Ο θεσμός της οικογένειας: Το τρίπατο «καταφύγιο» της Κυθήρων που με έκανε πιο δυνατή!


Ο βασικότερος λόγος που μέχρι πρόσφατα πυροδοτούσε επικούς τηλεφωνικούς -και όχι μόνο- καυγάδες με τους γονείς μου, ήταν το «πώς», αλλά κυρίως το «πότε» θα επισκεφθώ το πατρικό μου – Τι είναι στα αλήθεια η οικογένεια; 

Σε μία παλιά τηλεοπτική σειρά ελληνικής παραγωγής, η σγουρομάλλα πρωταγωνίστρια είχε αναφέρει το εξής εύστοχο μεταξύ των αμέτρητων διδαχών της που τότε παρακολουθούσα ως Ευαγγέλιο: «Οι πρώην είναι σαν το σπίτι των γονιών μας. Χαιρόμαστε όταν επιστρέφουμε, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να μείνουμε εκεί για πάντα». Και ειλικρινά, όποιος έχει καταφέρει να ανεξαρτητοποιηθεί από τη «φωλιά» του πατρικού πριν κλείσει τα 30, μπορεί να καταλάβει την απύθμενη σοφία που κρύβει η παραπάνω ατάκα. Ωστόσο πλέον, με το πέρας της «μένουμε σπίτι» περιόδου που έφερε τα πάντα κάτω στις ζωές όλων, δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει όντως η συγκεκριμένη ατάκα, τουλάχιστον για εμένα.

Κακά τα ψέματα, ακόμη και όταν βρεις το σπίτι των ονείρων σου, το διακοσμήσεις ακριβώς όπως λειτουργεί καλύτερα για τη δική σου προσωπική ευχαρίστηση και το κυριότερο αισθητική, σύμφωνα με τις δικές σου συνήθειες και ανάγκες, πάλι δεν θα μπορεί να συγκριθεί με την απόλυτη οικειότητα και άνεση που αισθάνεσαι, περνώντας το κατώφλι του σπιτιού που σε μεγάλωσε. Γιατί όσα σπίτια και αν αλλάξουμε, κανένα σπίτι δεν θα είναι περισσότερο «σπίτι», από αυτό που κάναμε τα πρώτα μας βήματα, για να βγούμε στον κόσμο. Και ειδικότερα, όταν αυτό περιλαμβάνει εκτός από τους γονείς και την αδερφή σου, τη γιαγιά, τη θεία, τον θείο, τα τέσσερα –χαριτωμένα ιδιόρρυθμα- ξαδέρφια σου που είναι από 12 έως 20 ετών και φυσικά, το πιο τρυφερό τετράποδο φιλαράκι του κόσμου.

Our house in the middle of the street!

Κάπως έτσι κυλάνε οι μέρες στο πατρικό μου τα τελευταία δώδεκα χρόνια ή καλύτερα, από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Ένα γωνιακό τρίπατο με ευρύχωρη, σκιερή αυλή, κήπο, ανοιχτό γκαράζ που άλλοτε θύμιζε παιδότοπο και χαμηλά καφέ κάγκελα, μερικά σκουριασμένα από τον χρόνο. Βρίσκεται σε μία φωτεινή και φιλόξενη γειτονιά της Αργυρούπολης στα σύνορα με το Ελληνικό, από τη δεκαετία του ’60 που το έχτισε ο παππούς με τα χεράκια του, για να προικίσει τις μονάκριβες κόρες του. Τότε που όπως συνήθιζε να λέει με υπερβολή, «τα νότια προάστια ήταν ακόμη βοσκότοπος». Από αυτό το σπίτι βγήκαν στολισμένες και ντυμένες στα άσπρα. Επέστρεψαν με ένα καλό παιδί η κάθε μία στο πλάι της. Ο ένας από τα καλύτερα σαλόνια της Κηφισιάς με πτυχία, βινίλια του Bowie, εμπεριστατωμένες απόψεις περί Μαρξισμού, κολλητές που έγραφαν για το περιοδικό ΚΛΙΚ, φίλους ηθοποιούς και ο άλλος, γέννημα θρέμμα στις αλάνες της Τερψιθέας με μοτοσικλέτα, πρωινή απασχόληση σε συνεργείο και δικό του συνοικιακό bar στα 24, ο μπαμπάς μου.

Βολεύτηκαν στα πάνω διαμερίσματα και λίγο αργότερα, ακολουθήσαμε οι υπόλοιποι. Μέχρι τον ερχομό της αδερφή μου το 1998, το ενδιαφέρον όλων στο τρίπατο της Κυθήρων ήταν απόλυτα στραμμένο επάνω μου και η μεγάλη βεράντα με την κορομηλιά, τα πολύχρωμα γεράνια, τη λεμονιά, η λιλιπούτια «αυτοκρατορία» μου. Μετά την αδερφή μου αυτά κόπηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και ακολούθησε λίγους μήνες μετά ο Χρήστος, το πρώτο παιδί της θείας μου, που μεγαλώνοντας θα έμπαινε με τιμή και δόξα στο Πολυτεχνείο, κάνοντας όλο το τρίπατο να πλημμυρίσει περηφάνια. Ο Χαράλαμπος που είναι ο γόης του σχολείου του και μία μέρα θα γίνει διάσημος μουσικός παραγωγός. Η Εμμέλεια που ονειρεύεται να γίνει τραγουδίστρια ή χορεύτρια σε girl band και τελευταία η Μυρσίνη, η οποία είναι πολύ μικρή για να έχει τέτοιες σκοτούρες, αλλά είμαι σίγουρη πως θα σκαρφιστεί κάτι πολύ καλό και θα μας εκπλήξει στο μέλλον… οικογενειακώς.

Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος

Με αυτή την κάπως αλλόκοτη ομάδα ανθρώπων πέρασα τις πρώτες και πιο ανέμελες δεκαετίες της ζωής μου και ίσως, τις πιο καθοριστικές. Κάπου στα 19 άνοιξα «πανιά», σήκωσα γενναία το λάβαρο της ανεξαρτησίας και έφυγα φευγάτη και καμαρωτή φοιτήτρια στην επαρχία. Έναν χρόνο μετά, το τρίπατο της Κυθήρων θα αποκτούσε ένα νέο μέλος, την τετράποδη και αδέσποτη Τζίτζελ. Από εκείνο το μεσημέρι που έκλεισα πίσω μου την πόρτα για να μετακομίσω στη φοιτητική μου «φωλιά», δεν επέστρεψα ποτέ στην πραγματικότητα. Τα χρόνια που ακολούθησαν πέρασα δημιουργικό χρόνο με τον εαυτό μου και πλέον μου ήταν εντελώς αδιανόητο να μοιραστώ, όχι μόνο ένα διαμέρισμα με τρία ακόμη άτομα, αλλά μία οικογενειακή πολυκατοικία. Για αυτό πάντα έψαχνα αφορμές, να φορτώσω το backpack στους ώμους. Βόλτες, ξενύχτια, διακοπές με φίλους, Erasmus, σύντομα ταξίδια στην Ευρώπη. Σε ένα από αυτά, όταν επέστρεψα, ο παππούς δεν ήταν εκεί. Λίγα χρόνια μετά έπιασα την πρώτη μου απασχόληση, το πρώτο σπίτι στη Γλυφάδα, το δεύτερο στην κακόφημη πλατεία Ελευθερίας (Κουμουνδούρου), το τρίτο και τελευταίο στο Θησείο. Από τόπος «λατρείας» το πατρικό μου σε βάθος χρόνου μετατράπηκε σε δημόσια υπηρεσία, την οποία επισκεπτόμουν γιατί ένιωθα υποχρεωμένη να δίνω, που και που το «παρών». Ήμουν πολύ απασχολημένη, βλέπεις, να σχεδιάσω και να πραγματοποιήσω τη ζωή που πάντα ονειρευόμουν. Και εκεί που νόμιζα πως είχα τον απόλυτο έλεγχο, πάνω που βολεύτηκα για τα καλά στην καρέκλα του «σκηνοθέτη» της ζωής μου, η μπομπίνα ρόλλαρε με το μέρος μου και είχα τα ηνία, έσκασε κεραυνός εν αιθρία ο Covid – 19 και μαζί του το teleworking.

Ζακέτα να βάλεις!

Ξαφνικά η καθημερινότητα, η ίδια η ζωή περιορίστηκε στα λίγα τετραγωνικά τής γκαρσονιέρας dream house που από μικρή ονειρευόμουν να μένω, με εμένα να επιδίδομαι σε ακούραστες αλλά ιδιαίτερα απολαυστικές ώρες τηλεργασίας, απόπειρες μαγειρικής, ανάγνωσης του «Οδυσσέα» του Joyce, DIY κατασκευές, μουσική να παίζει νυχθημερόν, γεύματα από τα χεράκια μου στην ταράτσα με… ταβάνι τα αστέρια, ατελείωτη εξερεύνηση στον απογευματινό μου περίπατο μέχρι τον λόφο του Φιλοπάππου και το «Τρίτο Πρόγραμμα» να ψιθυρίζει στα ακουστικά διαχρονικές μελωδίες. Πράγματι μοιάζει μία παραμυθένια καθημερινότητα και θα ήταν, εάν τις περισσότερες από αυτές τις βόλτες δεν διέκοπταν οι εισερχόμενες κλήσεις της μαμάς μου, με εκείνη να ρωτάει αν έφαγα, τι έφαγα, πότε το έφαγα, τι θα φάω αύριο, να βάλω ζακέτα πριν πάρω τους δρόμους γιατί ο Απρίλης «θερίζει» και τέλος, πότε θα πάω να τους δω, γιατί τους έλειψα, όπως έλεγε με παράπονο. Αναρωτιόμουν τι δεν έχει καταλάβει από τις κρατικές οδηγίες σχετικά με το «μένουμε σπίτι», ενώ έχει ταμπουρωθεί, παρακολουθεί ανελλιπώς Τσιόδρα και γνωρίζει πόσο επικίνδυνο είναι για όλους, να έρθω σε επαφή με άλλα εφτά άτομα, το ένα σε ευπαθή ομάδα. Ευτυχώς, η δύναμη της οικογένειας αλλά κυρίως η μουρμούρα της μητέρας μου, με έπεισαν να τους επισκεφθώ για το γιορτινό Σαββατοκύριακο του Πάσχα και να ζήσω τις πιο απολαυστικές και σπιτικές γιορτές της τελευταίας δεκαετίας!

WE – ARE – FAMILY

Συγκέντρωσα δύο ρούχα στην τσάντα μου, μπήκα στο αυτοκίνητο και λίγο αργότερα, περνούσα τη χαμηλή αυλόπορτα με τα καφέ κάγκελα. Το Τζίτζελο στροβιλίζοντας χαρωπά την ουρά του, όρμησε πάνω μου πριν πάρω χαμπάρι και άκουσα τη Μυρσίνη να φωνάζει στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου και να τσακώνεται με τον Χάρη. Τότε, χωρίς να καταλάβω το πώς, συνέβη κάτι πραγματικά μαγικό και εγώ, έγινα πάλι παιδί! Για τις επόμενες τρεις ημέρες, κουβέντιαζα με τις ξαδέρφες μου αχόρταγα περί φεμινισμού, εκείνες μου έμαθαν χορευτικά της Billie Ellish και εγώ τους χάρισα παλιά μου ρούχα που είχαν ξεμείνει στην ντουλάπα. Χόρεψα ξέφρενα με τη θεία μου «Τα πιο ωραία λαϊκά» της Πρωτοψάλτη, ανέβηκα στο τραπέζι, έσπασα πιάτα όταν ο Χρήστος σηκώθηκε για το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας». Έκλαψα στην αγκαλιά της αδερφής μου. Συζήτησα μαζί της για την Τριλογία του Μπέκετ.

Είδα την ταινία «The Untouchables» με τον μπαμπά μου, τον «Ηλία του 16ου» όπως παλιά στο μικρό μας σαλόνι, και αφού πρώτα του έκανα ένα κούρεμα επαγγελματικών προδιαγραφών! Έδειξα μέσω tablet στη μαμά κείμενα που έχω γράψει για το Queen.gr και καμάρωνε όπως μόνο μία γνήσια Ελληνίδα μάνα, μπορεί να καμαρώνει για το καμάρι της. Κουβέντιασα με τον θείο μου για το ζήτημα της θείας λειτουργίας την περίοδο του covid-19, ακούγοντας το «Diamond Dogs». Απόλαυσα ελληνικό βαρύ γλυκό στις 7 το πρωί στην παλιά μου «αυτοκρατορία», παρέα με την πιο χαριτωμένη γιαγιά-εγκυκλοπαίδεια, να μου λέει ξανά και ξανά τις ίδιες ιστορίες, για τον σεισμό του ‘53 στο Αργοστόλι, το Πολυτεχνείο, την ταβέρνα του παππού στα Εξάρχεια και τη γνωριμία της με τη Μπέλλου, που έχω ακούσει χιλιάδες φορές.

Κάπως έτσι, άρχισα να γνωρίζομαι πάλι από την αρχή με τους ανθρώπους που με μεγάλωσαν πίσω στο τρίπατο της Κυθήρων. Η μακρά περίοδος που μένω μακριά από το πατρικό μου, η χρονική και χιλιομετρική απόσταση που πήρα την τελευταία δεκαετία, η ακατανίκητη περιέργεια να εξερευνήσω νέους ανθρώπους, τόπους και εμπειρίες, τα όνειρα για μία θέση κάτω από τον… ήλιο της dream job, έναν τρόπο ζωής διαφορετικό από αυτόν που έμαθα στην Κυθήρων, έναν τρόπο ζωής «κομμένο και ραμμένο» στα μέτρα μου και ένα σπίτι με θέα Ακρόπολη και κάθε κόστος, σε βάθος χρόνου με έκαναν να ξεχάσω πόσο ξέγνοιαστα ζούσα κάποτε εκεί. Λες και μαζί με όλους τους υπόλοιπους, άφησα πίσω στο παιδικό μου δωμάτιο και την ανήλικη Μάτα που κρύβεται μέσα μου. Το παιδί που ήθελε να πέσει με λαχτάρα και φόρα στην αγκαλιά της μαμάς και του μπαμπά όταν μπήκε από την πόρτα της κουζίνας, λες και μόλις γύρισε από το σχολείο. Επέλεξε να κρατήσει τις αποστάσεις για να τους προστατεύσει.

Και ναι είχε δίκιο η Ράνια. Σε καμία περίπτωση δεν θέλω να γυρίσω πίσω σε εκείνο το σπίτι για πάντα και θα συνεχίσω να αναβάλω την επόμενη επίσκεψή μου γιατί τα deadline, οι δουλειές του σπιτιού, οι παρέες, οι ασχολίες μου… τρέχουν ολοταχώς, με εμένα στο κατόπι τους. Όμως ξέρω, πως κάθε φορά που θα περνάω την χαμηλή καφέ αυλόπορτα στο τρίπατο της Κυθήρων, θα βγαίνω ακόμη πιο δυνατή και ετοιμοπόλεμη να υπερβώ όποιο εμπόδιο βρεθεί στον δρόμο μου.


Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ