Ασφαλιστικό: Τα στάδια και τα εμπόδια για μείωση των εισφορών των μισθωτών


Έξι παράγοντες θα καθορίσουν το σχέδιο της κυβέρνησης περί μείωσης των εισφορών των μισθωτών κατά 5 μονάδες από το 2020 έως το 2023.

Ο πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας για τις αποφάσεις ελάφρυνσης του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων τα επόμενα 4 χρόνια είναι το δημοσιονομικό κόστος των ειλημμένων αποφάσεων ΣτΕ (για ν. Κατρούγκαλου) αλλά και των αναμενόμενων δικαστικών αποφάσεων που αφορούν στις περικοπές, κυρίως, του 2015-2016 (με βάση τη νομοθεσία του 2011-2012).

Ακόμα ένας καθοριστικός παράγοντας που θα κρίνει τις εξαγγελθείσες παρεμβάσεις στις εισφορές των μισθωτών είναι ο ρυθμός καταβολής των εκκρεμών συντάξεων, αλλά και την «τύχη» της «13ης σύνταξης» στο τέλος του 2020.

Επιπλέον, εκκρεμούν οι αποφάσεις για το νέο κατώτατο μισθό, στα μέσα του νέου έτους. Ενώ την ίδια ώρα «ανοιχτό» παραμένει το ενδεχόμενο για το αν και κατά πόσο θα μειωθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες θα καθορίσουν την τύχη του Ασφαλιστικού σε σχέση με το πότε ακριβώς και κατά πόσο θα μειωθούν οι εισφορές των μισθωτών.

Ωστόσο, το τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού για το 2019, το οποίο έχει καταθέσει στη Βουλή το ΥΠΟΙΚ από τον περασμένο μήνα, προβλέπει τη μείωση των εισφορών των πλήρως απασχολούμενων κατά 0,9% από την 01/07/2020, αν και το σχετικό μέτρο θα προβλέπεται στο νομοσχέδιο το οποίο αναμένεται να φέρει στη Βουλή το υπουργείο Εργασίας τον ερχόμενο Ιανουάριο.

Το κόστος για τα Ταμεία από τη μείωση που θα φέρει στα έσοδα των Ταμείων η παραπάνω παρέμβαση αποτιμάται από το ΥΠΟΙΚ στα 123 εκατ. ευρώ στο β΄εξάμηνο του 2020.

Το κόστος των σχεδιαζόμενων αυξήσεων σε κύριες και επικουρικές συντάξεις το 2020, λόγω των αποφάσεων του ΣτΕ για το ν. Κατρούγκαλου, αναμένεται να ξεπεράσουν τα 500 εκατ. ευρώ ή ακόμα και 600 εκατ. ευρώ. Μάλιστα σύμφωνα με τη συμφωνία που έχει κάνει η κυβέρνηση με την Κομισιόν, θα πρέπει να καλυφθεί από τα ήδη υπάρχοντα κονδύλια του υπουργείου Εργασίας, δηλαδή τα κονδύλια των ασφαλιστικών φορέων που υπάγονται σε αυτό, τον ΕΦΚΑ, τον ΕΤΕΑΕΠ και τον ΟΑΕΔ.

Παράλληλα, για να διατηρηθεί ο σημερινός ρυθμός εξόφλησης των εκκρεμών κύριων συντάξεων,σε συνθήκες που αυξάνεται η ροή νέων αιτήσεων, απαιτούνται τουλάχιστον επιπλέον 300 εκατ. ευρώ.

Παράλληλα, εκκρεμούν οι αποφάσεις του ΣτΕ σε σχέση με τις διεκδικήσεις των συνταξιούχων για τα «αναδρομικά», ιδίως για τις περικοπές που υπέστησαν το 10μηνο μεταξύ Ιουνίου 2015 –Απριλίου 2016. Το κόστος εφαρμογής από μία ενδεχόμενη δικαίωση των συντάξεων θα ξεπεράσει τα 2,5 δισ. ευρώ.

Παράλληλα, η εισηγητική έκθεση της διοίκησης του ΕΦΚΑ σε σχέση με τον προϋπολογισμό του ταμείου προβλέπει τη δαπάνη περίπου1 δισ. ευρώ για την καταβολή της «13ης σύνταξης» την οποία ψήφισε και κατέβαλλε η προηγούμενη κυβέρνηση το Πάσχα. Η παροχή αυτή ανεβάζει τη συνολική δαπάνη του ΕΦΚΑ για κύριες συντάξεις, το 2020, στα 25,488 δισ. ευρώ έναντι των 24,508 δισ. ευρώ που θα ήταν χωρίς αυτήν την παροχή.

Οι αναμενόμενες αυξήσεις στις δαπάνες για κύριες συντάξεις δεν συμβαδίζουν με κάποιες προβλέψεις για αυξήσεις στα έσοδα από εισφορές, αν εξαιρέσεις εκείνες οι οποίες θα συντελεσθούν στις εργοδοτικές εισφορές του Δημοσίου. Αντίθετα, αναμένονται ελάχιστες αυξήσεις στα έσοδα από τις εισφορές των μισθωτών και των μη μισθωτών.

Εξάλλου, εκκρεμούν και οι αποφάσεις της κυβέρνησης για την αύξηση του κατώτατου μισθού στα μέσα του 2020( 3% -4% με βάση όσα προκύπτουν από το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ).

Έτσι, θα υπάρχει μία πιο καθαρή εικόνα τον ερχόμενο Απρίλιο οπότε αναμένεται να συμφωνηθεί και το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα για το 2020-2023.

Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ