Καλύτερη εποπτεία για το ξέπλυμα χρήματος στην ΕΕ ζητά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο


Στη διαπίστωση πως οι προσπάθειες της ΕΕ για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος στον τραπεζικό τομέα είναι κατακερματισμένες και η υλοποίηση των σχετικών πολιτικών ανεπαρκής προχωρεί το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο σε έκθεση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.

Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο στην έκθεσή του διαπιστώνει πως σήμερα, οι εξουσίες που υπάρχουν σε επίπεδο ΕΕ για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι κατακερματισμένες μεταξύ των διαφόρων οργάνων.

Αν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναπτύσσει τη σχετική πολιτική, παρακολουθεί την ενσωμάτωσή της στη νομοθεσία των κρατών μελών και αναλαμβάνει την ανάλυση κινδύνου, οι ελεγκτές εντόπισαν αδυναμίες στην εκτέλεση αυτών των καθηκόντων.

Όπως σημειώνεται στην έκθεση, η νομοθεσία για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος είναι περίπλοκη και η μέχρι σήμερα εφαρμογή της χαρακτηρίζεται από αργούς ρυθμούς και ανομοιογένεια. Όσον αφορά στη διαδικασία εκτίμησης τoυ κινδύνου, διαπίστωσαν ότι αυτή δεν αναδεικνύει τις μεταβολές που επέρχονται με την πάροδο του χρόνου, στερείται γεωγραφικής εστίασης και δεν προτεραιοποιεί αποτελεσματικά τους κινδύνους. Μέχρι σήμερα, η ΕΕ δεν έχει καταρτίσει αυτόνομο κατάλογο με τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου, ήτοι χώρες που συνιστούν απειλή για την εσωτερική αγορά από άποψη ξεπλύματος χρήματος.

Ακόμη, υπογραμμίζεται πως η Κομισιόν δεν έχει καταφέρει να παρουσιάσει επικαιροποιημένα στατιστικά στοιχεία σχετικά με το ζήτημα αυτό, κάτι που δυσχεραίνει την εκτίμηση της κλίμακας του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στην ΕΕ.

Αμφίσημες αναφορές γίνονται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), η οποία έχει κάνει επίσης χρήση των εξουσιών της να διερευνά πιθανές παραβιάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας στον τομέα αυτό. Ωστόσο, από το 2010, η ΕΑΤ έχει διαπιστώσει μόνο μία παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, συνδεόμενη με ξέπλυμα χρήματος και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ενώ δεν προέβη σε καμία σχετική έρευνα ιδία πρωτοβουλία.

Οι ελεγκτές του Συνεδρίου εντόπισαν επίσης στοιχεία που αποδεικνύουν απόπειρες άσκησης πίεσης στα μέλη του συμβουλίου εποπτών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών την περίοδο κατά την οποία συζητούνταν η πιθανότητα διατύπωσης σύστασης σχετικά με παραβίαση του δικαίου της ΕΕ. Προκύπτει, επομένως, ότι οι αποφάσεις υψηλού επιπέδου της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών ενδέχεται να έχουν επηρεαστεί από εθνικά συμφέροντα (παρόμοια ήταν τα συμπεράσματά μας στην έκθεση του ΕΕΣ του 2019 σχετικά με τις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων της ΕΑΤ).

Οι ελεγκτές διαπίστωσαν επίσης ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει εσωτερική καθοδήγηση σχετικά με τη διαδικασία που πρέπει να εφαρμόζεται για την υποβολή αιτήματος έρευνας στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών. Σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση, αυτό γινόταν σε ad hoc βάση και, ως επί το πλείστον, αφού είχαν προηγηθεί αναφορές στα μέσα ενημέρωσης. Ένα τελευταίο ζήτημα που ανέλυσαν οι ελεγκτές ήταν η συνεκτίμηση του κινδύνου ξεπλύματος χρήματος κατά την προληπτική εποπτεία των τραπεζών στη ζώνη του ευρώ.

Οι ελεγκτές του Συνεδρίου διαπίστωσαν ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) –ο άμεσος εποπτικός φορέας των σημαντικών τραπεζών από το 2014– έχει όντως αρχίσει να ανταλλάσσει πληροφορίες με τις εθνικές εποπτικές αρχές, χωρίς ωστόσο να έχει ούτε την ευθύνη ούτε την εξουσία να διερευνά τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες αυτές χρησιμοποιούνται από τις εθνικές εποπτικές αρχές. Η ποιότητα των πληροφοριών που αντάλλασσαν οι εποπτικές αρχές εμφάνιζε σημαντικές διαφοροποιήσεις λόγω των διαφόρων εθνικών πρακτικών.

Επί του παρόντος, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών εργάζεται για την έκδοση επικαιροποιημένων κατευθυντήριων γραμμών, οι οποίες, κατά τους ελεγκτές του Συνεδρίου, θα πρέπει, αφού οριστικοποιηθούν, να αρχίσουν να εφαρμόζονται από την ΕΚΤ και τις εθνικές εποπτικές αρχές το συντομότερο δυνατόν.


Πηγή


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ