Ελληνοτουρκικά: Τι είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης – Πόσο δεσμευτικές είναι οι αποφάσεις του;


Πότε και για ποιον σκοπό ιδρύθηκε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης; Είναι αρμόδιο να κρίνει την ελληνοτουρκική διαφορά; Πότε προσφεύγει ένα κράτος στο Διεθνές Δικαστήριο και τι είχε συμβεί την τελευταία φορά, που προσέφυγε η Ελλάδα κατά της Τουρκίας; Πόσο δεσμευτικές είναι οι αποφάσεις του και για ποιους;

Με την τουρκική προκλητικότητα να έχει φτάσει εκ νέου στο απόγειο, γίνεται πολλή συζήτηση -από πολιτικούς και ΜΜΕ- περί προσφυγής της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ). Οι αμφισβητήσεις των Τούρκων στο Αιγαίο, αλλά και οι εκ μέρους της γείτονος διεκδικήσεις καθιστούν το ΔΔΧ δικαιοδοτικό θεσμό επίλυσης των διαφορών.

Το Διεθνές Δικαστήριο της Δικαιοσύνης, αποκαλούμενο συχνά εντός του ελλαδικού χώρου ως Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, είναι κύριο όργανο του ΟΗΕ και αποτελεί συνέχεια του αντίστοιχου οργάνου της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), το οποίο έφερε τον επίσημο τίτλο Διαρκές Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔΔ) και το οποίο καταργήθηκε.

Την ίδρυση του νέου αυτού Διεθνούς Δικαστηρίου προέβλεψε το Κεφάλαιο ΙΔ’ (άρθρα 92-96) του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που υπεγράφη στις 26 Ιουνίου 1945 στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ, συνημμένο στο οποίο ήταν έτοιμο και το Καταστατικό του ΔΔΔ αποτελούμενο από 70 άρθρα. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν αποτελεί αυτοτελή οργανισμό (όπως το προηγούμενο ΔΔΔ), επειδή τυγχάνει κύριο δικαστικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών, με το καταστατικό του να αποτελεί τμήμα του Καταστατικού του ΟΗΕ.

Το καταστατικό του ΔΔΧ ορίζει τα της εκλογής των μελών του δικαστηρίου. Πιο συγκεκριμένα, συγκροτείται από 15 δικαστές που εκλέγονται για 9 έτη από το Συμβούλιο Ασφαλείας και τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, που συνεδριάζουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, (ξεχωριστές ψηφοφορίες). Κάθε 3 έτη ανανεώνεται το 1/3 των δικαστών.

Οι δικαστές εκλέγονται για 9 έτη με βάση τα προσόντα τους και όχι την εθνικότητά τους, αποκλειομένης μόνο της περίπτωσης εκλογής δύο δικαστών της ίδιας εθνικότητας. Επίσης δεν επιτρέπεται σ΄ αυτούς κατά τη θητεία τους να ασκούν παράλληλα άλλη επαγγελματική δραστηριότητα. Γεγονός πάντως είναι ότι καταβάλλεται προσπάθεια ώστε ν΄ αντιπροσωπεύονται στο Δικαστήριο αυτό τα κυριότερα νομικά συστήματα του κόσμου.

Ποιες χώρες μπορούν να προσφύγουν στο Δικαστήριο

Για να εισέλθει ένα θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο πρέπει όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη να συμφωνούν για την παραπομπή της διαφοράς τους σ’ αυτό. Όλες οι χώρες που φέρονται να έχουν συνυπογράψει το καταστατικό του Δικαστηρίου μπορούν να παραπέμψουν σ΄ αυτό οποιαδήποτε υπόθεση. Μπορούν επίσης και να προσφύγουν και Χώρες που δεν έχουν προσυπογράψει το καταστατικό, σύμφωνα πάντα με τους όρους που καθορίζει το Συμβούλιο Ασφαλείας.

Σημειώνεται ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας διατηρεί το δικαίωμα να παραπέμψει σ΄ αυτό οποιαδήποτε νομική διαφορά, ενώ τόσο το Συμβούλιο Ασφαλείας όσο και η Γενική Συνέλευση μπορούν επίσης και να ζητήσουν απ΄ αυτό Δικαστική γνωμοδότηση για διάφορα νομικά ζητήματα. Επίσης, το δικαίωμα αυτό διατηρούν και άλλες Διεθνείς Οργανώσεις του ΟΗΕ, εφόσον προηγουμένως λάβουν την έγκριση της Συνέλευσης, για θέματα περί της δραστηριότητάς τους.

Προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο μπορούν να κάνουν μόνο κράτη και όχι ιδιώτες ή οργανισμοί (εκτός του ΟΗΕ).

Πότε έχει το ΔΔΧ την αρμοδιότητα να εκδικάζει υποθέσεις;

Σύμφωνα με το Καταστατικό του ΔΔΧ, για την παραπομπή μίας υπόθεσης ενώπιον του ΔΔΧ απαιτείται (α) αρμοδιότητα ως προς τα διάδικα μέρη (rationae personae) και (β) αρμοδιότητα ως προς την ύλη (rationae materiae). Το Δικαστήριο δηλαδή θα επιληφθεί μιας διαφοράς μόνον εφόσον οι διάδικοι είναι κυρίαρχα κράτη (Άρθρο 34§1/ΚατΔΔ) και αφού διαπιστώσει, αφενός ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη συναινούν στην υποβολή μίας υπόθεσης ενώπιόν του, αφετέρου πως η υπόθεση αυτή εμπίπτει σε ένα σύνολο ζητημάτων που απορρέουν από τις καταστατικές του αρμοδιότητες (Άρθρο 36§1-2/ΚατΔΔ).

Η συναίνεση αποτελεί εξέχον στοιχείο της δικαιοδοτικής διαδικασίας και μπορεί να θεμελιωθεί με τους ακόλουθους τρόπους:

Συμβατική αποδοχή της αρμοδιότητας του ΔΔΧ (Άρθρο 36§1/ΚατΔΔ), που προκύπτει είτε μέσω ενός μεμονωμένου συνυποσχετικού (ειδική συμβατική αποδοχή της αρμοδιότητας του ΔΔΧ επί συγκεκριμένης διαφοράς), είτε από μία Συνθήκη (της οποίας οι διατάξεις προσδίδουν στο ΔΔΧ την απαραίτητη αρμοδιότητα να εκδικάσει μία διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών της).

A priori (εκ των προτέρων) αποδοχή του προαιρετικού χαρακτήρα της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του ΔΔΧ (Άρθρο 36§2-3/ΚατΔΔ) από τα κράτη, μέσω μίας δήλωσης με την οποία αναγνωρίζουν στο δικαστήριο, συνήθως για ορισμένο χρονικό διάστημα, την αρμοδιότητα να εκδικάζει υποθέσεις που εμπίπτουν σε θέματα ερμηνείας συνθηκών, διεθνούς δικαίου, παραβιάσεις διεθνούς υποχρέωσης ή και αποζημιώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση επισημαίνεται ότι τα κράτη έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν επιφυλάξεις επί συγκεκριμένων θεμάτων κατά την αποδοχή. Η Ελλάδα για παράδειγμα έχει αποδεχθεί μεν την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης αλλά με ορισμένες εξαιρέσεις, που επιγραμματικά αφορούν την εδαφική ακεραιότητα, την άμυνα και την ασφάλεια.

Σιωπηρή παρέκταση της a priori αποδοχής του προαιρετικού χαρακτήρα της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του ΔΔΧ, πέρα από το ορισμένο χρονικό διάστημα.

(*)Forum prorogatum (προέκταση δικαιοδοσίας), ως η συναίνεση που προκύπτει με έμμεσο ή ανεπίσημο τρόπο. Για παράδειγμα, εάν το κράτος x προβεί σε μονομερή προσφυγή στο ΔΔΧ κατά του κράτους y και το κράτος y, χωρίς να έχει επίσημα συναινέσει, δράσει με τέτοιο τρόπο ή με μία σειρά πράξεων που να αποδεικνύουν την έμμεση συμμετοχή του στη διαδικασία, είναι δυνατό να θεμελιωθεί αυτοδικαίως αποδοχή αρμοδιότητας του ΔΔΧ. (βλ. και παρακάτω για την περίπτωση της Ελληνοτουρκικής διαφοράς του 1976)

Κεφάλαιο 2 του Καταστατικού Χάρτη του ΔΔΧ: Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου

Άρθρο 34.

1. Μόνο τα κράτη μπορούν να είναι διάδικοι σε υποθέσεις που εκδικάζονται από το Δικαστήριο.

2. Το Δικαστήριο, με τις προϋποθέσεις που θέτει ο Κανονισμός του, θα μπορεί να ζητά από δημόσιους διεθνείς οργανισμούς πληροφορίες σχετικές με τις υποθέσεις που εκδικάζει, και επίσης θα δέχεται τέτοιες πληροφορίες που θα του δίνουν τέτοιοι οργανισμοί με δική τους πρωτοβουλία.

3. Όσες φορές, σε μια υπόθεση που θα εκδικάζεται από το Δικαστήριο, θα αμφισβητείται η ερμηνεία της καταστατικής πράξεως ενός δημόσιου διεθνούς οργανισμού ή η ερμηνεία μιας διεθνούς συμβάσεως που θα έχει συναφτεί σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της πράξεως, ο Γραμματέας θα ειδοποιεί σχετικά τον ενδιαφερόμενο διεθνή οργανισμό και θα του κοινοποιεί αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας.

Άρθρο 35.

1. Στο Δικαστήριο θα μπορούν να προσφεύγουν τα κράτη που έχουν αποδεχτεί αυτό το Καταστατικό.

2. Οι προϋποθέσεις με τις οποίες θα μπορούν να προσφεύγουν στο Δικαστήριο άλλα κράτη θα ορίζονται – με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων που περιέχονται στις ισχύουσες συνθήκες – από το Συμβούλιο Ασφαλείας, αλλά σε καμιά περίπτωση δε θα δημιουργούν για τους διαδίκους ανισότητα απέναντι στο Δικαστήριο.

3. Όταν ένα κράτος που δεν είναι μέλος των Ηνωμένων Εθνών είναι διάδικος σε μια υπόθεση, το Δικαστήριο θα ορίζει το ποσό που αυτός ο διάδικος θα είναι υποχρεωμένος να συνεισφέρει για τα έξοδα του Δικαστηρίου. Αυτή η διάταξη δε θα εφαρμόζεται, αν το κράτος για το οποίο γίνεται λόγος μετέχει στα έξοδα του Δικαστηρίου.

Άρθρο 36.

1. Στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιλαμβάνονται όλες οι υποθέσεις τις οποίες οι διάδικοι υποβάλλουν σ΄ αυτό και όλα τα ζητήματα τα οποία προβλέπονται ειδικά στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών ή σε ισχύουσες συνθήκες και συμβάσεις.

2. Τα κράτη που έχουν αποδεχτεί αυτό το Καταστατικό θα μπορούν οποτεδήποτε να δηλώσουν ότι αναγνωρίζουν, χωρίς ειδική σύμβαση, ως υποχρεωτική τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο κράτος που αναλαμβάνει την ίδια υποχρέωση, για όλες τις νομικές διαφορές που αφορούν:

α. την ερμηνεία μιας συνθήκης,
β. κάθε θέμα διεθνούς δικαίου,
γ. την ύπαρξη γεγονότος που, αν διαπιστωνόταν, θα αποτελούσε παραβίαση διεθνούς υποχρεώσεως,
δ. τη φύση και την έκταση των επανορθώσεων που πρέπει να γίνουν για την παραβίαση μιας διεθνούς υποχρεώσεως.

3. Οι δηλώσεις που αναφέρονται παραπάνω μπορούν να γίνουν χωρίς όρους ή με τον όρο της αμοιβαιότητας εκ μέρους μερικών ή ορισμένων κρατών, ή για ορισμένο διάστημα.

4. Οι δηλώσεις αυτές θα καταθέτονται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, που θα διαβιβάζει αντίγραφά τους στα κράτη που θεωρούνται συμβαλλόμενα μέρη του Καταστατικού αυτού και στο Γραμματέα του Δικαστηρίου.

5. Οι δηλώσεις που έγιναν σύμφωνα με το άρθρο 36 του Καταστατικού του Μόνιμου Διεθνούς Δικαστηρίου για ένα χρονικό διάστημα που δεν έχει ακόμη λήξει θα θεωρηθούν, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κρατών που δεσμεύονται από το Καταστατικό αυτό, ως αποδοχή της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου, για το χρονικό διάστημα που θα μεσολαβήσει ως τη στιγμή που θα πάψουν να ισχύουν, και σύμφωνα με τους όρους των.

6. Σε περίπτωση που θα υπάρχει διαφωνία για το αν το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα, το ζήτημα θα λύνεται με απόφαση του Δικαστηρίου.

Άρθρο 37.

Όσες φορές μια ισχύουσα συνθήκη ή σύμβαση προβλέπει την παραπομπή ενός ζητήματος σε δικαστήριο που θα είχε ιδρυθεί από την Κοινωνία των Εθνών ή στο Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης, το ζήτημα θα παραπέμπεται στο Διεθνές Δικαστήριο, εφόσον θα πρόκειται για διαφορές μεταξύ κρατών που δεσμεύονται από το Καταστατικό αυτό.

Άρθρο 38.

1. Το Δικαστήριο, που έργο του έχει να εκδικάζει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τις υποθέσεις που υποβάλλονται σ΄ αυτό, θα εφαρμόζει:

α. τις διεθνείς συμβάσεις, γενικές ή ειδικές, που θέτουν κανόνες οι οποίοι αναγνωρίζονται ρητά από τα αντίδικα κράτη,
β. το διεθνές εθιμικό δίκαιο, ως απόδειξη γενικής πρακτικής, που γίνεται δεκτή ως κανόνας δικαίου,
γ. τις γενικές αρχές του δικαίου που αναγνωρίζονται από τα πολιτισμένα έθνη,
δ. με την επιφύλαξη όσων προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 59, τις δικαστικές αποφάσεις και τα διδάγματα των πιο αναγνωρισμένων δημοσιολόγων των διάφορων εθνών, ως βοηθητικά μέσα για τον καθορισμό των κανόνων δικαίου.

2. Αυτή η διάταξη δε θα θίγει την εξουσία του Δικαστηρίου να κρίνει μια υπόθεση «ex aequo et bono», αν οι διάδικοι συμφωνούν σ΄ αυτό.

Είναι δεσμευτικές και σεβαστές οι αποφάσεις του ΔΔΧ;

Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στην περίπτωση επιλογής νομικών μέσων, η δικαιοδοσία των οργάνων που επιλύουν μία διαφορά, έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Εδώ, προκύπτει το δεύτερο ερώτημα, πόσο δεσμευτικές είναι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου.

Οι εκδιδόμενες αποφάσεις λαμβάνονται μυστικά και κατά πλειοψηφία και είναι από θεσμικής άποψης δεσμευτικές και σεβαστές, ενώ αντίθετα οι γνωμοδοτήσεις δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.

Το αυξημένης τυπικής ισχύος ΚατΔΔ προβλέπει το υποχρεωτικό, το οριστικό και το ανέκκλητο της απόφασης για τα αντίδικα μέρη (Άρθρα 59-60/ΚατΔΔ). Επιπλέον το Άρθρο 94§1/ΧαρτΗΕ καλεί όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου. Τονίζεται επίσης ότι, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Άρθρου 94§2/ΧαρτΗΕ, αναφορικά με τη λήψη αποφάσεων από το Διεθνές Δικαστήριο, στις περιπτώσεις που «[…] ένας αντίδικος σε μία υπόθεση δεν εκτελέσει τις υποχρεώσεις που του επιβάλλονται […], ο άλλος αντίδικος δικαιούται να καταφύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να κάνει συστάσεις ή να αποφασίσει για τα μέτρα που θα ληφθούν, ώστε να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση».

Στην πράξη, η αντίληψη περί σεβασμού των δικαστικών αποφάσεων μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική. Αν και οι περιπτώσεις μη τήρησης των αποφάσεων του ΔΔΧ μέχρι και σήμερα είναι ελάχιστες, κανείς φυσικά δεν μπορεί να εγγυηθεί για παράδειγμα, ότι μία πιθανώς ευνοϊκή για την Ελλάδα απόφαση θα γίνει πλήρως σεβαστή και από την Τουρκία. Ο σεβασμός του δικαίου και της νομολογίας πρέπει να αποτελούν για τη διεθνή κοινότητα πρωταρχικές επιδιώξεις. Στην αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει η τελευταία να προσαρμοστεί στην απαισιόδοξη αντίληψη ότι το περιβάλλον θα είναι εσαεί χαώδες και πως δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να επικρατήσει το δίκαιο, πάρα μόνον η βούληση του ισχυρού. Παρά ταύτα είναι εμφανές ότι η παγκόσμια κοινωνία διαρκώς επιδιώκει να θεσπίζει, μέσα από την πρακτική των υπερεθνικών μορφωμάτων, τα αναγκαία εργαλεία και μέσα ώστε να επιλύονται οι διαφορές δίχως τη χρήση βίας. Ωστόσο ένα είναι απολύτως βέβαιο: Η διαφύλαξη της αρμονικής συνύπαρξης έγκειται μεν στην αποκλειστική βούληση των κρατών, απαιτείται δε η μεγιστοποίηση της συλλογικής αποφασιστικότητας της διεθνούς κοινωνίας.

Η ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα

Η ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου πελάγους αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η υφαλοκρηπίδα πρέπει να οριοθετηθεί με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, ενώ η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας και ότι η εγγύτητα των ελληνικών νησιών στα τουρκικά παράλια αποτελεί «ειδική περίσταση», που δικαιολογεί απόκλιση από την αρχή της μέσης γραμμής.

Η διαμάχη ανάγεται από το καλοκαίρι του 1973, μετά τη δημόσια δήλωση του επικεφαλής της χούντας Γεωργίου Παπαδόπουλου, περί ύπαρξης κοιτασμάτων πετρελαίου στο Αιγαίο και εξόρυξης αυτών. Παράλληλα η τουρκική κυβέρνηση παραχώρησε άδεια διεξαγωγής ερευνών για πετρέλαιο σε υποθαλάσσιες περιοχές κοντά σε ελληνικά νησιά. Το 1974 και το 1976 πραγματοποιήθηκαν έρευνες στο Αιγαίο από τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος. Η Ελλάδα αντέδρασε, θεώρησε τη διαμάχη νομική και ζήτησε την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Το ζήτημα περιπλέκεται από το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει κυρώσει ούτε τη Διεθνή Συνθήκη για την Υφαλοκρηπίδα του 1958 ούτε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, οι οποίες ορίζουν την υφαλοκρηπίδα και τρόπους οριοθέτησής της. Το Δικαστήριο της Χάγης πάντως, όπως αναφέρεται και παραπάνω, έχει δεχτεί, ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα αποτελούν διεθνές Γενικού Ιδιωτικού Δικαίου και τα άρθρα 1-3 της Συνθήκης του 1958 ισχύουν για όλα τα κράτη, ανεξάρτητα από το αν την έχουν κυρώσει.

Στην περίπτωση της μονομερούς προσφυγής της Ελλάδος κατά της Τουρκίας στο ΔΔΧ το 1976, αναφορικά με το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, η Τουρκία επισήμανε ότι παρόλο που είχε έμμεση συμμετοχή με υπομνήματα στη διαδικασία, αυτό δε συνιστούσε forum prorogatum (*). Το Δικαστήριο έτσι αρνήθηκε την ύπαρξή αρμοδιότητάς του και για αυτό δεν υπεισήλθε τότε στην εξέταση της διαφοράς.

Η κρίση του Σισμίκ

Λόγω της τουρκικής άρνησης να επιλύσει το θέμα με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, η εκκρεμότητα συνεχίστηκε ως το Μάρτιο του 1987, οπότε η κρίση έφθασε στα όρια ένοπλης αντιπαράθεσης, όταν το τουρκικό πλοίο Σισμίκ-1, συνοδευόμενο από τουρκικά πολεμικά, ξεκίνησε για να πραγματοποιήσει έρευνες έξω από την αιγιαλίτιδα ζώνη ελληνικών νησιών.

Η κρίση εκτονώθηκε με την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των δύο πρωθυπουργών (του Ανδρέα Παπανδρέου και του Τουργκούτ Οζάλ), οπότε η Ελλάδα επαναδιατύπωσε τη θέση της για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, στην οποία εμμένει μέχρι σήμερα.

Η ελληνική θέση και η διεθνής πρακτική

Σύμφωνα με το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, το ζήτημα έγκειται στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας σε δύο συγκεκριμένα σημεία, δηλαδή αφενός στη θαλάσσια προέκταση της συνοριακής γραμμής στη Θράκη και αφετέρου στα πλησίον της τουρκικής ακτής ευρισκόμενα νησιά του βορείου και ανατολικού Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα. Δεν αφορά σαφώς σε ολόκληρη την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου όπως όψιμα ισχυρίζεται η Τουρκία, η οποία άλλωστε είχε παραχωρήσει άδειες διεξαγωγής πετρελαϊκών ερευνών σε τουρκικές επιχειρήσεις μόνο για τα δύο προαναφερόμενα σημεία.

Επιπλέον, όπως σαφώς προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τη σχετική νομολογία (Σύμβαση της Γενεύης 1958, Σύμβαση 1982 Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας, Απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας 1969) τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας, παρά τους περί του αντιθέτου νομικά αβάσιμους ισχυρισμούς της Τουρκίας. (Η Τουρκία πάντως μέχρι σήμερα δεν έχει κυρώσει τη Σύμβαση του 1982, οπότε δε δεσμεύεται από αυτήν).

Ως προς την επίλυση της διαφοράς, η Τουρκία επικαλείται την αρχή της ευθυδικίας (equity). Σύμφωνα με την Ελλάδα για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας εφαρμόζεται το Διεθνές Δίκαιο (συμβατικό και εθιμικό), στο πλαίσιο του οποίου ο κανόνας της μέσης γραμμής αποτελεί την επικρατούσα αρχή του Δικαίου της οριοθέτησης. Αυτό όμως δεν βεβαιώνεται πάντα από τη διεθνή πρακτική, όπως στην διαμάχη Κολομβίας-Νικαράγουας (Δικαστήριο Χάγης 2012) ή Γαλλίας-Καναδά (1992).

Με πληροφορίες από wikipedia, ΟΔΕΘ (Όμιλος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεμάτων), AP Images

Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ