Ανάλυση: Πώς η Ελλάδα αλλάζει την Ανατολική Μεσόγειο


«Η Ελλάδα αναδιαμορφώνει την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου» (Greece Is Reshaping the Eastern Mediterranean Region) τιτλοφορείται άρθρο του Αριστοτέλη Τζιαμπίρη, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς και προέδρου του CFIR-GR (Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων- Council for International Relations-Greece), στο World Politics Review.

Όπως γράφει ο κ. Τζιαμπίρης, οι εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο είναι ταχύτατες, και η Ελλάδα βρίσκεται «στη μέση μιας διπλωματικής και στρατιωτικής φρενίτιδας»- οπότε και η κατανόηση της εξωτερικής της πολιτικής βοηθά στην κατανόηση των εξελίξεων στην περιοχή.

«Η Αθήνα βλέπει την ανατολική Μεσόγειο ως μια πηγή αναταραχής και αστάθειας- μια οδό διέλευσης για κύματα προσφύγων, που συνορεύει με χώρες που έχουν πληγεί από τον πόλεμο όπως η Λιβύη και η Συρία, και με τη δυνατότητα για τζιχαντιστικές τρομοκρατικές επιθέσεις. Η πρόσφατη αύξηση του ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή, με τις δυτικές δυνάμεις να προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες επιρροές της Κίνας και της Ρωσίας, ενισχύει το εύφλεκτο μείγμα. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από την αντίληψη Ελλήνων αξιωματούχων περί της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν ότι πρόκειται για μια όλο και περισσότερο απολυταρχική, απρόβλεπτη και αναθεωρητική χώρα, με φθίνοντες δεσμούς με τη Δύση. Συνολικά, η Ελλάδα παραμένει πεπεισμένη πως οι ΗΠΑ αποτελούν τον ισχυρότερο περιφερειακό παίκτη από άποψης στρατιωτικών δυνατοτήτων, αν και η Ουάσινγκτον έχει μικρότερη εμπλοκή σε σχέση με το παρελθόν. Ωστόσο αυτή η στάση μικρότερης εμπλοκής δεν έχει εμποδίσει τις ΗΠΑ να ενθαρρύνουν πρωτοβουλίες περιφερειακής συνεργασίας όταν εξυπηρετούν τους αμερικανικούς στρατηγικούς στόχους».

Σε αυτό το πλαίσιο, συνεχίζει ο κ. Τζιαμπίρης, η αντίληψη αυτή για την περιοχή έχει ωθήσει την Ελλάδα σε μια εθνική στρατηγική με τέσσερις πυλώνες: Βαθύτερες σχέσεις με το Ισραήλ, εμβάθυνση της στρατιωτικής και πολιτικής σχέσης με τις ΗΠΑ, επιδίωξη νέων πρωτοβουλιών συνεργασίας με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία και εν τέλει την επιδίωξη δικών της ενεργειακών projects και συμμετοχή σε περιφερειακούς οργανισμούς ενέργειας.

Η βελτίωση των σχέσεων με το Ισραήλ χαρακτηρίζεται ως ακρογωνιαίος λίθος της περιφερειακής πολιτικής της Ελλάδας, και σε αυτό το πλαίσιο υπογραμμίζονται η πρόσφατη αμυντική συμφωνία-ρεκόρ, που περιελάμβανε συμβόλαιο 1,65 δισ. δολαρίων για την κατασκευή και λειτουργία ενός κέντρου πτητικής εκπαίδευσης, καθώς και η πρόσφατη ελληνική δήλωση, εν μέσω τη κρίσης στη Γάζα, περί του δικαιώματος του Ισραήλ στην αυτοάμυνα. Επίσης ο Έλληνας ΥΠΕΞ, Νίκος Δένδιας, επισκέφθηκε την περιοχή, υπογραμμίζοντας τον ρόλο της Ελλάδας ως αξιόπιστου διαμεσολαβητή.

Η προσέγγιση με το Ισραήλ είναι σε εξέλιξη από το 2010, και διεξάγεται από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις. Μεταξύ άλλων, έχουν παρουσιαστεί μεγάλα σχέδια για συνεργασία στην ενέργεια, με την Ελλάδα να εδραιώνει δύο μεγάλες τριμερείς συνεργασίες (Ελλάδα- Αίγυπτος- Κύπρος, Ελλάδα- Ισραήλ- Κύπρος).

Όσον αφορά στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, έχουν βελτιωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια, και θεωρείται πως βρίσκονται πλέον στο καλύτερο σημείο που ήταν ποτέ. Σημαντική εξέλιξη ήταν η επίσημη έναρξη ενός Στρατηγικού Διαλόγου Ελλάδας- ΗΠΑ το 2018, που ακολουθήθηκε από άλλες κινήσεις προς την ίδια κατεύθυνση (στο ίδιο ευρύτερο πλαίσιο εντάσσονται και η άρση του εμπάργκο όπλων από τις ΗΠΑ στην Κύπρο, και η συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ.

«Η Ελλάδα έχει καλλιεργήσει επίσης βαθύτερους δεσμούς με αρκετές χώρες του Κόλπου, μια εξέλιξη που εξυπηρετήθηκε από την τάση της εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ αραβικών χωρών, περιλαμβανομένων των ΗΑΕ και του Μπαχρέιν, και του Ισραήλ. Αυτό δημιούργησε το πολιτικό περιθώριο και την ευκαιρία για να συνεργαστούν δημόσια η Ελλάδα και το Ισραήλ με αυτές τις χώρες, και η Ελλάδα έχει εκμεταλλευτεί πλήρως αυτή την εξέλιξη. Υπάρχει επίσης μια σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ της Ελλάδας και των χωρών του Κόλπου, που βλέπουν την Τουρκία με καχυποψία και το Ιράν ως εν δυνάμει υπαρξιακή απειλή. Εντός αυτού του πλαισίου, η βελτιωμένη στρατιωτική συνεργασία όπως προκύπτει από τις συνεχείς κοινές ασκήσεις είναι μάλλον αναπόφευκτη. Για παράδειγμα τον προηγούμενο Αύγουστο τα ΗΑΕ έστειλαν F-16 για να διεξάγουν κοινές ασκήσεις με την Ελλάδα σε μια περίοδο κατά την οποία οι ελληνικές και οι τουρκικές δυνάμεις ήταν σε αντιπαράθεση στο Αιγαίο».

Ο κ. Τζιαμπίρης παραθέτει σειρά παραδειγμάτων ως προς την προσέγγιση αυτή, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, την επίσκεψη σαουδαραβικών F-15 στην Κρήτη για πρώτη φορά, καθώς και στελεχών του σαουδαραβικού γενικού επιτελείου- που ακολουθήθηκαν από ελληνικές επισκέψεις στο Ριάντ και το θέμα της αποστολής ελληνικών Patriot στη Σαουδική Αραβία. Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες υποστηρίζονται από τους δυτικούς συμμάχους της Ελλάδας, ειδικά τις ΗΠΑ και τη Γαλλία.

Στο «μέτωπο» της ενέργειας, η Ελλάδα έχει υποστηρίξει μια μεγάλη αιγυπτιακή πρωτοβουλία, το East Mediterreanean Gas Forum, με έδρα στο Κάιρο και συμμετοχή της Κύπρου, της Αιγύπτου, της Γαλλίας, της Ελλάδας, του Ισραήλ, της Ιορδανίας και της Παλαιστινιακής Αρχής – καθώς και τις ΗΠΑ σε ρόλο παρατηρητή. «Υπάρχουν ελπίδες πως ενώνοντας τις δυνάμεις των μελών της, αυτή η πρωτοβουλία μπορεί να έχει μια δυνατότερη φωνή σε παγκόσμια ζητήματα φυσικού αερίου και επίσης να προωθεί την περιφερειακή σταθερότητα, ενώ παράλληλα αντισταθμίζει τις τουρκικές έρευνες σε διαφιλονικούμενα ύδατα.

Παράλληλα, συνεχίζει το άρθρο, η ελληνική περιφερειακή ενεργειακή πολιτική «αγκαλιάζει» επίσης τη δημιουργία υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο, με προτεινόμενο μήκος περίπου 1.900 χλμ. Ο αγωγός αυτός θα μεταφέρει αέριο από κοιτάσματα στο Ισραήλ και την Κύπρο στην Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα, με πιθανή σύνδεση με την Ιταλία μέσω του αγωγού Poseidon. Παράλληλα, λέγεται ότι υπάρχουν συνομιλίες για να μπει στο σχήμα και η Αίγυπτος.

«Στα θετικά, η διαδρομή του αγωγού δεν εμπλέκει την Τουρκία ή τη Ρωσία, και ως εκ τούτου θα συνέβαλλε στην επιθυμία της Ευρώπης για ποικιλομορφία στις πηγές ενέργειάς της. Ωστόσο η βιωσιμότητα αυτού του φιλόδοξου προγράμματος, που είναι ακόμα σε στάδιο σχεδιασμού, αμφισβητείται. Θα χρειαστεί να υπάρχει επαρκής χρηματοδότηση από ιδιωτικές εταιρείες, εντός ενός πολιτικού πλαισίου υποστήριξης μεταξύ των εμπλεκόμενων κυβερνήσεων. Προς το παρόν ένας πιο ρεαλιστικός στόχος ενεργειακών υποδομών για την Ελλάδα είναι η ολοκλήρωση του EuroAsia Interconnector, ενός προγράμματος μετάδοσης ενέργειας υψηλής τάσης που θα συνέδεε τα δίκτυα ηλεκτροδότησης Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ σε μια απόσταση περίπου 1.200 χλμ, με το αρχικό κόστος να υπολογίζεται στα 2,5 δισ. ευρώ. Μια αρχική συμφωνία για την κατασκευή του έχει υπογραφεί, με την ολοκλήρωση να προορίζεται για το 2023».

Αυτά, καταλήγει το άρθρο, είναι δύο μόνο από τα μεγάλα ενεργειακά projects στην περιοχή που κατασκευάζονται ή προτείνονται, και πολλά ακόμα αναμένεται να προκύψουν τα επόμενα χρόνια. «Αν και είναι δύσκολο να πούμε ποια από αυτά θα ολοκληρωθούν εν τέλει, είναι σίγουρο πως κανένα δεν θα έχει πραγματικά ελπίδα επιτυχίας χωρίς βελτιωμένες σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και των γειτόνων της. Η παρούσα στιγμή είναι μια στιγμή οικονομικής και στρατηγικής σύγκλισης μεταξύ διαφόρων χωρών της Μεσογείου και του Κόλπου- κάποιος θα μπορούσε να κάνει λόγο ακόμα και για μια ‘Ευρύτερη Περιοχή Ανατολικής Μεσογείου’. Η ανάδυση αυτών των συνεργασιών θα έχει πιθανότατα σημαντικές επιπτώσεις για το προβλεπόμενο μέλλον».


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ