«Καμίνι» έγινε η χώρα αυτές τις ημέρες με την ατμόσφαιρα να είναι αποπνικτική, αφού μαζί με την ζέστη μας επισκέφτηκε και η αφρικάνικη σκόνη. Το θερμόμετρο χτύπησε τους 44 βαθμούς κελσίου, ξυπνώντας σε κάποιους μνήμες του 1987.
Ήταν Ιούλιος του 1987 όταν η Ελλάδα θρήνησε περισσότερους από 1.300 νεκρούς. Ο καύσωνας τότε διήρκησε από τις 20-28 Ιουλίου, με την κατάσταση να ξεφεύγει καθώς εκείνη την εποχή οι περισσότεροι πολίτες δεν είχαν air condition αφού δεν ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους θερμοκρασίες.
Κλιματιστικά δεν υπήρχαν ούτε στα νοσοκομεία. Οι πολίτες προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τη ζέστη μόνο με ανεμιστήρες. Το θερμόμετρο για 8 μέρες ήταν στους 44 βαθμούς! Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο δραματική, όταν άρχισαν οι διακοπές ρεύματος και νερού.
Το τσιμέντο στα κτίρια πύρωνε τους τοίχους και για πρώτη φορά δεν δρόσιζε ούτε το βράδυ.
Ο καύσωνας υπήρξε ο πιο φονικός στην ιστορία της χώρας, λόγω της εξαιρετικά μεγάλης χρονικής διάρκειας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία ο αριθμός των νεκρών ήταν 1.300, εκ των οποίων οι 1.115 στην Αττική, ενώ ανεπίσημες πηγές έκαναν λόγο για περισσότερους από 1.500.
Το τραγικό της υπόθεσης είναι πως όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, τα πτώματα τα έβαζαν στα βαγόνια του ΟΣΕ, αφού τα νοσοκομεία είχαν γεμίσει.
Ο φονικός καύσωνας στην Ελλάδα είχε γίνει θέμα στους New York Times της Νέας Υόρκης που έγραφαν χαρακτηριστικά:
«Οι νεκροθάφτες έχουν εντολή να εργάζονται ακόμη και νύχτα με υπερωρίες. Τα νοσοκομεία έχουν ζητήσει πάγο από τις ψαραγορές για να ψύξουν τα πτώματα. Το καλοκαίρι της Αθήνας συνδέθηκε με τη φρίκη και το μακάβριο. Από τότε που κύμα ζέστης έπληξε πριν από δέκα την πόλη, που περίμενε ένα ζεστό καλοκαίρι, αλλά όχι τόσο ζεστό, η κυβέρνηση εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία τουλάχιστον 700 άνθρωποι -και δημοσιογραφικές πληροφορίες λένε πως είναι τουλάχιστον 1.000- έχουν πεθάνει. Ενώ ήταν περίοδος χαλάρωσης έχει γίνει στιγμή φρίκης και αμφισβήτησης της ικανότητας της Πολιτείας να διαχειριστεί ακραία φαινόμενα».
Ο καύσωνας συνοδεύτηκε από διακοπές νερού και ρεύματος, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Η κατάσταση στην Αθήνα ήταν αφόρητη, ενώ η άσφαλτος και τα κτίρια συγκρατούσαν ακόμη μεγαλύτερη θερμότητα.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, οι νεκροθάλαμοι των νοσοκομείων ήταν τόσο γεμάτοι που δεν υπήρχε χώρος για τους νεκρούς. Έτσι, τα στρατιωτικά νοσοκομεία διέθεσαν τους δικούς τους νεκροθαλάμους αλλά ούτε και αυτοί ήταν αρκετοί. Γραφεία τελετών και υπάλληλοι νεκροταφείων δεν προλάβαιναν να θάβουν τους νεκρούς με αποτέλεσμα να μένουν άταφοι για 24 ώρες. Λέγεται ακόμη ότι οι νεκροί τοποθετούνταν στα ψυγεία μέσα σε βαγόνια τρένων του ΟΣΕ.
Από τα δελτία ειδήσεων γινόντουσαν ονομαστικές προσκλήσεις σε δεκάδες οικογένειες που βρίσκονταν στην εξοχή να επικοινωνήσουν με το αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους «για σοβαρή οικογενειακή τους υπόθεση»…
Ο γνωστός μετεωρολόγος Δημήτρης Ζιακόπουλος έγραφε στο blog του σχετικά με τον φονικό καύσωνα: “Νέος τότε μετεωρολόγος στην ΕΜΥ θυμάμαι την εντύπωση που μου είχαν κάνει οι υψηλές ελάχιστες θερμοκρασίες που κυμαίνονταν από 29 έως 32 βαθμούς (μέση τιμή 31 βαθμοί). Για πόσο διάστημα μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος που ανήκει στις ευπαθείς ομάδες, όταν επί οκτώ ημέρες οι ελάχιστες θερμοκρασίες ήταν αυτές που αναφέρθηκαν και οι μέγιστες θερμοκρασίες ήταν σταθερά πάνω από τους 40 βαθμούς (μέση τιμή 43 βαθμοί);
Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι οι ελάχιστες θερμοκρασίες ήταν θερμοκρασίες κλωβού και όχι των διαμερισμάτων που επί οκτώ μερόνυχτα ήταν συνεχώς “πυρακτωμένα”. Ο μεγάλης διάρκειας καύσωνας του 1987 βρήκε την Αθήνα ανοχύρωτη. Κλιματιστικά δεν υπήρχαν ούτε στους θαλάμους των νοσοκομείων. Οι ανεμιστήρες, που σε αρκετά διαμερίσματα έλειπαν και αυτοί, βοηθούσαν κάπως την κατάσταση, αλλά δεν έλυναν το πρόβλημα. Πέρα από αυτό, ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό του πληθυσμού αγνοούσε τα βασικά μέτρα προφύλαξης από τις υψηλές θερμοκρασίες. Από εκείνες τις εφιαλτικές μέρες θυμάμαι την απόγνωση που είχε καταλάβει μεγάλο μέρος του κόσμου. Κάθε μέρα οι άνθρωποι περίμεναν να ακούσουν καλά νέα από τις προγνώσεις μας, αλλά αυτά πήγαιναν όλο και πιο πίσω. Τότε κατάλαβα το πόσο άχαρα μπορεί να νοιώσει ένας παρουσιαστής δελτίου καιρού που σε τέτοιες δραματικές καταστάσεις δεν έχει να πει κάτι αισιόδοξο”.

