Οι επιζήσαντες των Άνδεων: Το αεροπορικό δυστύχημα και η σωτηρία που ήρθε μέσα από την ανθρωποφαγία


Τα αεροπορικά δυστυχήματα, ιδιαίτερα όταν αυτά «κρύβουν» κάποια μοναδική ιστορία πίσω τους, είναι πάντα σημεία αναφοράς και έρχονται ξανά και ξανά στις μνήμες στο άκουσμα μίας συντριβής αεροσκάφους.

Μια τέτοια μέρα περίπου, 48 χρόνια πριν, ήταν η απαρχή της ιστορίας μιας ουρουγουανής ομάδας ράγκμπι που έμελλε να σημαδέψει ανεξίτηλα την ιστορία όχι μόνο του αθλητισμού, αλλά και της σύγχρονης ανθρωπότητας.

Οκτώβριος 1972. Ήταν Παρασκευή και 13, όταν το αεροσκάφος της Ουρουγουανής ομάδας ράγκμπι απογειώθηκε από τη Μεντόζα, την τελευταία πόλη της Αργεντινής πριν από τις Άνδεις. Προορισμός του ήταν το Σαντιάγο της Χιλής, αλλά για να φτάσει έπρεπε να διασχίσει την οροσειρά. Όμως, το αεροσκάφος δεν θα άντεχε τις πιέσεις του αέρα πάνω από τις υψηλότερες κορυφές, γι’ αυτό ο πιλότος επέλεξε να κατευθυνθεί νότια, από ένα πέρασμα όπου οι γεωλογικές συνθήκες ήταν καλύτερες.

Το αεροσκάφος μετέφερε τους αθλητές της ομάδας ράγκμπι «Old Christians», οι οποίοι επρόκειτο να αγωνιστούν εναντίον της χιλιανής ομάδας «Old Boys» στο Σαντιάγο της Χιλής. Οι αγώνες διεξάγονται στο πλαίσιο του λατινοαμερικάνικου τουρνουά ράγκμπι για το Copa de la Amistad, γνωστό και ως «Κύπελλο Φιλίας».

Στη διαδρομή το αεροσκάφος αντιμετώπισε έντονες αναταράξεις, τις οποίες οι 40 επιβάτες αντιμετώπισαν με χαμόγελα και χωρίς φόβο. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν 19 ή 20 ετών και για πολλούς ήταν το πρώτο τους ταξίδι με αεροπλάνο.

Το σκάφος συνετρίβη και από τους 45 επιβαίνοντες που βρίσκονταν στη μοιραία πτήση, οι 12 σκοτώθηκαν κατά τη συντριβή και οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να κρατηθούν στη ζωή στις χιονισμένες πλαγιές, σε συνθήκες που δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει ο άνθρωπος. Εξάλλου μόλις την πρώτη νύχτα 5 επιζήσαντες υπέκυψαν από το κρύο και τους τραυματισμούς.

Μετά τη σύγκρουση, οι επιζήσαντες βγήκαν από τα συντρίμμια του αεροσκάφους και αντίκρισαν ένα πρωτόγνωρο θέαμα. Οι περισσότεροι απ’ τους Ουρουαγουανούς αθλητές δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους χιόνι. Το μεγαλύτερο υψόμετρο που είχαν βρεθεί μέχρι τότε δεν ξεπερνούσε τα 500 μέτρα. Ήταν εντελώς απροετοίμαστοι για αυτές τις καιρικές συνθήκες.

Οι επιζώντες είχαν στη διάθεσή τους ελάχιστες ποσότητες τροφής: μερικές σοκολάτες, διάφορα σνακ και μπουκάλια κρασί. Τις ημέρες που ακολούθησαν χώρισαν το φαγητό σε μερίδες και έλιωναν το χιόνι για να εξασφαλίσουν νερό. Στο βουνό, δεν υπήρχαν ζώα ή βλάστηση.

Για φαγητό, είχαν λίγες σοκολάτες και μερικά μπουκάλια κρασί. Μετά από λίγες μέρες, άρχισαν να τρώνε τις δερμάτινες ζώνες των καθισμάτων και έψαχναν απεγνωσμένα μέσα στο χιόνι για ίχνη τροφής. Δεν υπήρχε τίποτα.

Βλέποντας το φαγητό τους να λιγοστεύει οι επιζήσαντες σκέφτηκαν κάτι ανατριχιαστικό: να τραφούν από τη σάρκα των σωμάτων των νεκρών συνεπιβατών τους.

Στο βιβλίο του «Miracle in the Andes: 72 Days on the Mountain and My Long Trek Home», ο Nando Parrado αναφορικά με την εν λόγω απόφαση γράφει:

«Σε μεγάλο υψόμετρο, οι θερμιδικές ανάγκες του οργανισμού είναι τεράστιες….. Λιμοκτονούσαμε…. Προσπαθήσαμε να φάμε λωρίδες από δέρμα από τις σκισμένες αποσκευές. Ανοίξαμε τα μαξιλάρια των καθισμάτων ελπίζοντας να βρούμε άχυρο…. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο εδώ εκτός από πάγο, αλουμίνιο, πλαστικό και βράχους. Όλοι οι επιβάτες ήταν Ρωμαιοκαθολικοί…. Κάποιοι συσχέτιζαν τον κανιβαλισμό με το τελετουργικό της Θείας Κοινωνίας. Άλλοι ήταν επιφυλακτικοί αρχικά. Συνειδητοποιώντας ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να παραμείνουν ζωντανοί, σύντομα άλλαξαν γνώμη».

Μάλιστα το βουνό έδειξε και τα «δόντια» του και με μία χιονοστιβάδα, η οποία παρέσυρε στον θάνατο ακόμη 8 άτομα από τους επιζήσαντες. Επί σειρά εβδομάδων στην οροσειρά των Άνδεων δινόταν μία μάχη για επιβίωση που δεν γνώριζε κανείς και που ίσως, αν δεν υπήρχαν δύο ήρωες, να μην είχαμε μάθει ποτέ γι΄ αυτήν.

Η ομάδα των επιζώντων θεωρούσε πλέον ότι έπρεπε να αναζητήσουν βοήθεια πέρα από τα βουνά. Στις 12 Δεκεμβρίου 1972, δύο μήνες μετά τη συντριβή, οι Parrado, Canessa και Vizintín ξεκίνησαν το ταξίδι μέχρι το βουνό. Την τρίτη ημέρα του οδοιπορικού, ο Parrado έφτασε πρώτος στην κορυφή από όπου μακριά στον ορίζοντα διέκρινε την κόκκινη κοιλάδα της Χιλής. Οι Parrado και Canessa συνέχισαν να περπατάνε στο βουνό ακολουθώντας το ρέμα ενός ποταμού, στο τέλος του οποίου συνάντησαν ντόπιους κατοίκους.

Είχαν σωθεί και ενημέρωσαν και για τους υπόλοιπους επιζώντες που οι αρχές τους είχαν ξεγράψει. Στις 22 και 23 Δεκεμβρίου, ελικόπτερα μετέφεραν τους 16 επιζώντες στο νοσοκομείο. Μέσα σε λίγες μέρες, η ιστορία είχε κάνει το γύρω του κόσμου. Τα media επέλεξαν να εστιάσουν όχι στη δύναμη και το κουράγιο των επιζώντων, αλλά στην ανθρωποφαγία.

Η καθολική εκκλησία δήλωσε επισήμως ότι η ανθρωποφαγία των συγκεκριμένων ανθρώπων δεν ήταν αμαρτία. Οι συγγενείς των νεκρών συγχώρησαν τους επιζώντες, λέγοντας ότι ήταν ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης.

Η απίστευτη αυτή ιστορία για την επιβίωση, τη δύναμη της ελπίδας, και τις ανθρώπινες αντοχές, έγινε ταινία και κυκλοφόρησε το 1993 με τον τίτλο «Οι Επιζήσαντες».


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ