Μόνα Λίζα: Η ιστορία πίσω από το πιο διάσημο έργο ζωγραφικής


Η Μόνα Λίζα (γνωστή και ως Τζιοκόντα, ή Πορτραίτο της Λίζα Γκεραρντίνι, συζύγου του Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο) είναι προσωπογραφία που ζωγράφισε ο Ιταλός καλλιτέχνης Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Πρόκειται για ελαιογραφία σε ξύλο λεύκης, που ολοκληρώθηκε μέσα στη χρονική περίοδο 1503-1519. Αποτελεί ιδιοκτησία του Γαλλικού Κράτους, και εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Ο πίνακας, απεικονίζει μία καθιστή γυναίκα, τη Λίζα ντελ Τζιοκόντο, η έκφραση του προσώπου της οποίας χαρακτηρίζεται συχνά ως αινιγματική. Η Μόνα Λίζα θεωρείται το πιο διάσημο έργο ζωγραφικής.

Ήταν 3 Νοεμβρίου 1507, όταν ο σύζυγος της Λίζα Γκεραρντίνι – ένας πλούσιος έμπορος από τη Βενετία, Φραντσέσκο ντελ Τζοκόντο- μισθώνει τις υπηρεσίες του θρυλικού Λεονάρντο Ντα Βίντσι, για να ζωγραφίσει το πορτρέτο της γυναίκας του. Ο Ιταλός μετρ, δημιουργεί το χαμόγελο που θα μείνει στην ιστορία. Αυτό της “Μόνα Λίζα”.

Αφορμή για τη δημιουργία αυτού του σπουδαίου πίνακα, ήταν η γέννηση του δεύτερου γιου του ζευγαριού, Αντρέα. Θα κοσμούσε, μάλιστα, το νέο τους σπίτι. Το 2005, ένας ειδικός στο Πανεπιστήμιο της Χαιδελβέργης, αναγνωρίζει την ταυτότητα της εικονιζόμενης γυναίκας, από ένα σημείωμα το οποίο είχε γράψει ο Αγκοστίνο Βεσπούτσι.

Το 1516 μετέφερε τον πίνακα από την Ιταλία στη Γαλλία το 1516 όταν ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α΄ τον προσκάλεσε να εργαστεί στο Clos Lucé κοντά στο βασιλικό κάστρο στην Αμπουάζ. Το πιο πιθανό είναι -μέσω των κληρονόμων του βοηθού του Λεονάρντο, Σαλάι- ότι ο βασιλιάς αγόρασε τον πίνακα για 4.000 écu και τον τοποθέτησε στο παλάτι της Fontainebleau. Εκεί παρέμεινε μέχρι που δόθηκε στον Λουδοβίκο ΙΔ΄, ο οποίος τον μετέφερε στο Παλάτι των Βερσαλλιών. Μετά το τέλος της Γαλλικής Επανάστασης μεταφέρθηκε στο Μουσείο του Λούβρου. Ο Ναπολέοντας τοποθέτησε το έργο στο δωμάτιό του, στο Παλάτι του Κεραμεικού. Αργότερα ο πίνακας επεστράφη στο Μουσείο του Λούβρου, ενώ κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού Πολέμου μεταφέρθηκε από το Λούβρο στο Brest Arsenal.

Στις 21 Αυγούστου 1911 η Μόνα Λίζα κλάπηκε και η φήμη του πίνακα αυξήθηκε. Την επόμενη μέρα, ένας ζωγράφος, ο Λουί Μπερού περπατώντας στο Λούβρο, πηγαίνει στο Salon Carré όπου εκτίθονταν η Μόνα Λίζα επί πέντε χρόνια. Στο σημείο όπου έπρεπε να βρίσκεται ο πίνακας, υπήρχαν τέσσερις σιδερένιοι πάσσαλοι. Ο Μπερού ενημερώνει τον υπεύθυνο της ασφάλειας εκείνου του τομέα, οι οποίος πίστευε πως ο πίνακας φωτογραφιζόταν για εμπορικούς λόγους. Λίγο πιο μετά, ο Μπερού μαζί με τον επικεφαλής της ασφάλειας του τομέα, επικοινωνούν με τον επικεφαλής του τομέα, και επιβεβαιώνεται ότι η Μόνα Λίζα δεν βρισκόταν με τους φωτογράφους. Το μουσείο του Λούβρου κλείνει για μια εβδομάδα προκειμένου να διευκολυνθεί η έρευνα για την κλοπή.

Ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ, Γάλλος ποιητής, θεωρείται ύποπτος, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Ο Απολλιναίρ προσπάθησε να εμπλέξει στην υπόθεση τον φίλο του, Πάμπλο Πικάσο. Τους ανακρίνουν και τους δύο αλλά απαλλάσσονται των κατηγοριών. Ο πίνακας θεωρούταν χαμένος. Δύο χρόνια αργότερα, όμως, ανακαλύπτεται ο πραγματικός δράστης, ο Βιντσέντσο Περούτζια. Ο Βιντέντσο ήταν υπάλληλος του Λούβρου. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, κάποια στιγμή μπήκε στο μουσείο, κρύφτηκε σε μία ντουλάπα και βγήκε από το μουσείο αφού αυτό είχε κλείσει, κρύβοντας τον πίνακα κάτω από το παλτό του. Πίστευε πως έπρεπε να επιστραφεί στην Ιταλία και να εκτίθεται σε ιταλικό μουσείο. Αφού κρατά τον πίνακα στο διαμέρισμά του για δύο χρόνια, τελικά συλλαμβάνεται όταν προσπαθεί να τον πουλήσει στους διοικητές της πινακοθήκης Ουφίτσι στη Φλωρεντία. Η Μόνα Λίζα επιστρέφει τελικά στο Μουσείο του Λούβρου το 1913.

Πριν τέσσερα χρόνια, το 2012, ανακοινώνεται πως στο Μουσείο ντελ Πράδο, υπάρχει ένας πίνακας που είναι πιστό αντίγραφο της Μόνα Λίζα. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Δημιουργήθηκε την ίδια χρονική περίοδο με τον αυθεντικό πίνακα. Παλαιότερα, υπήρχε η αντίληψη ότι ο πίνακας ήταν ένα από τα πολλά μεταγενέστερα αντίγραφα του αρχικού έργου. Μετά όμως από από επεξεργασία προέκυψε πως το πιο πιθανό είναι να έχει δημιουργηθεί παράλληλα με τον πρωτότυπο. Ο δημιουργός του αντιγράφου δεν ήταν ο Λεονάρντο, αλλά πιθανότατα κάποιος μαθητής του. Το πιθανότερο ο Φραντσέσκο Μέλτσι, που εργαζόταν στο ίδιο εργαστήριο με τον Ντα Βίντσι. Ο πίνακας απεικονίζει τη Μόνα Λίζα αρκετά νεότερη σε σχέση με την πρωτότυπη απεικόνισή της και με φρύδια – κάτι που δεν υπάρχει στον αρχικό πίνακα.

Γιατί η Μόνα Λίζα, θεωρείται ο καλύτερος πίνακας που έγινε ποτέ;

Μια γυναίκα με καστανά μαλλιά και μάτια, μεγάλο μέτωπο και στρογγυλό σαγόνι. Φορά ένα κομψό πλισέ πέπλο, τα χέρια της ακουμπούν στο μπράτσο της καρέκλας. Βρίσκεται στο μπαλκόνι και κάτω η θέα είναι υπέροχη, γεμάτη δρόμους, ποταμούς, λόφους, κοιλάδες. Εδώ, όμως, υπάρχει ένας γρίφος που βρίσκεται στην έκφραση της συγκεκριμένης γυναίκας. Δεν έχει τυχαία χαρακτηριστεί ως αινιγματική. Είναι κάτι το ανεξιχνίαστο. Οι Ιταλοί έχουν μια λέξη που ερμηνεύει το χαμόγελό της: sfumato. Αυτό σημαίνει πως είναι θολή, ασαφής και όπου φτάνει η φαντασία εικόνα. Όποιος την κοιτάζει δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τα συναισθήματά της. Σαν να υπάρχει μία καλυμμένη ασάφεια. Θα μπορούσε να παρομοιαστεί ως η καλύτερη απεικόνιση του Θείου. Δεν ξέρεις αν χαμογελάει ή αν είναι θλιμμένη. Αναρωτιέσαι αν είναι θετική απέναντί σου ή σε κοροϊδεύει. Αν κάθεται στο μπαλκόνι της και είναι καταδεκτική ή απόμακρη. Είναι ένα μυστήριο. Ακριβώς όπως ο Θεός. Περιγράφει αυτό που ο άνθρωπος αισθάνεται απέναντι στο Θεό.

Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ