29 Μαΐου: Η μαύρη επέτειος της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης


Η 29η Μαΐου αποτελεί μια ιδιαίτερης σημασίας μαύρη επέτειο για τον Ελληνισμό: Η ημερομηνία της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης σηματοδοτεί το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της μεσαιωνικής πορείας του Ελληνισμού, και την έναρξη τεσσάρων αιώνων Τουρκοκρατίας

Η πολιορκία και πτώση της Πόλης και ο θάνατος του τελευταίου της αυτοκράτορα, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου γράφτηκαν ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη του Ελληνισμού, παίζοντας σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης, η οποία οδήγησε στην επανάσταση του 1821 και του σύγχρονου ελληνικού κράτους.

Τον 15ο αιώνα από την άλλοτε ισχυρή Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε απομείνει ένα «φάντασμα»: Τα αλλεπάλληλα πλήγματα που δεχόταν η αυτοκρατορία από ανατολή και δύση κατά τους τελευταίους αιώνες (με κυριότερο την άλωσή της από τους σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας του 1204) είχαν οδηγήσει στον περιορισμό της «Ρωμανίας» σε μερικούς θύλακες/περιοχές, όπως η ίδια η Κωνσταντινούπολη και ο Μυστράς, με την απειλή των Οθωμανών Τούρκων να είναι συνεχής.

Μια πρώτη απόπειρα των Τούρκων για κατάληψη της Πόλης είχε γίνει από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Α’, ωστόσο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία (για την ακρίβεια, ό,τι είχε απομείνει από αυτήν), έλαβε μια μικρή παράταση ζωής το 1402, λόγω της συντριβής του Βαγιαζήτ στη μάχη της Άγκυρας από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου, η οποία προκάλεσε κρίση στο κράτος των Οθωμανών.

Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος είχε εστιάσει τις προσπάθειές του για διάσωση της αυτοκρατορίας στη βοήθεια των Δυτικών, ταξιδεύοντας στη Δύση (Βενετία, Παρίσι και Λονδίνο). Αξιοποιώντας της δυνατότητες της βυζαντινής διπλωματίας, ο Μανουήλ προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στις δυτικές πρωτεύουσες, εντυπωσιάζοντας τους ηγεμόνες των δυνάμεων της Δύσης, ωστόσο οι προσπάθειές του δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, δεδομένου πως η Δύση ήταν και αυτή βυθισμένη στις δικές της διαμάχες.

Ο κίνδυνος από τους Οθωμανούς αναβίωσε το 1421, με την άνοδο του Μουράτ Β’ στον θρόνο, ο οποίος επέστρεψε στην επιθετική πολιτική του Βαγιαζήτ. Η Πόλη πολιορκήθηκε το 1422, ενώ το 1423 η Πελοπόννησος κατέστη φόρου υποτελής (1426). Το 1425 έγινε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος, που προσπάθησε και αυτός να εξασφαλίσει τη βοήθεια της Δύσης, και σε αυτό το πλαίσιο υπέγραψε τη συμφωνία για την ένωση των εκκλησιών στη Σύνοδο της Φερράρας- Φλωρεντίας (1438-1439), η οποία όμως στην πράξη απορρίφθηκε από τον βυζαντινό λαό, δεδομένου του εξαιρετικά εχθρικού αισθήματος κατά των Λατίνων. Παράλληλα, μια νέα προσπάθεια χριστιανικών δυνάμεων κατά των Οθωμανών στα Βαλκάνια λάμβανε τέλος στη μάχη της Βάρνας το 1444, ενώ η Θεσσαλονίκη είχε πέσει το 1430.

Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα οι Οθωμανοί Τούρκοι, με τον νεαρό σουλτάνο Μωάμεθ Β’, να εστιάσουνεκ νέου τις προσπάθειές τους ενάντια στην απομονωμένη πλέον Κωνσταντινούπολη. Η Πόλη αποκόπηκε περαιτέρω με την κατασκευή του Ρουμελί-Χισάρ στις ευρωπαϊκές ακτές των στενών του Βοσπόρου, ενώ ο Μωάμεθ Β’ εισέβαλε στις βυζαντινές κτήσεις της Πελοποννήσου.

Στον θρόνο της Πόλης βρισκόταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, ο προηγούμενος δεσπότης του Μυστρά, ο οποίος είχε πάρει την εξουσία εν μέσω μιας ήδη απελπιστικής κατάστασης το 1449.

Ο τελευταίος αυτοκράτορας

Ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου είχε προσπαθήσει από πριν ανεβεί στον θρόνο να βελτιώσει την άμυνα της αυτοκρατορίας και να δημιουργήσει έναν χριστιανικό συνασπισμό κατά των Οθωμανών, επεκτείνοντας το δεσποτάτο του στην Πελοπόννησο και ερχόμενος σε συνεννόηση με άλλους χριστιανούς ηγεμόνες. Ωστόσο οι προσπάθειές του αυτές δεν είχαν καλό τέλος, δεδομένου του αποτελέσματος της μάχης της Βάρνας. Ακολούθησε εκστρατεία εναντίον του από τον Μουράτ Β’, με τον Κωνσταντίνο να ζητά στο τέλος ειρήνη και να γίνεται φόρου υποτελής. Ο αδελφός του, Ιωάννης, πέθανε το 1448, και στέφθηκε αυτοκράτορας στις 6 Ιανουαρίου 1449 στον Μυστρά.

Η νέα ανοιχτή σύγκρουση με τους Οθωμανούς άρχισε το 1452. Ο Κωνσταντίνος ζήτησε εκ νέου βοήθεια από τον πάπα, ωστόσο είχε απέναντί του την αντίδραση του λαού και του κλήρου. Παρόλα αυτά, κατέφθασαν κάποιες ενισχύσεις στην Πόλη, μεταξύ των οποίων και μια δύναμη υπό τον εμπειροπόλεμο Γενουάτη πολεμιστή Ιωάννη Ιουστινιάνη.

Η πολιορκία άρχισε στις 6 Απριλίου, μετά την απόρριψη πρότασης παράδοσης από τον Μωάμεθ. Ο αυτοκράτορας θεωρείται πως είχε περίπου 5.000 με 7.000 υπερασπιστές και λίγα πλοία και πυροβόλα ενάντια σε 150.000 άνδρες του Μωάμεθ Β’, με ισχυρό πυροβολικό και πολυάριθμο στόλο. Ο ίδιος υπερασπιζόταν την Πύλη του Αγίου Ρωμανού- και οι προσπάθειες άμυνας στην αρχή ήταν επιτυχείς, ενώ το ηθικό αναπτερώθηκε με την επιτυχία του πλοιάρχου Φλαντανελά, που κατάφερε να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό. Παρόλα αυτά ο κλοιός έσφιξε μετά το πέρασμα τουρκικών πλοίων στον Κεράτιο.

Ο Μωάμεθ Β’ ζήτησε εκ νέου παράδοση, και ο Παλαιολόγος έδωσε μια απάντηση που έμεινε στην ιστορία: «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ, κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».

Της γενικής επίθεσης των Οθωμανών προηγήθηκε σφοδρός βομβαρδισμός στις 27 Μαΐου, και οι τελικές προπαρασκευές έγιναν στις 28. Η επίθεση άρχισε τα ξημερώματα της Τρίτης, 29 Μαΐου 1453. Ο Κωνσταντίνος συμμετείχε στις σκληρές μάχες, αντιμετωπίζοντας τρία κύματα επίθεσης- και στο τρίτο οι υπερασπιστές είχαν εξαντληθεί, ενώ ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη και η αποχώρησή του από τη μάχη προκάλεσε σύγχυση μεταξύ των αμυνομένων. Κάπου εκεί ακούστηκε το δραματικό «εάλω η Πόλις», με αποτέλεσμα να καταρρεύσει το ηθικό των υπερασπιστών.

Οι Οθωμανοί διασπούσαν την άμυνα, με τον Παλαιολόγο να αρνείται να αποχωρήσει και να πέφτει νεκρός στη μάχη, συνοδευόμενος από Έλληνες εθελοντές και ευγενείς. Ακολούθησαν σφαγές και λεηλασίες της Πόλης, ενώ θα ακολουθούσε και η πτώση των υπόλοιπων περιοχών που παρέμεναν ελεύθερες. Ο επίλογος θα γραφόταν το 1461, με την πτώση της Τραπεζούντας. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μετά από μια πορεία άνω των 1.000 ετών, είχε τελειώσει.


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ