Το τριπλό «έγκλημα τιμής» της οδού Μάγερ: Η δίκη, η αποθέωση του δράστη και η Τζένη Καρέζη


Το πρωί της Πρωτομαγιάς του 1960 οι ένοικοι της πολυκατοικίας στον οδό Μάγερ 7 θα ακούσουν τέσσερις πυροβολισμούς. Αλαφιασμένοι θα τρέξουν στο μικρό διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας για να βρουν νεκρή τη γειτόνισσα τους, τον γιο της και ένα νεαρό κορίτσι

Το έγκλημα πραγματοποιήθηκε με κινηματογραφική ταχύτητα και πριν προλάβουν οι ένοικοι ή οι αστυνομικοί να φτάσουν στο διαμέρισμα ο δράστης είχε καταφέρει να διαφύγει από την πόρτα υπηρεσίας. Από την ίδια πόρτα επιχείρησαν να μπουν στο διαμέρισμα και οι αστυνομικοί, αλλά την βρήκαν φρακαρισμένη.

Όταν με κόπο κατάφεραν να την ανοίξουν, βρήκαν πίσω από αυτήν το πτώμα της 48χρονης Βασιλικής. Προχωρώντας στο διάδρομο του διαμερίσματος αντίκρισαν μια λίμνη αίματος μέσα στην οποία βρισκόταν η 20χρονη Ελευθερία, ενώ στην κρεβατοκάμαρα βρέθηκε το πτώμα του 20χρονου γιου της Βασιλικής, Απόστολου.

Λίγα λεπτά αργότερα, ο σύζυγος της Βασιλικής και πατέρας του Απόστολου έφτανε στο σπίτι. Βλέποντας κόσμο συγκεντρωμένο έξω από την πολυκατοικία, έγινε κάτωχρος και άρχισε να φωνάζει «έπαθε τίποτα ο γιος μου;». Αμέσως οι αστυνομικοί του φώναξαν να μην μπει στο διαμέρισμα και τον υπέβαλαν σε ερωτήσεις. Από τις απαντήσεις του σοκαρισμένου πατέρα, έμαθαν ότι στο διαμέρισμα βρισκόταν η σύζυγος του Βασιλική, ο μικρός γιος του Απόστολος και η φίλη και συμφοιτήτριά του Ελευθερία με την οποία διατηρούσε δεσμό.

«Πήγαιναν για περίπατο σε διάφορα εξοχικά μέρη αλλά εμείς του είχαμε πει να διακόψει τις σχέσεις μαζί της για να μη δημιουργηθούν ζητήματα με την οικογένεια της. «Ακόμη παιδί μου, δεν είναι καιρός για να βάλεις τέτοιους μπελάδες στο κεφάλι σου. Εσύ σπουδάζεις και νομίζω ότι έχεις υποχρέωση να κοιτάξεις τα μαθήματα σου και να αφήσεις τις γυναικοδουλειές» του είχα πει του γιου μου» περιέγραψε ο πατέρας του Απόστολου στους αστυνομικούς.

Tην σχέση της Ελευθερίας με τον Απόστολο ανακάλυψε ο πατέρας της, ο οποίος την κάλεσε να του δώσει εξηγήσεις. «Πατέρα δεν έχουμε σχέσεις όπως φαντάζεστε. Είμαστε συμφοιτητές και κάνουμε παρέα. Τίποτα περισσότερο» αποκρίθηκε η Ελευθερία καθησυχάζοντας τους δικούς της για το επόμενο διάστημα.

Όμως λίγο καιρό αργότερα ένας φίλος της οικογένειας είπε στους γονείς της ότι είχε δει στο Λυκαβηττό την κόρη τους μαζί με τον Αποστόλη και μια δεύτερη φορά σε ένα εξοχικό κέντρο. Οι πληροφορίες αυτές ανάγκασαν τον πατέρα να κάνει και πάλι παρατήρηση στην κόρη του και να της επισημάνει ότι πρέπει να διακόψει την σχέση της με το νεαρό. Τα λόγια του βέβαια δεν έφεραν αποτέλεσμα, αφού η Ελευθερία αγαπούσε τον Αποστόλη και δεν ήθελε με τίποτα να τον εγκαταλείψει.

Νεαρός ο Αποστόλης έτρεφε συναισθήματα για την Ελευθερία, όταν όμως πληροφορήθηκε αργότερα ότι αυτή είχε συνάψει σχέσεις και με άλλους νεαρούς άλλαξε η στάση του απέναντι της και αποφάσισε να της ζητήσει να χωρίσουν. Η Ελευθερία κλαίγοντας -σύμφωνα με όσα περιέγραψε ο πατέρας του Αποστόλη- βρήκε το νεαρό και ζήτησε να την κρατήσει κοντά του. «Δεν θέλω να με κάνεις γυναίκα σου. Θέλω μόνο να με κρατήσεις κοντά σου για φίλη σου. Δεν θα σου ζητήσω ποτέ να με παντρευτείς» φέρεται να του είπε η κοπέλα.

Ο νεαρός για να διασφαλιστεί της ζήτησε να γράψει όσα του είπε προφορικά και σε μια επιστολή. Η Ελευθερία για να μην τον χάσει «ομολόγησε» σε χαρτί τα «παραστρατήματα» της και δεχόταν ότι αυτός δε φέρει «καμία ευθύνη για την καταστροφή της αγνότητας της», αλλά και πως δεν θα αξίωνε ποτέ από εκείνον να την παντρευτεί.

Με αυτό τον τρόπο κάθε φορά που την Ελευθερία, έπειτα από πιέσεις που δεχόταν από τους δικούς της, του ζητούσε να την παντρευτεί, εκείνος της έδειχνε την επιστολή της. Στο μεταξύ οι φίλοι του αδερφού της, του Ναπολέοντος, συνέχιζαν να τον πληροφορούν για τα ραντεβού της αδελφής του και να τον εκνευρίζουν ακόμη περισσότερο.

Δεκαπέντε μέρες πριν το έγκλημα, ο Απόστολος βρισκόταν στην βιβλιοθήκη της φοιτητικής λέσχης και μελετούσε, όταν η Ελευθερία τον πλησίασε και του ζήτησε να ρυθμίσει το ζήτημα γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα αυτοκτονούσε. Έβγαλε μάλιστα από την τσέπη της ένα μπουκαλάκι με κάποιο φάρμακο και το έδειξε στο φίλο της. Εκείνος την διαβεβαίωσε ότι θα προσπαθήσει να βρει μία λύση με τον πατέρα του, αλλά τελικά πήγε σε αυτόν και του είπε ότι η νεαρή τον παρενοχλεί και δεν τον αφήνει να μελετήσει. «Έτσι όπως πάμε πατέρα δεν θα μπορέσω να δώσω εξετάσεις. Δε με αφήνει σε χλωρό κλαρί. Δεν ξέρω τι να κάνω. Με απειλεί πως αν δεν την πάρω θα αυτοκτονήσει. Σε παρακαλώ φρόντισε να γίνει κάτι για να ησυχάσω και να διαβάσω» είπε ο Αποστόλης στον πατέρα του.

Μετά από αυτό, ο πατέρας του Αποστόλη συναντήθηκε με τον πατέρα της Ελευθερίας και του είπε: «Έμαθα πως είσαι επιπλοποιός, θα σου μιλήσω στην γλώσσα σου. Τα παιδιά μας είναι και τα δύο ακόμα ξύλα απελέκητα. Ας τα αφήσουμε να πελεκηθούν πρώτα και μετά φροντίζουμε να τα ενώσουμε για να είναι και ο σύνδεσμος γερός. Τώρα δεν μπορεί να γίνει καμιά κουβέντα» είπε ο πατέρας του Αποστόλη, χωρίς να πείσει τον συνομιλητή του που ζητούσε την αποκατάσταση της κόρης του.

Τότε ο πατέρας του Αποστόλη, του είπε πως ο γιος του δεν θέλει να παντρευτεί την κόρη του και τον δικαιολογεί. Μάλιστα, δεν αποκάλυψε αρχικά το λόγο, λέγοντας πως δεν θέλει να τον πικράνει. Όμως εκείνος επέμεινε και ο πατέρας του Αποστόλη, του έδειξε την επιστολή της Ελευθερίας. Εκείνο το βράδυ έγινε μεγάλο επεισόδιο στο σπίτι της κοπέλας και το επόμενο πρωί, εκείνη έτρεξε στο Αποστόλη για να τον προειδοποιήσει να προσέχει. Όμως την ακολούθησε ο αδελφός της ο Ναπολέων και η κατάσταση εξελίχθηκε σε «μακελειό».

Η δίκη και η Τζένη Καρέζη

Τον Ιούλιο του 1960 ο Ναπολέων κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου της Αθήνας κατηγορούμενος για τις τρεις δολοφονίες. Μαζί του ήταν και ο πατέρας του ο οποίος αντιμετώπιζε την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας στις δολοφονίες. Η δίκη συγκέντρωσε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης επειδή χαρακτηρίστηκε «έγκλημα τιμής». Μάλιστα, ανάμεσα στον κόσμο που έσπευσε να παρακολουθήσει τη δίκη ήταν και η Τζένη Καρέζη, ενώ μάρτυρας κατέθεσε και ο τότε δήμαρχος του τόπου καταγωγής των κατηγορουμένων, λέγοντας πως αν απαλλαγούν θα τους υποδεχτούν «τιμητικώς».

Έπειτα από μια ακροαματική διαδικασία, που διήρκεσε δώδεκα ημέρες οι ένορκοι έκριναν ένοχο τον Ναπολέοντα αναγνωρίζοντας του, το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου αλλά και το γεγονός ότι δεν ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά ελατήρια. Του επιβλήθηκε κάθειρξη 25 ετών, κατά συγχώνευση, ενώ ο πατέρας του κρίθηκε αθώος για την ηθική αυτουργία στο έγκλημα. Κατά την έξοδο του νεαρού από το δικαστήριο ο δρόμος ήταν κλειστός από πλήθος κόσμου ο οποίος τον υποδέχτηκε με χειροκροτήματα.


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ