, την οποία άλλωστε σχολιάζει αρνητικά και ο Πολύβιος (XVIII 14).

Πάντως, η τοποθέτηση ενός μεγάλου μέρους της σύγχρονης και της παλαιότερης ―σχετικής με την καταγωγή όπως και με τη γλώσσα των Μακεδόνων― ερεύνης, η οποία δεν επηρεάζεται από τον διαχωρισμό αυτόν και αποδέχεται ανεπιφύλακτα την ελληνικότητα των Μακεδόνων ως προς την καταγωγή και τη γλώσσα τους, είναι απόλυτα σωστή, ενώ η αντίθετη προσκρούει όχι μόνον στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά συχνά και στην κοινή λογική. Εάν κάποιο κύριο όνομα ή κοινή λέξη έχει μη ελληνική προέλευση είτε κάποιο έθιμο (π.χ. Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1324b 15-16) θεωρείται μη ελληνικό, αυτό και με βάση την κοινή εμπειρία δεν αποτελεί αντεπιχείρημα και το γεγονός ότι εξακολουθεί να προβάλλεται ως τέτοιο, κάθε άλλο παρά επιστημονικές σκοπιμότητες εξυπηρετεί.

Στη σύγχρονη ιστορική έρευνα καταλαμβάνουν ιδιαίτερη θέση επιγραφικά και άλλα ευρήματα -λίγα βέβαια, οπωσδήποτε όμως αρκετά ενδεικτικά- από απομακρυσμένες περιοχές της μακεδονικής ενδοχώρας, τα οποία καταδεικνύουν την ελληνικότητα των Μακεδόνων, χωρίς την αποδοχή της θολής -και γι’ αυτό κάθε άλλο παρά πειστικής- αντιλήψεως για τον εξελληνισμό τους από τους κατοίκους των ελληνικών παραλιακών αποικιών.

2. Πολιτική Ιστορία (500-168 π.Χ.)
2.1. Αλέξανδρος ο Α΄ (περ. 495-452 π.Χ.)
Η πολιτική ιστορία της Μακεδονίας, ως μέρος της ελληνικής, αρχίζει ουσιαστικά με την βασιλεία του Αλεξάνδρου του Α΄ (495-452 π.Χ.) από τη Δυναστεία των Αργεαδών, η οποία ανήκε στο μακεδονικό φύλο που ίδρυσε το κράτος. Σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, το μακεδονικό αυτό φύλο, προερχόμενο από την περιοχή της Ορεστίδος, μετακινήθηκε (γύρω στο 700 π.Χ.) αναζητώντας περισσότερη γη προς τα ανατολικά, κατέλαβε την Πιερία και κατόπιν τη γειτονική Βοττιαία. Στην περιοχή αυτή ιδρύθηκε (περί το 650 π.Χ.) το μακεδονικό κράτος (Θουκ., ΙΙ 99). Φαίνεται πιθανότερη η εκδοχή ότι με το όνομα της δυναστείας δηλώνεται εκείνο του γενάρχη της και όχι η επινοημένη προέλευσή της από το πελοποννησιακό Άργος (σύμφωνα με τον μύθο που πλάσθηκε αργότερα, την εποχή του Αλεξάνδρου του Α΄, για τη σύνδεση της Μακεδονίας με τη Νότιο Ελλάδα). Κατά τον Ηρόδοτο (VIII 139), πριν από τον Αλέξανδρο κυβέρνησαν έξι βασιλείς: ο Περδίκκας ο Α΄, ο Αργαίος, ο Φίλιππος ο Α΄, ο Αέροπος ο Α΄, ο Αλκέτας και ο Αμύντας ο Α΄. Από την εποχή του τελευταίου (πατέρα του Αλεξάνδρου του Α΄) και για αρκετό διάστημα της βασιλείας του Αλεξάνδρου, έως το 479 π.Χ., η Μακεδονία ήταν χώρα υποτελής στους Πέρσες.

Ο Αλέξανδρος ο Α΄, ο έβδομος Τημενίδης βασιλεύς (Ηρόδ., VIII 137.1), είναι γνωστός στην ελληνική ιστορία ως «φιλέλλην», ένας χαρακτηρισμός που ορισμένοι αρνητές της ελληνικότητος των Μακεδόνων τον χρησιμοποιούν ως επιχείρημα, αγνοώντας ή θέλοντας να αγνοούν ότι ο χαρακτηρισμός που του αποδόθηκε για τη στάση του κατά τους Περσικούς Πολέμους σημαίνει απλώς αυτόν που αγαπά τους Έλληνες, ενώ χρησιμοποιούνταν όχι μόνον για ξένους αλλά και για Έλληνες, (π.χ. αργότερα για τον βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο, Ξεν., Αγησίλαος, VII 4: καλόν Έλληνα όντα καί φιλέλληνα είναι· πρβλ. και την επιγραφή IG X 2.1, 145, Γ΄ αιώνας μ.Χ.).

Ο Αλέξανδρος ο Α΄ αντιλαμβάνονταν πολύ καλά ότι η ήττα των Περσών είχε ζωτική σημασία για την Μακεδονία και γι’ αυτό είναι πιθανότατα εκείνος, στον οποίο οφείλεται κατά μεγάλο μέρος η παροχή της απαιτούμενης ξυλείας, με την οποία κατασκευάσθηκε από τον Θεμιστοκλή ο αθηναϊκός στόλος. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο λίγο αργότερα τιμήθηκε από τους Αθηναίους ως «πρόξενος και ευεργέτης» (Ηρόδ. VIII 136.1) ή «πρόξενος και φίλος» (Ηρόδ. VIII 143.3).

«Φιλέλλην» υπήρξε ο Αλέξανδρος για τις υπηρεσίες που προσέφερε στους αγωνιζομένους εναντίον των Περσών Έλληνες, μολονότι ήταν αναγκασμένος να ακολουθήσει τον Ξέρξη κατά την εκστρατεία του και προπάντων στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.), σύμφωνα με την γνωστή περιγραφή του Ηροδότου (IX 44-45). Την προσφορά αυτή επιβεβαιώνει, εξάλλου, η παρουσία χρυσού αγάλματος του ιδίου στους Δελφούς, δίπλα στον τρίποδα-ανάθημα των Ελλήνων για τις επιτυχίες τους στη θάλασσα (Ηρόδ. VIII 121.2, Δημοσθ., Επιστολή Φιλίππου, 21).

Το μακεδονικό βασίλειο, στην έκταση που μας είναι γνωστό έως την εποχή του Φιλίππου, οφείλει σε μεγάλο βαθμό τη συγκρότησή του ως μίας ισχυρής πολιτικής δυνάμεως στις ικανότητες του Αλεξάνδρου του Α΄. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Θουκυδίδη (ΙΙ 99), ο Αλέξανδρος και οι προγενέστεροί του Μακεδόνες βασιλείς, οι οποίοι αναφέρονται γενικά ως «οι πρόγονοι αυτού», εξεδίωξαν τους Παίονες από την κοιλάδα του κάτω Αξιού, τους Ηδωνούς από τη Μυγδονία, τους Εορδούς από την Εορδαία όπως και τους Άλμωπες από την Αλμωπία. Επίσης κατέλαβαν τον Ανθεμούντα (V 94.1), στον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, για τον οποίο μάλιστα ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι παραχωρήθηκε από τον Αμύντα τον Α΄ στον γιο του Αθηναίου Τυράννου Πεισιστράτου, Ιππία. Ως έργο αποκλειστικά του Αλεξάνδρου πρέπει να θεωρηθεί η κυριαρχία στην περιοχή της Βισαλτίας και της Κρηστωνίας, όπου παρέμειναν ντόπιοι κάτοικοι, η τύχη των οποίων διαχωρίζεται στο χωρίο του Θουκυδίδη από αυτή των Πιέρων, των Βοττιαίων, των Ηδωνών, των Εορδών και των Αλμώπων, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τις περιοχές τους. Τα συγγενικά φύλα της ΄Ανω (ορεινής) Μακεδονίας (Λυγκηστές, Ελιμιώτες, Ορέστες, Τυμφαίους, Παραυαίους) κατέστησε, σύμφωνα με τη φράση του Θουκυδίδη (ΙΙ 99.2), «ξύμμαχα καί υπήκοα», που σημαίνει ότι ανάγκασε τους ηγεμόνες τους να δεχθούν την επικυριαρχία του. Στην εποχή του ―και οπωσδήποτε μετά την ήττα των Περσών στις Πλαταιές, εναντίον των οποίων κατά την επιστροφή τους μέσω της Μακεδονίας ο Αλέξανδρος πέτυχε σαρωτική ήττα («τέλειον ατύχημα», Δημοσθένης, Κατ’ Αριστοκράτους 200, Περί συντάξεως, 24)― η έκταση που κατείχε πριν το μακεδονικό βασίλειο τετραπλασιάσθηκε.

Χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του έργου του Μακεδόνος βασιλέα είναι τα νομίσματα που κόπηκαν με τον άργυρο που προερχόταν από τα μεταλλεία του Δυσώρου, στην περιοχή του Στρυμόνα. Ο ιππέας που εικονίζεται στη μία όψη, είναι προφανώς ο ίδιος ο βασιλιάς· η άλλη φέρει το όνομά του.

Εξίσου σημαντικό από ιστορική άποψη είναι το έργο του Αλεξάνδρου στην εσωτερική πολιτική, όπου τις πρωτοβουλίες καθιστούσε επιτακτικά αναγκαίες η επέκταση του κράτους και η ανάγκη ενδυναμώσεως της κεντρικής εξουσίας. Επιτακτικά αναγκαία ήταν προπάντων η ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος της Μακεδονίας. Η ισχύς αυτή βασιζόταν πριν στο ιππικό που αποτελούνταν από τους ευγενείς Μακεδόνες, οι οποίοι έφεραν τον ομηρικής προελεύσεως τίτλο «εταίροι». Επειδή το ιππικό δεν επαρκούσε για την κάλυψη των νέων αναγκών, ο Αλέξανδρος προχώρησε (σε περιορισμένη οπωσδήποτε έκταση) στην οργάνωση του πεζικού. Εκείνο όμως που φανερώνει την πολιτική ευφυία του Αλεξάνδρου στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η νέα αντίληψη, με την οποία πραγματοποιήθηκε η οργάνωση αυτή: οι πεζοί Μακεδόνες ονομάσθηκαν «πεζέταιροι», δηλαδή είναι οι πεζοί «εταίροι» του βασιλέως, όπως και οι ευγενείς. Με τον τρόπο αυτόν, δημιουργούνταν ένας στενός δεσμός των Μακεδόνων αγροτών-οπλιτών με τον μονάρχη από τη μια μεριά και από την άλλη, ένα πολιτικό αντίβαρο έναντι των ευγενών. Τους δεσμούς του στρατού με τον βασιλέα ενίσχυσε, εξάλλου, σε σημαντικό βαθμό η παραχώρηση γαιών από τον ίδιο σε μεγαλύτερη έκταση προς τους «εταίρους» ευγενείς και σε μικρότερη προς τους «πεζεταίρους». Για την δημιουργία των «πεζεταίρων» αυτών εκφράστηκαν διάφορες απόψεις από την ιστορική έρευνα (βλ. π.χ. Hatzopoulos, Institutions, 269), εξαιτίας των προβλημάτων που παρουσιάζει η μόνη σχετική μαρτυρία που διαθέτουμε (FGrHist 72 F4 Αναξιμένης). Η ιστορική λογική επιβάλλει όμως την απόδοσή της στον Αλέξανδρο τον Α΄ και γι’ αυτό η άποψη που διατυπώνεται εδώ, γίνεται δεκτή από τους περισσοτέρους ερευνητές. Η ανακάλυψη, άλλωστε, στο δυτικό νεκροταφείο του Αρχοντικού Πέλλης τάφων που ανήκουν -όπως προκύπτει από τα «πλούσια», δηλωτικά της κοινωνικής θέσεως των νεκρών, κτερίσματα- σε πολεμιστές, μέλη της τοπικής στρατιωτικής αριστοκρατίας και χρονολογούνται μέχρι την εποχή του Αλεξάνδρου Α΄, δεν αφήνουν σχεδόν καμία αμφιβολία ότι τα πρόσωπα αυτά συνδέονται με το πρόγραμμα του Αρχελάου, ίσως και των προκατόχων του βασιλέων, δηλαδή του Αλκέτα Α΄ (ΣΤ΄ αιώνας) και Αμύντα Α΄ (περ. 540-498 π.Χ.) καθώς και ότι οι προσπάθειες για τη δημιουργία και την οργάνωση του μακεδονικού στρατού χρονολογούνται αρκετά χρόνια πριν από τον Φίλιππο τον Β΄.

Βέβαια, το μακεδονικό πεζικό, τόσο από αριθμητική όσο και από οργανωτική άποψη, δεν είχε -και δεν μπορούσε να έχει- ακόμη την ισχύ που απέκτησε αργότερα χάρη στον Φίλιππο τον Β΄, ο οποίος καθιέρωσε την γενική στρατιωτική θητεία. Οπωσδήποτε όμως η ιδέα της οργανώσεώς του με βάση την αντίληψη που προαναφέρθηκε, αποτελεί ένα αναμφισβήτητο στοιχείο για την αξιολόγηση του Αλεξάνδρου ως ενός εξαιρετικά ικανού ηγεμόνα. Αυτό γίνεται καλύτερα αντιληπτό, εάν αναλογισθεί κανείς ότι η μακεδονική βασιλεία δεν ήταν απολυταρχική, εφόσον σημαντικό ρόλο έπαιζε η Συνέλευση του Στρατού. Ο στρατός εξέλεγε τον νέο βασιλέα ή τον επίτροπο του ανηλίκου διαδόχου από την οικογένεια των Αργεαδών και λειτουργούσε ακόμη ως δικαστήριο σε περιπτώσεις εσχάτης προδοσίας.

Λιγότερο γνωστή μας είναι η πολιτική του Αλεξάνδρου Α΄ προς τις μακεδονικές πόλεις, τις οποίες πρέπει να φανταστούμε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό εξαρτημένες από τον μονάρχη. Από τις περισσότερες από τις πόλεις αυτές μας είναι γνωστά μόνον τα ονόματα (ως πόλιες αναφέρονται π.χ. στον Ηρόδοτο οι ΄Ιχναι και η Πέλλα VII 123)· μία από τις σπουδαιότερες φαίνεται να ήταν οι ΄Ιχναι, η οποία έκοβε νομίσματα έως τον Ε΄ αιώνα. Όσον αφορά την οργάνωσή τους, μας είναι γνωστοί από τον Ησύχιο οι όροι «πελιγάνες» (s.v. πελιγάνες· οι ένδοξοι· παρά δέ Σύροις οι βουλευταί) και «ταγών αγά» (s.v. ταγόναγα· Μακεδονική τις αρχή), με τους οποίους αποδίδεται προφανώς στην πρώτη περίπτωση ένα είδος βουλής-γερουσίας, ενώ στη δεύτερη οι σπουδαιότεροι άρχοντες. Τις «γλώσσες» του Ησύχιου επιβεβαιώνουν επιγραφικά κείμενα: σε μία επιστολή π.χ. του Φιλίππου του Ε΄ προς την πόλη του Δίου, χρονολογημένη γύρω στο 180 π.Χ., αναφέρονται ως αποδέκτες ο «επιστάτης», οι «πελειγάνες» και οι «λοιποί πολίτες» (SEG XLVIII 785), ενώ σε πράξεις αγοραπωλησίας από την Τύρισσα (περιοχή Γιαννιτσών) αναφέρονται «βασιλικοί δικασταί» και «ταγοί» (SEG XLVII 999).

Για την οργάνωση ενός κράτους με την αλματώδη επέκταση, την οποία αυτό γνώρισε στην εποχή του Αλεξάνδρου του Α΄, το διάστημα των σαράντα πέντε περίπου ετών της διακυβερνήσεώς του ήταν ασφαλώς πολύ μικρό. Η εσωτερική συνοχή του κράτους ήταν ακόμα χαλαρή, διότι οι ηγεμόνες των συγγενών φύλων της Άνω Μακεδονίας δεν μπορούσαν, ασφαλώς, να αποδεχθούν πλήρως την εξουσία του Αργεάδη βασιλέα. Στα δυτικά και στα βόρεια σύνορα υπήρχαν ξένα, μη ελληνικά φύλα (οι Οδρύσες Θράκες στην πρώτη και οι Ιλλυριοί στην δεύτερη περίπτωση), τα οποία ασφαλώς σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του μακεδονικού βασιλείου. Κίνδυνος όμως υπήρχε και από το νότο, δηλαδή από την Αθήνα, στην σφαίρα επιρροής της οποίας, στο πλαίσιο της Αττικής Συμμαχίας, ανήκαν πόλεις από τα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου έως τον Ελλήσποντο. Έτσι, ζωτικά συμφέροντα της Μακεδονίας έρχονταν σε σύγκρουση με εκείνα των Αθηνών και αυτό φάνηκε ήδη από το 465 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι προσπάθησαν να καταλάβουν την περιοχή του κάτω Στρυμόνα και προχωρώντας στο εσωτερικό, υπέστησαν δεινή ήττα από τους Ηδωνούς. Στην αποτυχία αυτή των Αθηναίων συνέβαλε, κατά την άποψη πολλών ερευνητών, σημαντικά ο Αλέξανδρος.

2.2. Περδίκκας ο Β΄ (452-413 π.Χ.)
Τα εσωτερικά προβλήματα που προέκυψαν από την μεγάλη εδαφική επέκταση του μακεδονικού βασιλείου την εποχή του Αλεξάνδρου του Α΄, φάνηκαν λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του (ο οποίος συνέβη κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες), όταν την Μακεδονία κυβερνούσε ο γιος του Περδίκκας (452-413 π.Χ.): δυναστικές συγκρούσεις, αποσχιστικές κινήσεις των ηγεμόνων της Άνω Μακεδονίας, επεμβάσεις των δυνάμεων της Νότιας Ελλάδος, δηλαδή της Αθήνας και της Σπάρτης, στο πλαίσιο του Πελοποννησιακού Πολέμου αλλά και η εισβολή των Οδρυσών Θρακών συνθέτουν την πολιτική ιστορία του μακεδονικού βασιλείου στο διάστημα των σαράντα περίπου ετών που κυβέρνησε την χώρα ο Περδίκκας.

Μολονότι και στην περίπτωση του Περδίκκα του Β΄ οι πηγές που διαθέτουμε είναι σχετικά πολύ λίγες, μπορούμε να πούμε ―και αυτό αποτελεί μία γενικά αποδεκτή στην ιστορική έρευνα άποψη― ότι όλες αυτές οι δύσκολες καταστάσεις αντιμετωπίσθηκαν από τον Περδίκκα με μία αναμφισβήτητη πολιτική ευστροφία. Έτσι, κατόρθωσε να επιβληθεί έναντι των δύο ανταπαιτητών του θρόνου και αδελφών του, στους οποίους ο πατέρας του είχε παραχωρήσει τμήματα της επικρατείας του και πέτυχε με μία επαμφοτερίζουσα πολιτική απέναντι στην Αθήνα και τη Σπάρτη, συμμαχώντας πότε με τη μία και πότε με την άλλη, να διαφυλάξει την ανεξαρτησία του κράτους. Αυτό φυσικά ισχύει πολύ περισσότερο για την Αθήνα, η οποία ήθελε μία εξαρτημένη από αυτήν Μακεδονία, επειδή από εκεί εξασφάλιζε την ξυλεία, την βασική πρώτη ύλη στην οποία στηριζόταν η δύναμή της.

Από μία ορισμένη άποψη, αξίζει να παρακολουθήσει κανείς τις διάφορες μεταπτώσεις του Περδίκκα στις σχέσεις του με τους Αθηναίους κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, για να διαπιστώσει αυτή την πολιτική ευστροφία του Μακεδόνος βασιλέως, η οποία βέβαια -σε ορισμένες περιπτώσεις- δεν αρκούσε για να αντιμετωπισθούν οι εύλογες αδυναμίες της Μακεδονίας, ως ανερχομένης δυνάμεως: το 429 π.Χ. ο Βασιλιάς των Οδρυσών Θρακών Σιτάλκης εισβάλλει στη Μακεδονία, λεηλατεί αρκετές περιοχές και φθάνει έως τον Ανθεμούντα (Θουκ. ΙΙ 100), διότι προφανώς η Μακεδονία δεν έχει ακόμη αρκετές στρατιωτικές δυνάμεις. Αυτό φάνηκε και στην εκστρατεία που πραγματοποίησε ο Περδίκκας, σε συνεργασία με τον Σπαρτιάτη Βασιλέα Βρασίδα, το 423 π.Χ. εναντίον των Λυγκηστών, κατά την οποία ο Περδίκκας είχε προσλάβει Ιλλυριούς μισθοφόρους. Η εκστρατεία απέτυχε εξαιτίας της προδοσίας των Ιλλυριών μισθοφόρων (Θουκ. IV 124-125). Πάντως, ο τρόπος με τον οποίο ο Περδίκκας ο Β΄ προσεταιρίσθηκε τον ανεψιό του Θράκα Ηγεμόνα Σεύθη, στον οποίο έδωσε ως σύζυγο την αδελφή του Στρατονίκη (Θουκ. ΙΙ 101. 6) επιτυγχάνοντας έτσι την αποχώρησή του από την Μακεδονία, αποτελεί δείγμα της πολιτικής του ευστροφίας.

2.3. Aρχέλαος (413-399 π.Χ.)
Οι πολιτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη Νότιο Ελλάδα κατά την τελευταία φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου, με την εξασθένιση της Αθήνας εξαιτίας της καταστροφής στη Σικελία και τελικά την ήττα της, προπάντων όμως η παρουσία ενός ικανού μονάρχη στη Μακεδονία ήταν οι λόγοι, στους οποίους οφείλεται η εξαιρετικά σημαντική πρόοδος που παρατηρήθηκε το διάστημα αυτό στην εσωτερική της οργάνωση αλλά και σε άλλους τομείς. Δημιουργός της ήταν ο Βασιλιάς Αρχέλαος, τον οποίο ο Πλάτων χαρακτήριζε ως στυγνό τύραννο (Γοργίας, 471d, Αλκιβ. Δεύτ., 141 d, 7), ενώ ο Θουκυδίδης ως έναν δραστήριο και οξυδερκή ηγεμόνα. Για την υποδομή της χώρας (φρούρια και δρόμους) και τον εξοπλισμό καθώς και την λοιπή οργάνωση του στρατού (πεζικού και ιππικού) ο Αρχέλαος επιτέλεσε τόσα, όσα κανείς από τους οκτώ προγενεστέρους βασιλείς της Μακεδονίας, αναφέρει το πολύ σύντομο αλλά χαρακτηριστικό σχόλιο του ιστορικού (ΙΙ 100.2). Σε τί συνίστατο αυτή η αύξηση της μαχητικότητος του μακεδονικού στρατού, δεν είναι ακριβώς γνωστό. Το γεγονός ότι επρόκειτο προπάντων για δημιουργία μονάδων βαρέως οπλισμένων οπλιτών, όπως υποστηρίζεται από μερικούς νεωτέρους ιστορικούς, είναι μία πιθανή υπόθεση που διατυπώνεται με αναφορά στην οδυνηρή εμπειρία από την αδυναμία της αποτελεσματικής αντιμετωπίσεως της εισβολής του Σιτάλκη, αδυναμία που οφείλονταν στην έλλειψη επαρκούς (ποιοτικά) πεζικού (βλ. παρ.).

Ο Αρχέλαος, νόθος γιος του Περδίκκα του Β΄ που αναγνωρίσθηκε όμως ως νόμιμος νωρίς (Πλάτων, Γοργίας, 471a, Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, 43), αναγορεύθηκε βασιλεύς, παραμερίζοντας διαφόρους συγγενείς ανταπαιτητές του θρόνου, το 413 π.Χ. Στο σχετικά σύντομο διάστημα των δεκατριών χρόνων της βασιλείας του (έπεσε θύμα συνωμοσίας που είχε προσωπικά και πολιτικά κίνητρα, το 399 π.Χ.), εκτός από την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητος της χώρας, έθεσε και -έως έναν ορισμένο βαθμό- πέτυχε τρεις άλλους στόχους: τη βελτίωση της διοικητικής της οργανώσεως (παράλληλα με την εδραίωση της κεντρικής εξουσίας), την αύξηση της εξωτερικής ισχύος και προπάντων την πολιτιστική ανάπτυξη· όλα αυτά, με την προοπτική ότι η Μακεδονία μπορούσε να αποτελέσει στο εγγύς μέλλον σημαντική δύναμη με καθοριστικό ρόλο στην ελληνική πολιτική.

Ο Αρχέλαος μετέφερε, ως γνωστόν, την πρωτεύουσα του κράτους από τις Αιγές στην Πέλλα, στο δυτικό τμήμα του Θερμαϊκού κόλπου (Πρβλ. Hatzopoulos, «Strepsa», 42-43)· με διπλωματικό τρόπο απέτρεψε τον συνασπισμό των ηγεμόνων της Ελίμειας και της Λυγκηστίδος, Σίρρα και Αρραβαίου, δίνοντας την κόρη του ως σύζυγο στον πρώτο (Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1311b 13-14)· με την υποστήριξη των Αθηναίων, οι οποίοι χρειαζόταν επειγόντως την βοήθειά του με την παροχή ξυλείας, κατέλαβε το 410 π.Χ. την Πύδνα και ανταποκρινόμενος στην έκκληση βοηθείας που του απηύθυναν οι Αλευάδες (αριστοκράτες της Λάρισας) εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων, εισέβαλε στη Θεσσαλία και κατέλαβε τη Λάρισα, από την οποία αποσύρθηκε μετά την επικράτηση των Αλευάδων, διετήρησε όμως υπό την κατοχή του την Περραιβία.

Το κύρος που απέκτησε η Μακεδονία ως πολιτική δύναμη στη Νότιο Ελλάδα καταδεικνύεται, ίσως περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο, από το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, σε ψήφισμά τους του έτους 407/6 π.Χ., τιμούν τον Αρχέλαο ως Πρόξενο και Ευεργέτη, αναφέροντας εμφατικά την εξαγωγή ξυλείας που ενέκρινε ο Μακεδόνας βασιλιάς για την κατασκευή νέου στόλου (IG I3 117, SEG X 138)· καταλαβαίνει κανείς εύκολα τη σημασία της αποφάσεως, αν αναλογισθεί ότι οι Αθηναίοι, μετά την απώλεια της Αμφίπολης το 421 π.Χ., δεν είχαν πλέον καμία δυνατότητα προσβάσεως στη Μακεδονία για την προμήθεια ξυλείας και εξαρτιόταν έτσι από την βούληση του Μακεδόνα μονάρχη. Αντίθετα, μερικά χρόνια πριν, είναι αυτοί που επιβάλλουν στον Περδίκκα τους όρους τους (το 426/5 π.Χ., στον διακανονισμό των σχέσεών του με την Μεθώνη και το 423/422, στο σύμφωνο συμμαχίας που αφορά και την μονοπωλιακή παροχή ξυλείας, IG I3, 89).

Στο μοναδικό απόσπασμα του λόγου «Υπέρ Λαρισαίων» (περ. 400 π.Χ.) ο ρήτορας Θρασύμαχος από την Χαλκηδόνα, πολιτικός αντίπαλος των Αλευάδων και του Αρχελάου, χαρακτήριζε τον Μακεδόνα βασιλέα ως «βάρβαρο» («Αρχελάω δουλεύσομεν, Έλληνες όντες βαρβάρω;» [Θα είμαστε δούλοι του Αρχελάου, Έλληνες εμείς σ’ έναν βάρβαρο;], H. Diels, DieFragmentederVorsokratiker,Berlin 19526 85, B2 ). Η φόρτιση που δηλώνει η φράση αυτή του αρχαίου ρήτορα είναι τόσο εμφανής, όσο και η προκατάληψη ορισμένων σύγχρονων ιστορικών, αρνητών της ελληνικότητος των Μακεδόνων, που την επικαλούνται. Η ίδια προκατάληψη φαίνεται και στην αξιολόγηση του πολιτιστικού έργου του Μακεδόνα μονάρχη, για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω (Κεφ. ΙΙ).

2.4. Η μεγάλη κρίση (399-359 π.Χ.)
Στο χρονικό διάστημα των σαράντα ετών που μεσολάβησαν από τον θάνατο του Αρχελάου (399 π.Χ.) έως την άνοδο στον θρόνο του Φιλίππου (360 π.Χ.), το μακεδονικό βασίλειο πέρασε την σοβαρότερη κρίση της ιστορίας του. Αρκετές πτυχές αυτής της κρίσεως είναι άγνωστες ή ελλιπέστατα γνωστές, επειδή οι πληροφορίες που διαθέτουμε από (γραμματειακές κυρίως) πηγές του Δ΄ αιώνος π.Χ. ή πολύ μεταγενέστερες, είναι λίγες και σε αρκετά σημεία προβληματικές. Ωστόσο και με αυτές τις πληροφορίες γίνονται έκδηλα τα τρία κύρια χαρακτηριστικά που συνθέτουν την κρίση: η πολιτική αστάθεια εξαιτίας των δυναστικών συγκρούσεων που καταλήγουν στην ανατροπή του βασιλιά που κυβερνά (και ενίοτε στην δολοφονία του), είναι το πρώτο· σε αυτό οφείλονται τα δύο άλλα, οι επεμβάσεις υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς των Δυνάμεων της Νότιας Ελλάδος αλλά και η επεκτατική πολιτική της Ολύνθου σε βάρος του βασιλείου στο κεντρικό τμήμα του, από τη μια μεριά και οι εισβολές των Ιλλυριών, από την άλλη. Το τελευταίο ακριβώς καταδεικνύει την σοβαρότητα της κρίσεως.

Την πολιτική αστάθεια μαρτυρά ο κατάλογος των βασιλέων αυτής της περιόδου που παραδίδεται (με επιμέρους διαφορές) από χρονογράφους της Βυζαντινής Εποχής: Ορέστης (ανήλικος γιος του Αρχελάου): 399-398/7 π.Χ., Αέροπος (Επίτροπος αρχικά του Ορέστη): 398/7-395/4 π.Χ., Παυσανίας (γιος του Αερόπου) και Αμύντας Β΄, ο επονομαζόμενος Μικρός: 394/3 π.Χ., Αμύντας Γ΄: 394/3-370 π.Χ., Αργαίος: 393/392 π.Χ., Αλέξανδρος Β΄ (γιος του Αμύντα Γ΄): 370-369 π.Χ., Πτολεμαίος Αλωρίτης (επίτροπος): 368-365 π.Χ., Περδίκκας Γ΄ (γιος του Αμύντα Γ΄) : 365-360 π.Χ.

Από τους παραπάνω βασιλείς είχαν βίαιο τέλος (σύμφωνα με πληροφορίες που θεωρούνται ακριβείς) τέσσερις, με πρωτοβουλία εκείνων που τους διαδέχθηκαν: ο Παυσανίας, ο Αμύντας Β΄, ο Αλέξανδρος Β΄ και ο Πτολεμαίος Αλωρίτης. Με εξαίρεση τον Αμύντα τον Γ΄ και τον Περδίκκα τον Γ΄, που κυβέρνησαν 24 και 6 χρόνια αντιστοίχως, το διάστημα της διακυβερνήσεως των υπολοίπων κυμαίνεται από μερικούς μήνες έως τέσσερα χρόνια. Μία πυξίδα-κατάδεσμος, πιθανότατα προερχόμενη από την Βεργίνα, με την στικτή επιγραφή «ΑΡΓΕΙΩΝ ΠΑΙΣ» (SEG XLI 580), δεν αποκλείεται να συνδέεται με τις συγκρούσεις των βασιλοπαίδων του α΄ μισού του Δ΄ αιώνος π.Χ. και πρακτικές μαγείας που εφαρμόσθηκαν για την εξουδετέρωση των ανταπαιτητών. Tην αστάθεια αυτή συνοδεύουν, όπως αναφέρθηκε, οι εξωτερικές επεμβάσεις.

Αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την εισβολή των Ιλλυριών εξαιτίας της εξεγέρσεως του ανταπαιτητή του θρόνου Αργαίου, ο Αμύντας ο Γ΄, τις ικανότητες του οποίου επαινεί και ο Ισοκράτης (Αρχίδαμος, 46), ζήτησε την βοήθεια της Ολύνθου, προβαίνοντας μάλιστα σε σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις στο κεντρικό τμήμα του κράτους. Η βοήθεια τελικά δεν του δόθηκε, οι Ιλλυριοί αποσύρθηκαν, αφού τους καταβλήθηκε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό και ο Αργαίος εκδιώχθηκε με την υποστήριξη των Θεσσαλών (382 π.Χ.). Με την εύλογη διαπίστωση ότι η Όλυνθος (ακριβέστερα το Χαλκιδικό Κοινό) αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για την ίδια την υπόσταση του βασιλείου, τον οποίο δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει με τις δυνάμεις που διέθετε κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Αμύντας ζήτησε την βοήθεια της Σπάρτης. Με πρόσχημα την εφαρμογή του όρου της αυτονομίας, όπως καθοριζόταν στην Ανταλκίδειο Ειρήνη (386 π.Χ.), η Σπάρτη επενέβη τον ίδιο χρόνο (382 π.Χ.) και ύστερα από τρία χρόνια (379 π.Χ.) διέλυσε το Χαλκιδικό Κοινό. Ωστόσο, μετά την ίδρυση της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας το 377 π.Χ. και ιδιαίτερα μετά τη νίκη των Αθηναίων επί των Σπαρτιατών στη Ναυμαχία της Νάξου το 376 π.Χ., η Δύναμη που θα έχει τη δυνατότητα ―όπως και το συμφέρον― να επεμβαίνει στη Μακεδονία, θα είναι η Αθήνα. Από το 371 π.Χ., μετά τη νίκη της επί της Σπάρτης στα Λεύκτρα, θα είναι και η Θήβα.

Μερικά χρόνια αργότερα, θα επέμβουν και οι δύο Δυνάμεις στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια της νέας κρίσεως που ταλαιπώρησε τη χώρα μετά τον θάνατο του Αμύντα, το θέρος του 370 π.Χ. Εναντίον του νεαρού Αλεξάνδρου στράφηκε ως ανταπαιτητής του θρόνου κάποιος Παυσανίας· τότε η Βασιλομήτωρ Ευρυδίκη ―καταγόμενη από τον βασιλικό οίκο των Βακχιαδών της Λυγκηστίδος, η οποία, σύμφωνα με μία ανακριβή και μάλλον σκανδαλοθηρική ιστοριογραφική παράδοση (Ιουστίνος, Epit.VII.4.7-5.8), οργάνωσε με τον σύζυγο της κόρης της Ευρυνόης, Πτολεμαίο Αλωρίτη, την δολοφονία του γιου της και ικανού βασιλιά Αλεξάνδρου Β΄ (369 π.Χ.)― κάλεσε σε βοήθεια από την Αμφίπολη τον Αθηναίο Στρατηγό Ιφικράτη, ο οποίος εξεδίωξε τον Παυσανία (Αισχίνης, Περί παραπρεσβείας, 26-29). Η επέμβαση του Αλεξάνδρου το επόμενο έτος στη Θεσσαλία, μετά από έκκληση των Αλευάδων της Λαρίσης και η συνακόλουθη εκστρατεία του Πελοπίδα οδήγησαν σε συνθηκολόγηση με την Θήβα και την παραλαβή ομήρων, μεταξύ των οποίων και του νεαρού αδελφού του Αλεξάνδρου (και κατοπινού βασιλιά), Φιλίππου. Μετά τη δολοφονία του Αλεξάνδρου και την ανάληψη της εξουσίας από τον Πτολεμαίο Αλωρίτη (ως Επιτρόπου του Περδίκκα Γ΄), η Θήβα αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο σε ρυθμιστικό παράγοντα της μακεδονικής πολιτικής: οι Θηβαίοι, εκμεταλλευόμενοι την αντιπαράθεση του Πτολεμαίου με τους Αθηναίους εξαιτίας των αξιώσεών τους στην Αμφίπολη, συνάπτουν συμμαχία παίρνοντας συγχρόνως ως όμηρο στη Θήβα τον γιο του, Φιλόξενο.

Από την εποχή του Αμύντα του Γ΄, όταν οι Ιλλυριοί αποχώρησαν έναντι χρηματικού ποσού, η Μακεδονία θα γίνει φόρου υποτελής στο γειτονικό φύλο. Προκειμένου να δοθεί τέλος στην υποτιμητική αυτή σχέση, ο Βασιλιάς Περδίκκας ο Γ΄ εξεστράτευσε εναντίον των Ιλλυριών. Στη μάχη που ακολούθησε, το 360 π.Χ., σκοτώθηκε ο ίδιος και 4.000 Μακεδόνες (Διόδωρος, XVI 2, 4-5). Η οδυνηρή ήττα σήμανε την αποκορύφωση της κρίσεως: ένα μεγάλο τμήμα της Άνω Μακεδονίας περιήλθε στους Ιλλυριούς, οι Παίονες εισέβαλαν στη χώρα, ενώ τρεις ανταπαιτητές του θρόνου (ο Παυσανίας, που είχε εκδιωχθεί από τον Πτολεμαίο Αλωρίτη, ο Αργαίος, που είχε παραμερίσει για μικρό χρονικό διάστημα τον Αμύντα τον Γ΄ και κάποιος Αρχέλαος, πρεσβύτερος γιος του Αμύντα του Γ΄ από τον πρώτο του γάμο) διεκδικούσαν την εξουσία. Σε αυτήν την εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, ήταν ευτύχημα ότι την διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ως Επίτροπος του ανηλίκου διαδόχου Αμύντα, ο 22 ετών Φίλιππος, γιος του Αμύντα του Γ΄. Δεν έσωσε μόνο την Μακεδονία από τη διάλυση που την απειλούσε αλλά και άλλαξε ριζικά την πορεία της ιστορίας της, όπως και την πορεία ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας.

2. 5. Φίλιππος ο Β΄(360-336 π.Χ.)
H άνοδος της Μακεδονίας από την κατάσταση της πολιτικής αστάθειας (και της παρεπόμενης εξαρτήσεως) στην πρώτη ελληνική δύναμη, ως επίτευγμα του Φιλίππου, αποτελεί, ως γνωστόν, ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα του καθοριστικού ρόλου της μεγάλης προσωπικότητος στην Ιστορία. Σαφείς πολιτικοί στόχοι, ακαταπόνητη δραστηριότητα για την επίτευξή τους, οργανωτικό ταλέντο, επιδεξιότητα της πολιτικής συμπεριφοράς προς υπηκόους και αντιπάλους, πνευματική ευστροφία (στην οποία δεν έλειπε το χιούμορ) είναι τα αναμφισβήτητα γνωρίσματα του Φιλίππου ως μεγάλης προσωπικότητος, αναμφισβήτητα και για τον λόγο ότι τα ομολογεί, με τον δικό του τρόπο, ο κορυφαίος αντίπαλός του Δημοσθένης. Εξάλλου, ο σύγχρονός του ιστορικός Θεόπομπος από τη Χίο χαρακτήριζε (στο έργο του «Μακεδονικά» που δυστυχώς δεν έχει σωθεί) τον Φίλιππο ως τον μεγαλύτερο πολιτικό άνδρα της Ευρώπης (FGrH 115 F27). Σύμφωνα με τη σύντομη φράση την οποία παραθέτει ο Πολύβιος (VIII.9, 1), «ποτέ η Ευρώπη δεν ανέδειξε τέτοιον άνδρα, σαν τον γιο του Αμύντα, τον Φίλιππο».

Η Μακεδονία έπρεπε αλλά και μπορούσε -με τις προϋποθέσεις που είχε (πολυάριθμο έμψυχο δυναμικό και αρκετές πρώτες ύλες)- να γίνει ισχυρή Δύναμη, πρώτα-πρώτα για να αποτρέψει αποτελεσματικά στο μέλλον τις εισβολές των γειτονικών φύλων, από τις οποίες είχε οδυνηρές εμπειρίες· δεύτερον, για να επιτύχει την κρατική της συνοχή, με την κατάλυση του Χαλκιδικού Κοινού και την ενσωμάτωση των πόλεων της Πύδνας και Μεθώνης, που βρίσκονταν και αυτές στο κεντρικό τμήμα της καθώς και της Αμφίπολης (το 357 π.Χ.)· και με όλα αυτά να παίξει ηγετικό ρόλο στη Νότιο Ελλάδα, τον οποίο καθιστούσε δυνατό ―αλλά και αναγκαίο― η πολιτική αδυναμία των ελληνικών πόλεων-κρατών· εξαιτίας αυτής της αδυναμίας, ο Πέρσης μονάρχης διατηρούσε τον ρυθμιστικό ρόλο των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων που είχε αποκτήσει με την Ανταλκίδειο Ειρήνη, το 386 π.Χ. Οι τρεις αυτοί στόχοι, εύλογοι από τις εμπειρίες της εποχής, καθορίζουν, με τη σειρά που αναφέρθηκαν, τη δράση του Φιλίππου στο διάστημα των είκοσι τεσσάρων ετών της βασιλείας του.

Τις ηγετικές του ικανότητες επέδειξε ο Φίλιππος μόλις ανέλαβε την εξουσία, την χρονιά της μεγάλης κρίσεως (360/359 π.Χ.): πέτυχε την αποχώρηση των Παιόνων έναντι χρηματικού ποσού, ενώ με τον ίδιο τρόπο έπεισε τους Θράκες να αποσύρουν την υποστήριξή τους από τον ανταπαιτητή του θρόνου Παυσανία (Διόδ. XVI 3, 4). από τους δύο άλλους, τον μεν Αρχέλαο συνέλαβε και θανάτωσε, ενώ τον Αργαίο, που εισέβαλε με την βοήθεια των Αθηναίων στη Μακεδονία φθάνοντας από τη Μεθώνη έως τις Αιγές (Διόδ. XVI 2, 5-6), νίκησε με αιφνιδιαστική επίθεση. Με 10.000 άνδρες πεζούς και 600 ιππείς εισέβαλε τον επόμενο χρόνο στην Ιλλυρία ( Διοδ. XVI 4, 3) και με μία αποφασιστικής σημασίας νίκη έγινε κύριος όλης της Άνω Μακεδονίας, έτσι ώστε τα μακεδονικά φύλα της περιοχής να υπαχθούν διοικητικά πλήρως στο μακεδονικό κράτος (Διόδ. XVI 4,7· 8, 1). Σε χρονικό διάστημα λιγότερο από δύο έτη, η έκταση και ο πληθυσμός του βασιλείου διπλασιάσθηκαν. Δύο χρόνια αργότερα, το 356 π.Χ., ο Φίλιππος παίρνει τον τίτλο του βασιλέως (με τη συναίνεση του Αμύντα, που αποσύρεται στην ιδιωτική ζωή).

Με επιτυχείς εκστρατείες που έλαβαν χώρα στα επόμενα είκοσι χρόνια και ενώ ο Φίλιππος είχε εμπλακεί στην αναμέτρηση με την Αθήνα, η μακεδονική επικυριαρχία εδραιώθηκε σε ολόκληρη την Βαλκανική: η άμεση εξάρτηση (από το 356 π.Χ.) των Παιόνων από το μακεδονικό κράτος (αργότερα μετέχουν στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου), η ίδρυση της Ηράκλειας (σημ. Μοναστήρι) στη Λυγκηστίδα το 344 π.Χ., των Φιλίππων το 356 π.Χ. και της Φιλιππούπολης το 342/1 π.Χ., η επέκταση της μακεδονικής επιρροής στα παράλια της Θράκης έως τον Ελλήσποντο (351 π.Χ.), η κατάληψη της Ολύνθου το 348 π.Χ. και οι νίκες εναντίον των Σκυθών και των Τριβαλλών κατά την εκστρατεία στον Δούναβη (339 π.Χ.) είναι τα χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της ανόδου, που επιτελείται από έναν λαό με την αντοχή και την αυτοπεποίθηση την οποία δημιουργεί η παρουσία ενός ικανού ηγέτη, όταν μάλιστα αυτός μοιράζεται όλες τις κακουχίες του πολέμου. Με την άνοδο στον θρόνο της Ηπείρου του γαμπρού του Φιλίππου Αλεξάνδρου, αδελφού της συζύγου του Ολυμπιάδος, το 342 π.Χ. και τη νίκη κατά των Φωκέων τον ίδιο χρόνο, η μακεδονική επιρροή έφθανε από τις ακτές της Αδριατικής έως τον Ελλήσποντο και από τον Δούναβη ως τις Θερμοπύλες. Τέσσερα χρόνια αργότερα, με τη νίκη στη Χαιρώνεια (τον Σεπτέμβριο του 338 π.Χ.) κατά των Αθηναίων και των Θηβαίων, η Μακεδονία έγινε η μόνη ηγετική δύναμη στην Ελλάδα. Ήταν το αναμενόμενο επακόλουθο των επιτυχιών του Φιλίππου, που σύμφωνα με την αντίληψη του Μακεδόνος βασιλέως και της φιλομακεδονικής παρατάξεως στην Αθήνα (από το 346 π.Χ.), δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη σύγκρουση. Η εξέλιξη αυτή οφειλόταν στην αντίθετη αντίληψη ή ακριβέστερα ιδεολογία, η οποία υποστηριζόταν από την αντιμακεδονική παράταξη και προβαλλόταν με το ρητορικό ταλέντο του κορυφαίου εκπροσώπου της, Δημοσθένη.

Στην ιδεολογία αυτή, κατά την οποία η Αθήνα μπορούσε να ανακτήσει τον ηγετικό ρόλο που είχε ενάμιση αιώνα πριν, αντίκειτο η πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε με την εμφάνιση του Φιλίππου. Με την αναδιοργάνωση του στρατού που πραγματοποίησε ο Μακεδόνας βασιλιάς (καθιέρωση της γενικής στρατιωτικής θητείας, δημιουργία της φάλαγγος των σαρισοφόρων οπλιτών, συνδυασμός των διαφόρων όπλων, επιλογή ικανών ηγετικών στελεχών από όλες τις περιοχές της χώρας), σε συνδυασμό με την αυτοπεποίθηση του λαού και την αποτελεσματικότητα του ηγέτη όπως και τα άφθονα οικονομικά μέσα, αυτός ο ηγετικός ρόλος ανήκε στην ανερχόμενη νέα ελληνική δύναμη του Βορρά.

Το γεγονός ότι παρ’ όλα αυτά ο Δημοσθένης και οι ομοϊδεάτες του πολιτικοί υποστήριζαν την άκαμπτη αντίσταση, είχε -εκτός από την ιδεολογική φόρτιση- και ένα ρεαλιστικό στοιχείο, που προερχόταν από τη γνώση της ιστορίας της Μακεδονίας. Αν η προκοπή της χώρας εξαρτιόταν από την παρουσία του ικανού βασιλέα και ο Μακεδόνας βασιλιάς έπεφτε θύμα δολοφονίας, οι Αθηναίοι έπρεπε να αντισταθούν, προσδοκώντας σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της χώρας. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Δημοσθένης με την είδηση της δολοφονίας του Φιλίππου (το 336 π.Χ.) εμφανίσθηκε με το λευκό ένδυμα της χαράς, μολονότι λίγο πριν είχε πεθάνει η κόρη του (Αισχίνης, Κατά Κτησιφώντος, 77, Πλούταρχος, Δημοσθένης, 22.1-2.). Εκείνο που δεν μπορούσε ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος να προβλέψει, ήταν ότι ο νέος Μακεδόνας βασιλιάς θα αναδεικνύονταν σε μία από τις μεγαλύτερες ηγετικές προσωπικότητες της Ιστορίας.

Η πολιτική της άκαμπτης αντιστάσεως αυτή καθ’ εαυτή όμως, εκτός από τις δυσκολίες που εμφάνιζε στην εφαρμογή της ―με την ιδεολογία της αναβιώσεως της αθηναϊκής ηγεμονίας, η οποία την χαρακτήριζε― δεν αποτελούσε λύση στην πολιτική κρίση του ελληνικού κόσμου τον Δ΄ αιώνα. Εποικοδομητική λύση αποτελούσε, αντίθετα, η σύλληψη της ιδέας της «Ελληνικής Ομοσπονδίας» (Κοινόν των Ελλήνων), η οποία ιδρύθηκε από τον Φίλιππο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, κατά το Συνέδριο της Κορίνθου (337 π.Χ.). Ηγετική ―πολιτικά και στρατιωτικά― δύναμη θα ήταν η Μακεδονία και πολιτισμικό της κέντρο η Αθήνα (που διατηρούσε επίσης τη ναυτική της ισχύ), ενώ οι άλλες πόλεις-κράτη θα εξακολουθούσαν να έχουν την αυτονομία τους. Στην ελληνική αυτή ομοσπονδία συμπεριλαμβάνονταν επίσης οι πόλεις της Μικράς Ασίας, που θα απελευθερώνονταν από την περσική κυριαρχία με την Πανελλήνια Εκστρατεία, η οποία διακηρύχθηκε επίσης στο Συνέδριο της Κορίνθου. Παρά τις διαφορετικές εξελίξεις που συνέβησαν αργότερα με τον Μέγα Αλέξανδρο, αυτή η «Ελληνική Ομοσπονδία» αποτέλεσε (ως οργανωτικό σχήμα) «σημείο αναφοράς» για τους κατοπινούς Μακεδόνες βασιλείς στη διαμόρφωση της πολιτικής τους προς τη Νότιο Ελλάδα.

2. 6. Η Μακεδονία από την έναρξη της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως το τέλος των Πολέμων των Διαδόχων (335-277 π.Χ.)
2.6.1. Αντίπατρος (335-319 π.Χ.), Κάσσανδρος (319-297 π.Χ.), Δημήτριος ο Πολιορκητής (294-287 π.Χ. ), Λυσίμαχος (287-281 π.Χ.)
Τη διακυβέρνηση της Μακεδονίας κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Ανατολή ανέλαβε, ως Τοποτηρητής του θρόνου, ο στρατηγός του Φιλίππου (και ένας από τους βασικούς υποστηρικτές του Αλεξάνδρου κατά την άνοδό του στον θρόνο) Αντίπατρος, με διττή αποστολή: την διατήρηση της πολιτικής ομαλότητος στην Ελλάδα με την αποτελεσματική αντιμετώπιση κάθε ενδεχόμενης αντιμακεδονικής κινήσεως και την αποστολή νέων στρατιωτικών δυνάμεων, που θα απαιτούνταν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Η μοναδική αντιμακεδονική κίνηση που πραγματοποιήθηκε, προήλθε από τη Σπάρτη και τον Βασιλέα της Άγι και στηρίζονταν στην ανάμνηση του παλαιού μεγαλείου της πόλεως. Η κίνηση αυτή κατεστάλη σχετικά εύκολα από τον Αντίπατρο, με τη νίκη του στην μάχη της Μεγαλόπολης (331 π.Χ.). Πολύ σοβαρότερη ήταν η εξέγερση με κέντρο την Αθήνα, γνωστή με το όνομα «Λαμιακός Πόλεμος», που εκδηλώθηκε μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323/322 π.Χ.). Η εξέγερση κατεστάλη από τον Αντίπατρο με τη βοήθεια των στρατηγών του Αλεξάνδρου, Κρατερού και Λεοννάτου. Την καταδικασμένη σε αποτυχία αμφισβήτηση της μακεδονικής επικυριαρχίας πλήρωσε η Αθήνα, με την καταστροφή του στόλου της στη Ναυμαχία της Αμοργού και την κατάλυση της ριζοσπαστικής Δημοκρατίας αλλά και ο Δημοσθένης με τη ζωή του (αυτοκτόνησε για να μην συλληφθεί, το 422 π.Χ.).

Στα σαράντα τέσσερα περίπου χρόνια που πέρασαν από τον θάνατο του Αντιπάτρου (319 π.Χ.) έως την άνοδο στον θρόνο του Αντιγόνου Γονατά (277 π.Χ.), η Μακεδονία έζησε μία δεύτερη μεγάλη κρίση της πολιτικής ιστορίας της με όλα τα παρεπόμενα δεινά. Η χώρα, ο βασιλιάς και ο στρατός της οποίας μόλις μία δεκαετία πριν είχαν αλλάξει, με την κατάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας, τον πολιτικό χάρτη του αρχαίου κόσμου, υπέφερε περισσότερο από οιανδήποτε άλλη κατά τη διάρκεια των πολέμων που διεξήχθησαν μεταξύ Μακεδόνων στρατηγών, πρώην συμπολεμιστών στη μεγάλη εκστρατεία.

Στην πρώτη φάση των πολέμων αυτών, κατά τη σύγκρουση μεταξύ του Πολυπέρχοντος, παλαιού στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου (που διορίσθηκε από τον Αντίπατρο στη θέση του τοποτηρητή του θρόνου, αλλά αποδείχθηκε πολιτικά ανεπαρκής) και του γιου του Αντιπάτρου, Κασσάνδρου και σε διάστημα έντεκα ετών εξοντώθηκε ολόκληρη η βασιλική οικογένεια: πρώτα ο νόμιμος βασιλιάς Φίλιππος Δ΄ Αρριδαίος και η σύζυγός του Ευρυδίκη, ύστερα από απαίτηση της μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ολυμπιάδος, που είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο του Πολυπέρχοντα (319 π.Χ.)· κατόπιν σειρά είχε η Ολυμπιάδα, την οποία απέκλεισε στην Πύδνα ο Κάσσανδρος, που κυβερνούσε ήδη από τότε την Μακεδονία με καταδικαστική απόφαση της Συνελεύσεως του Στρατού, το 316 π.Χ. Από τον Κάσσανδρο θανατώθηκαν έξι χρόνια αργότερα για πολιτικούς λόγους, εξαιτίας δηλαδή των δικαιωμάτων που είχαν στον μακεδονικό θρόνο, η σύζυγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ρωξάνη και ο γιος του Αλέξανδρος Δ΄. Τέλος, από τον Πολυπέρχοντα ―σύμφωνα με επιθυμία του Κασσάνδρου― θανατώθηκαν το 309 π.Χ. ο γιος του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την Περσίδα Βαρσίνη, Ηρακλής καθώς και η μητέρα του.

Πολιτική σταθερότητα απέκτησε η Μακεδονία στα χρόνια της διακυβερνήσεως του ―αναμφίβολα ικανού― Κασσάνδρου (319-297 π.Χ.). Για πολιτικούς λόγους, ο Κάσσανδρος νυμφεύθηκε την ετεροθαλή αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκη· το όνομά της έδωσε στην πόλη που ίδρυσε, το 316/5 π.Χ., στον μυχό του Θερμαϊκού. Η ίδρυση της Θεσσαλονίκης και της Κασσανδρείας (στη θέση της Ποτίδαιας) δείχνουν την πολιτική του οξυδέρκεια. Επιτυχής υπήρξε εξάλλου και η εκστρατεία του εναντίον των Ιλλυριών. Ακολουθώντας το παράδειγμα των άλλων Διαδόχων, ο Κάσσανδρος έλαβε το 306 π.Χ. τον τίτλο του βασιλέως· ήδη όμως είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος της επιρροής του στη Νότιο Ελλάδα, μετά την επέμβαση σ’ αυτήν του Δημητρίου του Πολιορκητού, γιου του Αντιγόνου (του επονομαζομένου Μονόφθαλμου), που είχε υπό την εξουσία του τη Μικρά Ασία. Με την εδραίωση της κυριαρχίας του στη Νότιο Ελλάδα (το 303/2 π.Χ. επεδίωξε μάλιστα την αναβίωση της «Ελληνικής Ομοσπονδίας»), ο Δημήτριος ο Πολιορκητής έμελλε να γίνει ο κατοπινός βασιλέας της Μακεδονίας.

Αυτό το πέτυχε χάρη στην δυναστική διαμάχη μεταξύ των δύο νεωτέρων γιων του Κασσάνδρου, Αντιπάτρου και Αλεξάνδρου, που ξέσπασε μετά τη σύντομη διακυβέρνηση (διάρκειας μόνο λίγων μηνών) του πρεσβυτέρου γιου και διαδόχου του Κασσάνδρου, Φιλίππου Δ΄(297 π.Χ.). Η διαμάχη προήλθε από την άρνηση του Αντιπάτρου να δεχθεί την διαίρεση του βασιλείου που πρότεινε η μητέρα του Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη δολοφονήθηκε από τον Αντίπατρο, ο οποίος λίγο αργότερα κατέφυγε στον Λυσίμαχο, τον βασιλιά της Θράκης, αφού προηγουμένως ο Αλέξανδρος είχε καλέσει σε βοήθεια τον Δημήτριο τον Πολιορκητή και τον Πύρρο. Μετά την αποχώρηση του Πύρρου (με την απόσπαση από την Μακεδονία της Ακαρνανίας, της Τυμφαίας και της Αμβρακίας ως αμοιβή για την επέμβασή του) ήλθε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Επιστρέφοντας στη Νότιο Ελλάδα εφόσον η επέμβασή του δεν ήταν αναγκαία, δολοφόνησε στη Λάρισα τον Αλέξανδρο, ο οποίος τον είχε συνοδεύσει έως εκεί και αμέσως μετά αναγορεύθηκε βασιλιάς της Μακεδονίας, το 294/3 π.Χ. Η αυταρχική συμπεριφορά του Δημητρίου και η χλιδή της προσωπικής του ζωής προκάλεσαν το δημόσιο αίσθημα, πράγμα που έδωσε στον Πύρρο και στον Λυσίμαχο την αφορμή να συνασπισθούν εναντίον του και να επέμβουν στη Μακεδονία. Στη Βέροια ο στρατός του Δημητρίου προσχώρησε στον Πύρρο. Ο Δημήτριος αναγκάσθηκε τότε να φύγει από την Μακεδονία και η χώρα μοιράσθηκε μεταξύ του Πύρρου και του Λυσιμάχου. Ως βασιλιάς της Μακεδονίας για τα έξι επόμενα χρόνια (287-281 π.Χ.) αναφέρεται ο Λυσίμαχος, με εντολή του οποίου είχε δολοφονηθεί ο Αντίπατρος.

2.6.2. Πτολεμαίος Κεραυνός. Η εισβολή των Κελτών (280-278 π.Χ.)
Η δραματική περιπέτεια αρχίζει το 281 π.Χ., μετά την ήττα και τον θάνατο του Λυσιμάχου στο Κουροπέδιον της Μικράς Ασίας. Ο νικητής Σέλευκος πέρασε τον Ελλήσποντο με προορισμό την πατρίδα του Μακεδονία, δολοφονήθηκε όμως από τον Πτολεμαίο Κεραυνό, γιο του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Α΄ (από την Ευρυδίκη, κόρη του Αντιπάτρου και αδελφή του Κασσάνδρου), που ζούσε, μετά από ρήξη με τον πατέρα του στο ζήτημα της διαδοχής, στο περιβάλλον του Σελεύκου. Με την υποστήριξη του στρατού, η οποία οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι είχε εκδικηθεί τον θάνατο του Λυσιμάχου, ο Πτολεμαίος Κεραυνός έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας, το 280 π.Χ. Λίγους μήνες αργότερα, εισέβαλαν στη Μακεδονία οι Κέλτες. Την δεινή ήττα (στην οποία έχασε τη ζωή του ο Κεραυνός) ακολούθησε μία μακρά δοκιμασία για τη χώρα, διάρκειας δύο περίπου ετών: τις επιδρομές των Κελτών στην ύπαιθρο μπόρεσε να αντιμετωπίσει -έως έναν ορισμένο βαθμό- ο Στρατηγός Σωσθένης, ο οποίος όμως αρνήθηκε να γίνει βασιλιάς. Μετά τον θάνατό του, το 278/277 π.Χ., η χώρα περιήλθε (με τέσσερις ανταπαιτητές του θρόνου) σε πλήρη αναρχία, στην οποία έδωσε τέλος, μετά την περιφανή νίκη του κατά των Κελτών στη Λυσιμάχεια (Θράκη), ο Αντίγονος Γονατάς, γιος του Δημητρίου του Πολιορκητού, που αναδείχθηκε σε έναν από τους ικανοτέρους βασιλείς της Μακεδονίας.

2.7. Αντίγονος Γονατάς (277-239 π.Χ.)
Ο Αντίγονος Γονατάς (η προέλευση του προσωνυμίου δεν είναι ακριβώς γνωστή) κυβέρνησε τριάντα οκτώ χρόνια, από το 277 έως το 239 π.Χ. Στο χρονικό αυτό διάστημα, η Μακεδονία αποτελούσε μία από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις της Ελληνιστικής Εποχής (οι δύο άλλες ήταν το κράτος των Σελευκιδών και η Πτολεμαϊκή Αίγυπτος). Η επιτυχία στον ρόλο αυτό -και φυσικά η ανασυγκρότηση της χώρας που προϋποθέτει- οφείλεται κυρίως στην προσωπικότητα του βασιλέως. Η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, εάν ληφθεί υπόψη ότι η «ισορροπία δυνάμεων» της εποχής ήταν, εξαιτίας των διαφορών και των συγκρούσεων που αυτές συνεπαγόταν ως προς τις σφαίρες επιρροής, επισφαλής από τη μια μεριά και από την άλλη, ότι η Μακεδονία είχε χάσει κατά τη διάρκεια των Πολέμων των Διαδόχων, όπως και κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή, ένα σημαντικό μέρος από το πολυτιμότερο στοιχείο που διέθετε, το έμψυχο δυναμικό της.

Με το κύρος του νικητή, ο Αντίγονος Γονατάς αποκατέστησε την τάξη στο εσωτερικό (μεταξύ των άλλων και με την κατάλυση του τυραννικού καθεστώτος που είχε επιβάλει κάποιος Απολλόδωρος στην Κασσάνδρεια) και επανέφερε στην επικυριαρχία της Μακεδονίας τη Θεσσαλία και την Παιονία, όπου ίδρυσε κοντά στον Αξιό την πόλη Αντιγόνεια (Στέφανος Βυζάντιος, λ. Αντιγόνεια, πρβλ. F. Papazoglou, Les Villes, 324). Ωστόσο λίγο αργότερα, κατά τη νέα εισβολή του Πύρρου στη Μακεδονία (275/4 π.Χ.), ο Αντίγονος νικήθηκε. Ο Πύρρος κατέλαβε μάλιστα τις Αιγές, όπου οι Κέλτες μισθοφόροι του λεηλάτησαν τους τάφους των Μακεδόνων βασιλέων (Διόδ., XXII.12, Πλούτ., Πύρρος, XXVI 6) ―καταστροφή με την οποία συνδέεται και η κατάσταση των επιτυμβίων, τα οποία βρέθηκαν διάσπαρτα στην επίχωση Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα. Κέλτες μισθοφόρους χρησιμοποιούσε όμως και ο Αντίγονος· κύριο, ωστόσο, στήριγμά του ήταν ο στόλος, με τον οποίο διετήρησε υπό την κατοχή του την Θεσσαλονίκη και άλλες παραλιακές πόλεις.

Τον ρόλο της μεγάλης δυνάμεως υπό τον Αντίγονο Γονατά παίζει η Μακεδονία, αφ’ ότου εξέλιπε η προερχομένη από τις επεμβάσεις του βασιλιά της Ηπείρου απειλή. Μετά τον θάνατο του Πύρρου στο Άργος, το 272 π.Χ., ο στρατός του προσχώρησε στον Αντίγονο και αποκαταστάθηκε η μακεδονική επιρροή στη Νότιο Ελλάδα. Με τον ρεαλισμό που τον διέκρινε -και τον επέβαλλαν άλλωστε οι περιστάσεις- ο Αντίγονος δεν έθιξε την ανεξαρτησία της Ηπείρου, αναθέτοντας την διακυβέρνησή της στον πρεσβύτερο γιο του Πύρρου και για την επιρροή του στη Νότιο Ελλάδα διετήρησε μόνον τις μακεδονικές φρουρές σε τρεις στρατηγικής σημασίας θέσεις (Δημητριάδα, Κόρινθο και Χαλκίδα). Η αυτονομία των πόλεων δεν εθίγη. σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις και για ειδικούς τοπικούς λόγους, υποστηρίχθηκαν εμμέσως τυρρανικά καθεστώτα. Με την επικράτησή του στον λεγόμενο Χρεμωνίδειο Πόλεμο (267-261 π.Χ.), που διενεργήθηκε από την Αθήνα και τη Σπάρτη (IG II2 686-687) με την υποστήριξη του Βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου του Β΄ Φιλαδέλφου και τη νίκη του Αντιγόνου κατά του τελευταίου στη Ναυμαχία της Κου (πιθανόν το 255 π.Χ.), η μακεδονική επιρροή στη Νότιο Ελλάδα (ηπειρωτική και νησιωτική) φαινόταν ότι είχε εδραιωθεί.

Οι κατοπινές εξελίξεις δε δικαίωσαν την εντύπωση αυτή. Μετά την εισβολή του βασιλιά της Ηπείρου στην Άνω Μακεδονία, που αποκρούσθηκε από τον γιο του Αντιγόνου, Δημήτριο και την εξέγερση του ανεψιού του Αντιγόνου, Αλεξάνδρου, στη Νότιο Ελλάδα (κατά την οποία αποσπάσθηκαν έως τον θάνατό του η Κόρινθος και η Χαλκίδα, το 249-245 π.Χ.), η Μακεδονία αντιμετώπισε την πολιτική δυναμική του σχηματισμού των Συμπολιτειών -με την ιδεολογική αντίθεση προς τη μοναρχία που την χαρακτήριζε- ανεπιτυχώς, εξαιτίας της ανεπάρκειας του στρατιωτικού της δυναμικού: το 243 π.Χ. ο Άρατος από την Σικυώνα, γιος πολιτικού φίλου του Αντιγόνου, απέσπασε με προδοσία την Κόρινθο, η οποία έγινε μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Η φρουρά της πόλεως που την παρέδωσε στον Άρατο, ήταν μισθοφόροι του Αντιγόνου από την Συρία, οι οποίοι τάχθηκαν κατά του βασιλιά της Μακεδονίας μετά τις νίκες του Πτολεμαίου Γ΄ κατά του Σελεύκου Β΄ στον Τρίτο Συριακό Πόλεμο, το 246-241 π.Χ. (Ο Αντίγονος Γονατάς ήταν σύμμαχος των Σελευκιδών από το 276 π.Χ., όταν πήρε ως σύζυγο την αδελφή του Αντιόχου του Β΄, Φίλα).

Ο Αντίγονος Γονατάς απεβίωσε το 239 π.Χ. σε ηλικία 80 ετών, αφού όρισε διάδοχό του τον γιο του Δημήτριο. Στην ελληνική -και μπορούμε να πούμε στην ευρωπαϊκή ιστορία- είναι προπάντων γνωστός για την αντίληψη που είχε περί βασιλικής εξουσίας (και γενικά για την εξουσία), ότι είναι «ένδοξος δουλεία» (Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, ΙΙ 20) ή σε άλλη διατύπωση, ότι ο βασιλιάς είναι υπηρέτης του λαού. Εκφραστής της ιδίας αντιλήψεως υπήρξε, ως γνωστόν, στη νεώτερη εποχή ο Βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος ο Μέγας.

2.8. Δημήτριος Β΄ (239-229 π.Χ.), Αντίγονος Δώσων (229-221 π.Χ.)
Επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, στη Νότιο Ελλάδα κατά των Αιτωλών και στο Βορρά εναντίον των Δαρδάνων, καλύπτουν το χρονικό διάστημα των δέκα ετών της βασιλείας του Δημητρίου (239-229 π.Χ.) και καταδεικνύουν τις συνέπειες που είχε η αδυναμία της Μακεδονίας να επιβληθεί στο νέο περιβάλλον: οι επεκτατικές βλέψεις της Αιτωλικής Συμπολιτείας στην Ακαρνανία προκαλούν την πολιτική προσέγγιση της Ηπείρου στη Μακεδονία, στο πλαίσιο της οποίας ο Δημήτριος παίρνει ως σύζυγο την Πριγκίπισσα Φθία, κόρη του Βασιλιά Αλεξάνδρου του Β΄. Οι Αιτωλοί, από την άλλη, στρέφονται εναντίον της Μακεδονίας υποστηριζόμενοι από τους Αχαιούς (που εισβάλλουν στην Αττική) και αποσπούν από την μακεδονική επικυριαρχία τμήματα της Θεσσαλίας. Απασχολημένος με τη Νότιο Ελλάδα, ο Δημήτριος εγκαταλείπει την Ήπειρο (με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί εκεί εξέγερση κατά της βασιλικής οικογενείας, που οδήγησε στην πτώση της). Η εισβολή των Δαρδάνων στην Παιονία ανάγκασε τον Δημήτριο να συνάψει συμμαχία με τους Ιλλυριούς, οι οποίοι, νικώντας τους Αιτωλούς, εισέβαλαν στην Ακαρνανία και κατέλαβαν την οχυρή θέση Μεδεών (Πολύβιος, ΙΙ 2.5-6). Η εξέλιξη αυτή είναι πρωτίστως συνέπεια της πολιτικής μυωπίας των δύο Συμπολιτειών, της Αιτωλικής και της Αχαϊκής, μιας πολιτικής μυωπίας η οποία συνεπαγόταν ξένες επεμβάσεις, καθιστώντας δύσκολη και ενίοτε αδύνατη την προοπτική μιας σταθερής, επιβαλλομένης από το γενικό συμφέρον, συνεργασίας με την Μακεδονία.

***

Την διακυβέρνηση της χώρας μετά τον θάνατο του Δημητρίου ανέλαβε, ως Επίτροπος του γιου του Φιλίππου, ο Αντίγονος ο επικαλούμενος Δώσων (γιος του Δημητρίου του Καλού, βασιλέα της Κυρήνης, ετεροθαλούς αδελφού του Αντιγόνου Γονατά).

Αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Αντίγονος Δώσων επανέφερε στην μακεδονική επικυριαρχία τις περιοχές της Θεσσαλίας που είχαν αποσπασθεί από τους Αιτωλούς και απέκρουσε την εισβολή των Δαρδάνων, επιτυχίες, χάρη στις οποίες αναγορεύθηκε βασιλιάς, αφού νυμφεύθηκε τη χήρα του Δημητρίου Φθία. Το σημαντικότερο επίτευγμά του, όμως, στάθηκε η αποκατάσταση της μακεδονικής επιρροής στη Νότιο Ελλάδα. Η απήχηση που βρήκε στην Πελοπόννησο το επαναστατικό κοινωνικό πρόγραμμα του Βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη του Γ΄, ανάγκασε τον ηγέτη της Αχαϊκής Συμπολιτείας Άρατο να ζητήσει την βοήθεια του Μακεδόνα βασιλέα, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κορίνθου. Το 223 π.Χ. ο Αντίγονος Δώσων εξελέγη Στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, προσεταιρίσθηκε τις αρκαδικές πόλεις και το επόμενο έτος (222 π.Χ.) νίκησε τον Κλεομένη στη μάχη της Σελλασίας. Η μακεδονική επιρροή αποκαταστάθηκε στο πλαίσιο της «Ελληνικής Συμμαχίας» (Πολύβιος, IV 9.4), που συγκροτήθηκε από τον Αντίγονο · μέλη της ήταν η Μακεδονία και οι Συμπολιτείες, εκτός από την Αιτωλική. Η εισβολή των Ιλλυριών τον ανάγκασε να επιστρέψει στη Μακεδονία, όπου απεβίωσε, αφού απέκρουσε με επιτυχία τους εισβολείς (Πολύβ. ΙΙ 70, Πλούτ., Κλεομένης, 30).

2.9. Φίλιππος Ε΄(221-179 π.Χ.), Περσεύς (179-168 π.Χ.)
Την ιστορία της Μακεδονίας στα χρόνια του Φιλίππου του Ε΄ και του διαδόχου του Περσέως, σφράγισε, ως γνωστόν, ο αγώνας για την ανεξαρτησία εναντίον της Ρώμης· ένας αγώνας που δεν αφορούσε μόνο την Μακεδονία αλλά και όλο τον ελληνικό κόσμο της Ανατολής. Στον αγώνα αυτόν η Μακεδονία ήταν μόνη και τον έχασε, με τελικό αποτέλεσμα την κατάλυση του ίδιου του μακεδονικού βασιλείου αλλά και την υποδούλωση των υπολοίπων Ελλήνων στη Ρώμη. Η ήττα δεν οφείλεται μόνον στη μεγάλη στρατιωτική υπεροχή της Ρώμης· οφείλεται ακόμη και στην πολιτική μυωπία των ηγετών των άλλων ελληνικών κρατών (την οποία επισημαίνει, σύμφωνα με τον Πολύβιο και ο Ρόδιος Θρασυκράτης ενώπιον των Αιτωλών, υποστηρίζοντας ότι ο αγώνας εναντίον του Φιλίππου θα οδηγήσει σε εξανδραποδισμό και καταφθορά της Ελλάδος» (Πολ. XVIII 37.9) όπως και στο γεγονός που ήδη αναφέρθηκε, ότι η Μακεδονία είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος του έμψυχου δυναμικού της στην Ανατολή και στους πολέμους που ακολούθησαν. Με αυτές τις αρνητικές προϋποθέσεις, η αντίσταση κατά της Ρώμης παρουσιάζει εύλογα ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον.

Κύριος στόχος του Φιλίππου, από την άνοδό του στον θρόνο σε ηλικία μόλις 17 ετών, έπρεπε να είναι ―και ήταν― η εκδίωξη των Ρωμαίων από το νότιο τμήμα της Ιλλυρίας, που είχε γίνει ρωμαϊκό προτεκτοράτο από τον Πρώτο και ιδιαίτερα τον Δεύτερο Ιλλυρικό Πόλεμο (229/8-219 π.Χ.). Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στους συμβούλους του νεαρού βασιλέως ανήκε και ο Δημήτριος ο Φάριος από την πόλη Φάρο της περιοχής, που είχε εκδιωχθεί το 219 π.Χ. Η παρουσία μιας μεγάλης δυνάμεως στα νώτα του βασιλείου αποτελούσε σοβαρή απειλή ακόμα και για την ίδια την υπόστασή του· στη Νότιο Ελλάδα όμως υπήρχε ―με ελάχιστες προφανώς εξαιρέσεις― η αντίθετη εντύπωση: εξαιτίας της απαλλαγής από τις επιδρομές των Ιλλυριών στα δυτικά ελληνικά παράλια έως και την Πελοπόννησο, οι Ρωμαίοι έγιναν δεκτοί στα Ίσθμια ήδη από το τέλος του Πρώτου Ιλλυρικού Πολέμου, το 228 π.Χ., σαν να επρόκειτο για ελληνικό φύλο.

Η πρώτη μεγάλη ευκαιρία για την αποσόβηση του ρωμαϊκού κινδύνου παρουσιάσθηκε κατά τον Δεύτερο Καρχηδονιακό Πόλεμο και συγκεκριμένα στην τρίτη νίκη του Αννίβα, στην Τρασιμένη λίμνη (Πολύβιος V 101, 5-6), το 217 π.Χ. Έως τότε, ο Φίλιππος διεξήγαγε πόλεμο με τους Αιτωλούς [το 219 π.Χ. οι Αιτωλοί κατέστρεψαν, σύμφωνα με την μαρτυρία του Πολυβίου (IV 62.1-2) το Δίον, ενώ έναν χρόνο αργότερα ο Φίλιππος έπραξε το ίδιο στο Θέρμον (V 8.4-9, 9.1-6)] και τους συμμάχους τους, Ήλιδα και Σπάρτη. Το 217 π.Χ., έχοντας εξασφαλίσει την εκτίμηση της πλειοψηφίας των Ελλήνων (Πολύβιος, VII 11.8, βλ. και IG IV2 590 SEG I 78: ανάθημα των Επιδαυρίων για την τιμωρία των Αιτωλών), συνήψε, για τον λόγο που αναφέρθηκε, ειρήνη (την τελευταία που συνωμολογήθη με πρωτοβουλία των ιδίων των Ελλήνων). Στο Συνέδριο της Ναυπάκτου (Πολύβιος, V 102-105) που πραγματοποιήθηκε γι’ αυτόν τον σκοπό, ο Αιτωλός πολιτικός Αγέλαος επεσήμανε μ’ έναν έξοχα παραστατικό τρόπο την ανάγκη του συνασπισμού των Ελλήνων, υπό την ηγεσία της Μακεδονίας, εν όψει του κινδύνου από τα «μαύρα σύννεφα» που φαίνονταν στη Δύση. Το επιχείρημα ήταν ότι όποια Δύναμη και αν επικρατούσε στον πόλεμο που διεξάγονταν στην Ιταλία, οι Ρωμαίοι ή οι Καρχηδόνιοι, θα επενέβαινε στην Ελλάδα με πολύ πιθανό αποτέλεσμα την υποδούλωσή της, εάν δεν υπήρχε η αποτρεπτική δύναμη αυτού του συνασπισμού. Ο Αγέλαος δεν εισακούσθηκε. έγινε ακριβώς το αντίθετο και το αποτέλεσμα ήταν η υποταγή στους Ρωμαίους (Πολύβιος V 104).

Η συμμαχία που συνήψε το 215 π.Χ. ο Φίλιππος με τον Αννίβα μετά τη νίκη του τελευταίου στις Κάννες, δεν είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα, εξαιτίας της αδυναμίας και των δύο να εκπληρώσουν τον όρο της αμοιβαίας υποστηρίξεως που υπήρχε στο σύμφωνο (Πολύβιος VII 9, Λίβιος XXIII 33.9-12). Όσον αφορά τον Φίλιππο, ήταν αναγκασμένος να διαθέτει τις οπωσδήποτε περιορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις που είχε, όντας ο ίδιος επικεφαλής, σε διάφορα μέτωπα (Ιλλυρία, Πελοπόννησο, Κεντρική Ελλάδα) ιδιαίτερα αφ’ ότου οι Ρωμαίοι συνήψαν το 211 π.Χ. με τους Αιτωλούς το λεγόμενο «Αρπακτικό Σύμφωνο» (Πολύβιος, ΙΧ 39), κατά το οποίο τα εδάφη που θα καταλαμβάνονταν, θα ανήκαν στους Αιτωλούς, ενώ η κινητή περιουσία στους Ρωμαίους. Ο πόλεμος αυτός (Α΄ Μακεδονικός), στον οποίο συμμετείχαν ως σύμμαχοι της Ρώμης, εκτός από τους Αιτωλούς και οι Σπαρτιάτες, οι Ηλείοι, οι Μεσσήνιοι, οι Αθηναίοι, οι Ιλλυριοί και το Βασίλειο της Περγάμου με τον Άτταλο τον Α΄, έληξε με την ειρήνη που συνήψε ο Φίλιππος πρώτα με τους Αιτωλούς, το 206 π.Χ. και κατόπιν με τους Ρωμαίους, το 205 π.Χ. Η ειρήνη έγινε με βάση το status quo· το ουσιαστικό αποτέλεσμα όμως ήταν ότι η Ρώμη είχε υπό την επιρροή της τη Νότιο Ελλάδα και μέρος της Ασίας και ότι η ενότητα του ελληνικού κόσμου είχε ανεπανόρθωτα διασπασθεί.

Η διάσπαση αυτή έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις ―με όλες τις συνέπειες που είχε για την Μακεδονία― λίγο αργότερα, στο πλαίσιο των εξελίξεων που συνέβησαν μετά τον θάνατο του Βασιλέως της Αιγύπτου Πτολεμαίου του Δ΄, το 204 π.Χ. Η αποδυνάμωση της χώρας που ακολούθησε, ήταν η αφορμή μιας μυστικής συνεννοήσεως μεταξύ του Φιλίππου του Ε΄ και του Βασιλέως του Κράτους των Σελευκιδών Αντιόχου του Γ΄, με σκοπό την απόσπαση των εξωτερικών κτήσεων της Αιγύπτου (Πολύβιος, ΙΙΙ 2.8, XV 20, Λίβιος, XXXI, 14.5). Με την ενεργητικότητα που τον διέκρινε, ο Φίλιππος διεξήγαγε σειρά -εν μέρει επιτυχών- επιχειρήσεων στα παράλια της Δυτικής Μικράς Ασίας και στην Καρία, ενώ ο Αντίοχος εισέβαλε στη Νότια Συρία. Το ενδεχόμενο της μακεδονικής επιρροής σε εδάφη της περιοχής τους ώθησε τη Ρόδο και την Πέργαμο να ζητήσουν την επέμβαση της Ρώμης, το 200 π.Χ. Μολονότι έναν χρόνο πριν οι Ρωμαίοι είχαν απορρίψει παρόμοια έκκληση των Αιτωλών, η απάντηση ήταν θετική, κατά μία άποψη από καθαρά ιμπεριαλιστικές βλέψεις στην ελληνική Ανατολή, κατά μία άλλη ―πιθανότερη― από τον φόβο που προκαλούσε η καταγγελία περί «συμμαχίας» των ηγεμόνων των δύο μεγάλων δυνάμεων της εποχής· το ενδεχόμενο μιας εισβολής και των δύο στην Ιταλία συνδέθηκε με τις οδυνηρές εμπειρίες από τον πόλεμο με τον Αννίβα, γι’ αυτό και έπρεπε με μία προληπτική επέμβαση της Ρώμης να αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο.

Η πραγματικότητα ήταν όμως εντελώς διαφορετική. ΄Οταν οι Ρωμαίοι προέβαλαν την απαίτηση στον Φίλιππο να παραιτηθεί από τις πτολεμαϊκές κτήσεις που είχε καταλάβει, να μη διεξάγει πόλεμο στην Ελλάδα καθώς επίσης να δεχθεί την επίλυση των διαφορών του με τη Ρόδο και την Πέργαμο, σε διαιτησία από ουδέτερα κράτη και εκείνος την απέρριψε (Πολύβιος, XVI 27.2, 34.1-7, Λίβιος, ΧΧΧΙ 18, Διόδωρος, XXVIII 6), όντας έτσι αναγκασμένος να δεχθεί τον πόλεμο, ο Αντίοχος ο Γ΄ τον εγκατέλειψε, προτιμώντας να προελάσει με την ανοχή των Ρωμαίων στη Νότια Συρία. Επρόκειτο για ένα μεγάλο λάθος από πολιτική μυωπία, που στοίχισε ακριβά στον ίδιο και σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.

Σ’ αυτόν το νέο πόλεμο με τη Ρώμη, τον λεγόμενο Β΄ Μακεδονικό (200-197 π.Χ.), η Μακεδονία ήταν πάλι μόνη, αλλά με περισσοτέρους αντιπάλους: σ’ αυτούς ανήκε επιπλέον η Αχαϊκή Συμπολιτεία αλλά και το ίδιο το μακεδονικό φύλο των Ορεστών (Πολύβιος, XVIII 47.6, Λίβιος, XXXIII 34.6). Τις συμβιβαστικές προτάσεις του Φιλίππου απέρριψε η Ρώμη, απαιτώντας μάλιστα να αποσύρει τις φρουρές από την Κόρινθο, τη Χαλκίδα και την Δημητριάδα, πράγμα που σήμαινε ότι η Μακεδονία θα περιέρχονταν στη θέση που είχε πριν από τον Φίλιππο τον Β΄. Η άρνηση του Φιλίππου οδήγησε στην αποφασιστικής σημασίας μάχη που έγινε στις Κυνός Κεφαλές (στη Νότιο Θεσσαλία), την άνοιξη του 197 π.Χ.

Στη μάχη αυτή από τους 26.000 άνδρες, των οποίων ηγείτο ο Ρωμαίος Ύπατος Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος, το 1/3 περίπου αποτελούσαν Έλληνες, κυρίως Αιτωλοί και το ηπειρωτικό φύλο των Αθαμάνων (Λίβιος, ΧΧΧΙΙΙ.4, 4-5). Τον στρατό του Φιλίππου αποτελούσαν, σύμφωνα με την μαρτυρία του Λιβίου (ΧΧΧΙΙΙ.3.1-5) την οποία επιβεβαιώνουν δύο αντίγραφα επιστρατευτικού «διαγράμματος» του Φιλίππου του Ε΄ (ένα από την Κασσάνδρεια και ένα πιθανόν από την Αμφίπολη, SEG XLIX, 722, 855), κυρίως νεοσύλλεκτοι από την Μακεδονία. Με την αναπόφευκτη ήττα του τερματίσθηκε ο πόλεμος. Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης που επέβαλε η Ρώμη, η Μακεδονία έχανε όλες τις εξωτερικές της κτήσεις και την Θεσσαλία, όφειλε να διαλύσει τον στόλο της, να πληρώσει πολεμική αποζημίωση 1.000 τάλαντα και να είναι σύμμαχος των Ρωμαίων, με όλες τις υποχρεώσεις που συνεπαγόταν η σχέση αυτή (Πολύβιος, XVIII 44, Λίβιος, XXXIII 30).

Στα επόμενα δεκαοκτώ χρόνια της βασιλείας του, ο Φίλιππος έλαβε διάφορα μέτρα για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας (αύξηση φόρων και δασμών, αξιοποίηση των μη χρησιμοποιουμένων μεταλλείων), την δημογραφική της ενίσχυση (υποστήριξη πολυτέκνων οικογενειών, εγκατάσταση θρακικών πληθυσμών), την διοικητική αποσυγκέντρωση (όπως φανερώνουν τα τοπικά νομίσματα ορισμένων περιοχών). Με όλα τα παραπάνω καθώς και με τις επιτυχείς επιχειρήσεις του εναντίον θρακικών φύλων (Οδρυσών, Βησσών, Δενθηλητών, Μαίδων) η Μακεδονία εξακολούθησε να αποτελεί το ισχυρότερο κράτος της Βαλκανικής, επιβεβαιώνοντας τον ιστορικό της ρόλο ως «προφράγματος» (Πολύβιος, ΙΧ 35.1-4) της Κυρίως Ελλάδος και των ελληνικών πόλεων της Θράκης. Εντύπωση προξενούν ορισμένα άλλα μέτρα που έλαβε, με έκδηλο σκοπό την ενίσχυση της αμυντικής ισχύος της χώρας: σε οχυρές θέσεις του εσωτερικού της χώρας συγκεντρώθηκαν σιτηρά και χρήματα για τη συντήρηση μεγάλου αριθμού μισθοφόρων (Πλούτ. Αιμίλιος Παύλος, 8)· στο εσωτερικό μεταφέρθηκε επίσης ο ελληνικός πληθυσμός παραλιακών πόλεων, στις οποίες εγκαταστάθηκαν Θράκες και άλλοι ξένοι. Η εικασία ότι με όλα αυτά ο Φίλιππος απέβλεπε σε μία νέα πολεμική αναμέτρηση με τη Ρώμη, όπως υποστηρίζει ο σύγχρονος με τα γεγονότα ιστορικός Πολύβιος αλλά και μεταγενέστεροι συγγραφείς, δεν μπορεί να αποδειχθεί. Μετά από μία σοβαρή κρίση στην βασιλική οικογένεια, εξαιτίας της δολοφονίας του νεωτέρου γιου του, Δημητρίου (στην οποία φαίνεται ότι ενεχόταν ο πρεσβύτερος γιος του Περσεύς), ο Φίλιππος πέθανε το 179 π.Χ., στην Αμφίπολη. Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο Περσεύς, ο οποίος όμως ήταν ως προσωπικότης κατώτερος των περιστάσεων, γι’ αυτό και είναι πιθανή η μαρτυρία του Λιβίου (XL 54-58) ότι ο Φίλιππος ήθελε να ορίσει διάδοχό του τον μακρινό συγγενή του Αντίγονο.

***

Η ιστορική παρουσία του Περσέως συνδέθηκε με τον τελευταίο πόλεμο εναντίον της Ρώμης, τον λεγόμενο Γ΄ Μακεδονικό (171-168 π.Χ.), που έληξε με την ήττα και το οικτρό τέλος του αλλά και την κατάλυση του μακεδονικού βασιλείου. Στην έκρηξη του πολέμου συνέβαλαν τρεις παράγοντες: η προσπάθεια του Περσέως να αποκαταστήσει την μακεδονική επιρροή στη Νότιο Ελλάδα, πράγμα που γινόταν κυρίως με τα αντιρωμαϊκών φρονημάτων -για πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους- μέρη του πληθυσμού· η πολιτική βούληση του ηγετικού στρώματος της Ρώμης την εποχή αυτή, το οποίο θεωρούσε μια τέτοια πολιτική «ανταρσία» και την αντιμετώπιζε ανάλογα· τέλος, η ηθικά επιλήψιμη και πολιτικά μυωπική συμπεριφορά του Βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β΄, ο οποίος, σε λόγο που εκφώνησε στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο το 172 π.Χ., παρότρυνε τους Ρωμαίους να επέμβουν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον (δήθεν) σοβαρό κίνδυνο που προερχόταν από την Μακεδονία (XLII 12.5-7). Μία αποσπασματική επιγραφή από το Δίον επιβεβαιώνει όσα υποστηρίχθηκαν από τον Ευμένη σχετικά με τη σύναψη συμμαχίας ανάμεσα στον Περσέα και τους Βοιωτούς (Συμμαχία Βασιλέως/ Περσέως και Βοιωτών) και διορθώνει το κείμενο του Λιβίου, σύμφωνα με το οποίο τρία κείμενα της συνθήκης γράφηκαν σε στήλες και στήθηκαν το ένα στη Θήβα, το άλλο στους Δελφούς και το τρίτο alterdsidenum (altero ad Delium παλαιότερη διόρθωση): η τρίτη στήλη με το κείμενο της συμμαχίας στήθηκε στο ιερό του Διός Ολυμπίου, στο Δίον (altero ad Dium).

Με σύνθημα την διαφύλαξη της Δημοκρατίας των Ελλήνων, η Ρώμη κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του Μακεδόνα βασιλιά (SEG XXXI 542). Στα δύο πρώτα χρόνια, ο Περσεύς είχε ορισμένες επιτυχίες και μ’ αυτές ζητούσε από την Ρωμαϊκή Σύγκλητο τη σύναψη ειρήνης, αλλά οι Ρωμαίοι απαιτούσαν τη συνθηκολόγηση άνευ όρων. Τα σημαντικά σφάλματα τακτικής που διέπραξε ο Περσεύς κατά το τρίτο έτος και η αποτελεσματική ηγεσία του Ρωμαίου Υπάτου Λευκίου Αιμιλίου Παύλου είχαν ως αποτέλεσμα να υποστεί -στην αποφασιστικής σημασίας μάχη που έγινε στην Πύδνα, στις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ.- συντριπτική ήττα. Ο Περσεύς διέφυγε στην Αμφίπολη και από εκεί στη Σαμοθράκη, όπου συνελήφθη. Μεταφέρθηκε κατόπιν στη Ρώμη όπου και θανατώθηκε, αφού πρώτα σύρθηκε μαζί με άλλους αιχμαλώτους στον θρίαμβο του νικητή υπάτου.

Τη νέα όψη του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού -με την ωμότητα, η οποία ενίοτε την χαρακτήριζε- γνώρισε και η ίδια η χώρα: το μακεδονικό βασίλειο ως ενιαίο κράτος καταλύθηκε και η χώρα διαιρέθηκε σε τέσσερα τμήματα («μερίδες»). Το πρώτο εκτείνονταν μεταξύ του Στρυμόνα και του Νέστου και με μερικές θέσεις ανατολικά του Νέστου, είχε πρωτεύουσα την Αμφίπολη· το δεύτερο περιελάμβανε εδάφη μεταξύ του Στρυμόνα και του Αξιού και είχε πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη· το τρίτο, με όρια τον Αξιό και τον Θερμαϊκό κόλπο ανατολικά, το όρος Βέρμιον δυτικά και τον Πηνειό νότια, την Πέλλα· το τέταρτο περιελάμβανε την Άνω Μακεδονία, έως τα σύνορα με την Ήπειρο και την Ιλλυρία και είχε πρωτεύουσα την Πελαγονία (Λίβιος, XLV 29-30, Διόδωρος, ΧΧΧΙ 8.8, Στράβων, VII απ. 48). Κάθε «μερίς» διοικούνταν από ένα ολιγαρχικού χαρακτήρος σώμα («συνέδριον»). Η σύναψη γάμων μεταξύ προσώπων από διαφορετικές μερίδες και οικονομικές σχέσεις μεταξύ τους απαγορευόταν, όπως απαγορευόταν και η εκμετάλλευση των μεταλλείων καθώς και η κοπή δέντρων για ναυπηγήσιμη ξυλεία. Εκτός από αυτά, αναγκαζόταν όλοι όσοι είχαν καταλάβει κάποιο αξίωμα στην διοίκηση του βασιλείου, να εγκατασταθούν με τις οικογένειές τους στην Ιταλία. Η ρωμαϊκή ηγεσία της εποχής επέβαλε στη Μακεδονία πλήρη οικονομική και πολιτική αποδυνάμωση, με όλους τους δυνατούς τρόπους.

***

Η πολιτική ιστορία της Μακεδονίας, ως ανεξαρτήτου κράτους, έχει μελετηθεί και μελετάται από διαφορετικές αφετηρίες. Σε καμία θεώρηση όμως δεν είναι ορθό να παραβλέπεται ένα βασικό χαρακτηριστικό της. Είναι η σημασία της ψυχικής αντοχής και του αγωνιστικού φρονήματος του λαού της, που φαίνεται στην υπέρβαση των εσωτερικών κρίσεων αλλά και στην εκστρατεία στην Ανατολή όπως και στην αντίσταση -με περιορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις- εναντίον της Ρώμης. Από αυτή την άποψη, η μελέτη της παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνον στο πλαίσιο της ελληνικής ιστορίας αλλά και της παγκόσμιας.

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ