Matt Ridley – Η μαγική δύναμη της εξειδίκευσης και της ανταλλαγής


Η διακήρυξη της αλληλεξάρτησης

Φανταστείτε ότι είστε ελάφι. Έχετε ουσιαστικά μόνο τέσσερα πράγματα να κάνετε στη διάρκεια της ημέρας: να κοιμηθείτε, να φάτε, να φροντίσετε να μη σας φάνε και να ασχοληθείτε με κοινωνικές σχέσεις (που σημαίνει να οριοθετήσετε την περιοχή σας, να φλερτάρετε ένα μέλος του αντίθετου φύλου, να θηλάσετε ένα ελαφάκι, τέτοια πράγματα). Δεν υπάρχει καμία πραγματική ανάγκη να κάνετε οτιδήποτε άλλο.

Φανταστείτε τώρα ότι είστε άνθρωπος. Ακόμη κι αν υπολογίσετε μόνο τις βασικές ανάγκες, έχετε μάλλον πάνω από τέσσερα πράγματα να κάνετε: να κοιμηθείτε, να φάτε, να μαγειρέψετε, να ντυθείτε, να φροντίσετε το σπίτι, να ταξιδέψετε, να πλύνετε, να ψωνίσετε, να εργαστείτε … Η λίστα είναι ουσιαστικά ατελείωτη.

Τα ελάφια θα έπρεπε, επομένως, να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο από τους ανθρώπους. Αντίθετα, όμως, οι άνθρωποι και όχι τα ελάφια είναι εκείνοι που βρίσκουν χρόνο να διαβάζουν, να γράφουν, να επινοούν, να τραγουδούν και να σερφάρουν στο Διαδίκτυο. Από πού προέρχεται όλος αυτός ο ελεύθερος χρόνος; Από την ανταλλαγή και την εξειδίκευση, και από τον επακόλουθο καταμερισμό της εργασίας. Το ελάφι είναι υποχρεωμένο να μαζεύει μόνο του την τροφή του. Ο άνθρωπος βάζει κάποιον άλλο να ίο κάνει για λογαριασμό του, ενόσω ο ίδιος κάνει με τη σειρά του κάτι διαφορετικό για αυτόν – με αποτέλεσμα να κερδίζουν χρόνο και οι δύο.

Η αυτάρκεια, επομένως, δεν οδηγεί στην ευημερία.

«Ποιο θα είχε σημειώσει μεγαλύτερη πρόοδο μέσα σε έναν μήνα», αναρωτιέται ο Χένρυ Ντέιβιντ Θορώ, «το αγόρι που θα είχε φτιάξει τον δικό του σουγιά από μετάλλευμα που θα το είχε εξορύξει και λιώσει μόνο του, διαβάζοντας όλα τα απαραίτητα σχετικά βιβλία – ή το αγόρι που θα είχε εν τω μεταξύ παρακολουθήσει τις διαλέξεις μεταλλουργίας στο Ινστιτούτο και θα είχε πάρει δώρο έναν σουγιά Ρότζερς από τον πατέρα του;».

Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύει ο Θορώ, αυτό που θα είχε σημειώσει μεγαλύτερη πρόοδο, και με διαφορά, είναι το δεύτερο αγόρι, διότι θα είχε πολύ περισσότερο ελεύθερο χρόνο για να μάθει άλλα πράγματα. Φανταστείτε να έπρεπε να είστε τελείως αυτάρκεις (και όχι απλώς να υποκρίνεστε ότι είστε, όπως ο Θορώ). Κάθε μέρα θα έπρεπε να σηκώνεστε το πρωί ναι να εξασφαλίζετε όλα όσα χρειάζεστε με τα δικά σας αποκλειστικά μέσα.

Πώς θα περνούσατε την ημέρα σας; Οι τέσσερις βασικές προτεραιότητες θα ήταν η τροφή, τα καύσιμα, τα ρούχα και η στέγη. Θα σκάβατε τον κήπο, θα ταΐζατε το γουρούνι, θα φέρνατε νερό από το ποτάμι, θα μαζεύατε ξύλα από το δάσος, θα πλένατε μερικές πατάτες, θα ανάβατε φωτιά (χωρίς σπίρτα), θα μαγειρεύατε το φαγητό, θα επισκευάζατε τη στέγη, θα κουβαλούσατε φρέσκα κλαδιά φτέρης για καθαρά στρωσίδια, θα κατασκευάζατε μια σκαλιστή βελόνα, θα γνέθατε νήμα, θα ράβατε δέρμα για παπούτσια, θα πλένατε ρούχα στο ποτάμι, θα φτιάχνατε ένα πήλινο δοχείο, θα πιάνατε ένα κοτόπουλο και θα το μαγειρεύατε για το δείπνο. Δεν θα είχατε ούτε κερί ούτε βιβλίο για να διαβάσετε. Δεν θα είχατε χρόνο να λιώσετε μέταλλο, να αντλήσετε πετρέλαιο ή να ταξιδέψετε.

Εξ ορισμού, θα ήσασταν στο επίπεδο της απλής επιβίωσης και ειλικρινά, αν και στην αρχή θα μουρμουρίζατε όπως ο Θορώ «τι υπέροχο να ξεφεύγει κανείς από τη βουή και την πολυκοσμία», ύστερα από λίγες ημέρες η καθημερινότητα δεν θα ήταν καθόλου ευχάριστη. Αν θέλατε να έχετε ακόμη και την παραμικρή βελτίωση στη ζωή σας (όπως μεταλλικά εργαλεία, οδοντόκρεμα ή φωτισμό), θα έπρεπε να αναθέσετε μερικές από τις αγγαρείες σας σε κάποιον άλλο, απλώς και μόνο επειδή δεν θα είχατε αρκετό χρόνο για να τις κάνετε μόνοι σας.

Επομένως, ένας τρόπος για να αναβαθμίσετε το βιοτικό σας επίπεδο θα ήταν να υποβαθμίσετε τη ζωή κάποιου άλλου: να αγοράσετε έναν δούλο. Και αυτός ήταν πράγματι ο τρόπος πλουτισμού των ανθρώπων για χιλιάδες χρόνια.

Εντούτοις, αν και δεν έχετε δούλους, όταν σηκωθήκατε σήμερα από το κρεβάτι, γνωρίζατε ότι κάποιος άλλος θα σας προμήθευε τρόφιμα, ρούχα και καύσιμα στην πιο βολική μορφή. Το 1900 ο μέσος Αμερικανός ξόδευε τα 76 από τα 100 δολάριά του για διατροφή, ένδυση και στέγη. Σήμερα ξοδεύει 37 δολάρια. Αν αμείβεστε με τις μέσες αποδοχές, γνωρίζετε ότι δεν χρειάζεστε παρά λίγες δεκάδες λεπτά της ώρας για να κερδίσετε τα αναγκαία χρήματα για την τροφή σας, άλλα τόσα για να αγοράσετε τα καινούργια ρούχα που τυχόν χρειάζεστε, και ίσως μία ή δύο ώρες για να κερδίσετε τα χρήματα για το φυσικό αέριο, το ηλεκτρικό ρεύμα και το πετρέλαιο που μπορεί να χρειαστείτε σήμερα.

Για να βγάλετε τα χρήματα για το ενοίκιο ή τη δόση του δανείου που σας εξασφαλίζει μια στέγη πάνω από το κεφάλι σας, μάλλον θα χρειαστεί να δουλέψετε περισσότερο χρόνο. Και πάλι, όμως, την ώρα του μεσημεριανού μπορείτε να χαλαρώσετε αναλογιζόμενος ότι έχετε ήδη εξασφαλίσει την τροφή, τα καύσιμα, τα ρούχα και τη στέγη της ημέρας. Θα έχει φτάσει λοιπόν η ώρα να κερδίσετε κάτι πιο ενδιαφέρον, όπως τη συνδρομή σας για τη δορυφορική τηλεόραση, τη δαπάνη του κινητού τηλεφώνου, την προκαταβολή για τις διακοπές, καινούργια παιχνίδια για τα παιδιά ή τον φόρο εισοδήματος.

«Η πράξη της παραγωγής υποδηλώνει ότι ο παραγωγός επιθυμεί να καταναλώσει», έλεγε ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ’ «για ποιον άλλο λόγο θα υπέβαλλε τον εαυτό του σε άσκοπη εργασία;».

Το 2009 ένας καλλιτέχνης, ο Τόμας Θουέιτς, προσπάθησε να κατασκευάσει μόνος του μια φρυγανιέρα σαν αυτές που θα μπορούσε να αγοράσει με 4 λίρες από κάποιο κατάστημα. Δεν χρειαζόταν παρά λίγες πρώτες ύλες: σίδερο, χαλκό, νικέλιο, πλαστικό και μαρμαρυγία (ένα μονωτικό ορυκτό γύρω από το οποίο τυλίγονται τα θερμαντικά στοιχεία). Αλλά ακόμη και η εύρεση των υλικών αυτών αποδείχθηκε ένας σχεδόν αδύνατος άθλος. Το σίδερο προέρχεται από το σιδηρομετάλλευμα, το οποίο θα μπορούσε ίσως να το εξορύξει, αλλά πώς θα κατασκεύαζε μια αρκετά θερμή κάμινο χωρίς ηλεκτρικό φυσερό; (Στο σημείο αυτό έκανε μια μικρή «ζαβολιά», χρησιμοποιώντας φούρνο μικροκυμάτων.) Το πλαστικό φτιάχνεται από το πετρέλαιο, που δεν μπορούσε να το αντλήσει μόνος του, πόσω μάλλον να το διυλίσει. Και ούτω καθεξής. Το κυριότερο όμως ήταν ότι η όλη διαδικασία διήρκεσε μήνες, κόστισε στον εμπνευστή της πολλά χρήματα και το τελικό προϊόν ήταν χαμηλής ποιότητας. Κι όμως, για να αγοράσει μια φρυγανιέρα των 4 λιρών θα είχε χρειαστεί λιγότερο από μία ώρα δουλειάς αν αμειβόταν με τον κατώτατο μισθό.

Για τον ίδιο τον Θουέιτς το αποτέλεσμα αυτό κατέδειξε την αδυναμία του καταναλωτή, που έχει αποκοπεί πλήρως από κάθε έννοια αυτάρκειας. Το πείραμά του όμως δείχνει και τη μαγική δύναμη της εξειδίκευσης και της ανταλλαγής: χιλιάδες άνθρωποι, από τους οποίους κανένας δεν ενδιαφερόταν να κάνει κάποια προσωπική χάρη στον Θουέιτς, έχουν συνεργαστεί ώστε να μπορεί εκείνος να αποκτήσει μια φρυγανιέρα έναντι ενός ασήμαντου χρηματικού ποσού.

Σε ανάλογο πνεύμα, η Κέλλυ Κομπ από το Πανεπιστήμιο Ντρέξελ επιχείρησε να φτιάξει ένα αντρικό κοστούμι με υλικά που παράγονταν όλα τους μέσα σε μια ακτίνα 100 μιλίων (περίπου 161 χιλιομέτρων) από το σπίτι της. Για να υλοποιηθεί το σχέδιο χρειάστηκαν συνολικά 20 τεχνίτες και 500 εργατοώρες, ενώ και πάλι αναγκάστηκαν να προμηθευτούν το 8% των υλικών από πιο μακρινές περιοχές. Σύμφωνα με την Κομπ, αν δούλευαν για έναν χρόνο ακόμη θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν όλα τα υλικά από την προκαθορισμένη περιοχή. Με απλά λόγια, η χρήση μόνο τοπικών υλικών σχεδόν εκατονταπλασίασε το κόστος ενός φτηνού κοστουμιού.

Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές είναι 9 το πρωί. Στις δύο ώρες που πέρασαν αφότου σηκώθηκα από το κρεβάτι, έκανα ντους με νερό που είχε ζεσταθεί με φυσικό αέριο από τη Βόρεια Θάλασσα, ξυρίστηκα με μια αμερικανική ξυριστική μηχανή χρησιμοποιώντας ηλεκτρικό ρεύμα που παράγεται από βρετανικό κάρβουνο, έφαγα μια φέτα ψωμί φτιαγμένη από γαλλικό σιτάρι και αλειμμένη με βούτυρο Νέας Ζηλανδίας και ισπανική μαρμελάδα, μετά έφτιαξα ένα φλιτζάνι τσάι από φύλλα που καλλιεργήθηκαν στη Σρι Λάνκα, φόρεσα ρούχα από ινδικό βαμβάκι και αυστραλέζικο μαλλί και παπούτσια από κινέζικο δέρμα και μαλαισιανό λάστιχο, και διάβασα μια εφημερίδα φτιαγμένη από φινλανδέζικο ξυλοπολτό και κινέζικο μελάνι.

Τώρα κάθομαι σε ένα γραφείο πατώντας τα πλήκτρα ενός ταϊλανδέζικου πλαστικού πληκτρολογίου (η ζωή του οποίου άρχισε ίσως σε μια αραβική πετρελαιοπηγή) προκειμένου να θέσω σε κίνηση κάποια ηλεκτρόνια μέσα σε ένα κορεάτικο τσιπ από πυρίτιο και ορισμένα σύρματα από χιλιανό χαλκό, ώστε να εμφανιστεί κάποιο κείμενο στην οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε από μια αμερικανική εταιρεία. Αυτό το πρωινό έχω ήδη καταναλώσει αγαθά και υπηρεσίες από δεκάδες χώρες. Στην πραγματικότητα, για ορισμένα αντικείμενα απλώς υποθέτω την εθνικότητά τους, καθώς οι πηγές των υλικών τους ποικίλλουν τόσο πολύ που είναι σχεδόν αδύνατο να θεωρήσουμε ότι τα αντικείμενα αυτά προέρχονται από κάποια συγκεκριμένη χώρα.

Και, το πιο συναφές με το θέμα μας, έχω καταναλώσει μικροσκοπικά τμήματα της παραγωγικής εργασίας πολλών δεκάδων ανθρώπων. Κάποιοι άνθρωποι έπρεπε να αντλήσουν το φυσικό αέριο, να εγκαταστήσουν το υδραυλικό σύστημα, να σχεδιάσουν την ξυριστική μηχανή, να καλλιεργήσουν το βαμβάκι και να γράψουν το λογισμικό. Χωρίς να το γνωρίζουν, όλοι αυτοί δούλευαν για μένα. Σε αντάλλαγμα για ένα τμήμα των χρημάτων μου, καθένας τους μου προσέφερε ένα τμήμα της εργασίας του. Μου έδωσαν ό,τι επιθυμούσα, όταν ακριβώς το επιθυμούσα – σαν να ήμουν ο Βασιλιάς Ήλιος, ο Λουδοβίκος ΙΔ’, στις Βερσαλίες του 1700.

Ο Βασιλιάς Ήλιος δειπνούσε κάθε βράδυ μόνος του. Επέλεγε ανάμεσα σε σαράντα φαγητά σερβιρισμένα σε χρυσά και ασημένια πιάτα. Για να προετοιμαστεί κάθε γεύμα, χρειάζονταν ούτε λίγο ούτε πολύ 498 άνθρωποι. Ο βασιλιάς ήταν πλούσιος διότι κατανάλωνε την εργασία άλλων ανθρώπων, κυρίως υπό τη μορφή των υπηρεσιών τους. Ήταν πλούσιος επειδή άλλοι άνθρωποι έκαναν κάποια πράγματα για λογαριασμό του. Την εποχή εκείνη η μέση γαλλική οικογένεια ετοίμαζε και κατανάλωνε μόνη της τα γεύματά της, και επιπλέον πλήρωνε φόρους για να συντηρεί τους υπηρέτες του βασιλιά στο παλάτι. Εύκολα λοιπόν συμπεραίνουμε πως ο Λουδοβίκος ΙΔ’ ήταν πλούσιος επειδή οι άλλοι άνθρωποι ήταν φτωχοί.

Τι γίνεται, όμως, σήμερα; Ας υποθέσουμε πως είστε ένας μέσος άνθρωπος, φερ’ ειπείν μια τριανταπεντάχρονη γυναίκα που ζει, χάριν σύγκρισης, στο Παρίσι και αμείβεται με τον μέσο μισθό, έχει έναν εργαζόμενο σύζυγο και δύο παιδιά. Αν και δεν είστε καθόλου φτωχή, με σχετικούς όρους είστε απείρως φτωχότερη από τον Λουδοβίκο. Ενώ εκείνος ήταν ο πλουσιότερος μεταξύ των πλουσίων στην πλουσιότερη πόλη του κόσμου, εσείς δεν έχετε ούτε υπηρέτες, ούτε παλάτι, ούτε άμαξα, ούτε βασίλειο. Καθώς επιστρέφετε κατάκοπη από τη δουλειά με το πλημμυρισμένο από κόσμο μετρό και σταματάτε σε κάποιο κατάστημα στην πορεία για να αγοράσετε ένα έτοιμο γεύμα για τέσσερα άτομα, ίσως να σκέφτεστε πως τα γεύματα του Λουδοβίκου ΙΔ’ ήταν απλησίαστα για το δικό σας βαλάντιο. Για ξανασκεφτείτε το όμως.

Η αφθονία των αγαθών που σας υποδέχεται καθώς μπαίνετε στο σούπερ-μάρκετ εκμηδενίζει οτιδήποτε βίωσε ποτέ ο Λουδοβίκος ΙΔ’ (και τα αγαθά αυτά είναι λιγότερο πιθανό να έχουν σαλμονέλα). Μπορείτε να αγοράσετε ένα φρέσκο, κατεψυγμένο, κονσερβοποιημένο, καπνιστό ή προμαγειρεμένο γεύμα με μοσχάρι, κοτόπουλο, χοιρινό, αρνί, ψάρι, γαρίδες, χτένια, αυγά, πατάτες, φασόλια, καρότα, λάχανο, μελιτζάνες, κουμκουάτ, σελινόριζα, μπάμιες ή εφτά είδη μαρουλιού, μαγειρεμένα σε ελαιόλαδο, καρυδέλαιο, ηλιέλαιο ή φιστικέλαιο και αρωματισμένα με κόλιανδρο, κουρκουμά, βασιλικό ή δεντρολίβανο …

Μπορεί να μην έχετε δικούς σας σεφ, αλλά όποτε σας έρθει η όρεξη μπορείτε να επιλέξετε ανάμεσα σε δεκάδες κοντινά μπιστρό και ιταλικά, κινέζικα, γιαπωνέζικα ή ινδικά εστιατόρια, σε καθένα από τα οποία μια ομάδα εκπαιδευμένων σεφ περιμένει για να εξυπηρετήσει την οικογένειά σας σε λιγότερο από μία ώρα. Σκεφτείτε αυτό: ποτέ στο παρελθόν δεν είχε ο μέσος άνθρωπος την οικονομική δυνατότητα να βάζει κάποιον άλλο να ετοιμάσει το γεύμα του.

Δεν έχετε στην υπηρεσία σας κανένα ράφτη, αλλά μπορείτε να ψάξετε στο Διαδίκτυο και να δώσετε αμέσως μια παραγγελία, διαλέγοντας από μια σχεδόν ατελείωτη σειρά εξαιρετικών και φτηνών βαμβακερών, μεταξωτών, λινών, μάλλινων και νάιλον ρούχων που κατασκευάζονται για εσάς σε εργοστάσια σε ολόκληρη την Ασία. Δεν έχετε άμαξα, αλλά μπορείτε να αγοράσετε ένα εισιτήριο που θα σας εξασφαλίσει τις υπηρεσίες ενός έμπειρου πιλότου κάποιας οικονομικής αεροπορικής εταιρείας για να μεταβείτε αεροπορικώς σε κάποιον από τους εκατοντάδες προορισμούς που ο Λουδοβίκος δεν θα μπορούσε να δει ούτε στα όνειρά του.

Δεν έχετε ξυλοκόπους για να σας φέρνουν κούτσουρα για το τζάκι, αλλά οι χειριστές των μηχανημάτων άντλησης φυσικού αερίου στη Ρωσία κοπιάζουν για να σας εξασφαλίζουν καθαρή κεντρική θέρμανση. Δεν έχετε υπηρέτη για να φροντίζει το φιτίλι στα κεριά σας, αλλά ο διακόπτης για το φως σάς προσφέρει το άμεσο και λαμπερό προϊόν ανθρώπων που εργάζονται σκληρά σε απομακρυσμένα πυρηνικά εργοστάσια. Δεν έχετε αγγελιοφόρους για να στέλνετε μηνύματα, αλλά ακόμη κι αυτή τη στιγμή ένας τεχνικός σκαρφαλώνει σε μια κεραία κινητής τηλεφωνίας σε κάποιο μέρος του κόσμου για να βεβαιωθεί ότι θα λειτουργεί σωστά για την περίπτωση που θα χρειαστεί να κάνετε κάποια κλήση σε αυτό τον τομέα του δικτύου. Δεν έχετε ιδιωτικό φαρμακοποιό, αλλά το γειτονικό φαρμακείο σάς εφοδιάζει με τα προϊόντα της εργασίας χιλιάδων χημικών, μηχανικών και εργαζομένων στη διακίνηση προϊόντων. Δεν έχετε υπουργούς, αλλά δραστήριοι ρεπόρτερ είναι πάντα σε ετοιμότητα να σας πληροφορήσουν για το διαζύγιο κάποιου σταρ του σινεμά μόλις ανοίξετε το κανάλι τους ή μπείτε στο μπλογκ τους.

Λυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι δεν έχετε στην άμεση διάθεσή σας μόνο 498 υπηρέτες, αλλά απείρως περισσότερους. Φυσικά, σε αντίθεση με τους υπηρέτες του Βασιλιά Ήλιου, οι άνθρωποι αυτοί δουλεύουν ταυτόχρονα και για πολλούς άλλους, αλλά τι σημασία έχει αυτό για εσάς προσωπικά; Αυτή είναι η μαγική δύναμη που έχει προσφέρει στο ανθρώπινο είδος η ανταλλαγή και η εξειδίκευση.

«Στην πολιτισμένη κοινωνία», έγραφε ο Άνταμ Σμιθ, το άτομο «έχει πάντοτε την ανάγκη της συνεργασίας και της βοήθειας μεγάλου πλήθους ανθρώπων, ενώ ολόκληρη η ζωή του μετά βίας μπορεί να του εξασφαλίσει τη φιλία μιας χούφτας ανθρώπων».

Στο κλασικό δοκίμιο του Λέναρντ Ρηντ «Εγώ, το μολύβι» («I, Pencil»), που δημοσιεύτηκε το 1958, ένα απλό μολύβι περιγράφει πώς κατασκευάστηκε από εκατομμύρια ανθρώπους – από τους ξυλοκόπους του Όρεγκον και τους εργάτες στα ορυχεία γραφίτη της Σρι Λάνκα μέχρι τους καλλιεργητές καφεόδεντρων στη Βραζιλία (που παρήγαγαν τον καφέ που έπιναν οι ξυλοκόποι).

«Ούτε ένα άτομο μέσα σε όλα αυτά τα εκατομμύρια», καταλήγει το μολύβι, «συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της εταιρείας μολυβιών, δεν συνεισφέρει παραπάνω από ένα απειροελάχιστο κομματάκι τεχνογνωσίας». Το μολύβι εκπλήσσεται από «την απουσία ενός ιθύνοντα νου, κάποιου που να ορίζει ή να κατευθύνει με καταναγκασμό τις αμέτρητες αυτές ενέργειες που συντελούν στη δημιουργία μου».

Αυτό εννοώ όταν αναφέρομαι στον συλλογικό εγκέφαλο. Όπως επισήμανε πρώτος ο Φρήντριχ Χάγιεκ, η γνώση

«δεν υφίσταται ποτέ σε συμπυκνωμένη ή ενιαία μορφή, αλλά μόνο στη μορφή των διάσπαρτων μικρών τμημάτων ατελούς και συχνά αντιφατικής γνώσης που κατέχουν όλα τα ξεχωριστά άτομα».

Matt Ridley – Ορθολογική αισιοδοξία. Πώς αναδύεται εξελικτικά η ευημερία.

Μετάφραση: Έλσα Βιδάλη. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης

ΠΗΓΗ


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ